Youmag.gr
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο γεμάτοι ανυπομονησία γι’ αυτό το παράξενο φεστιβάλ. Δεν ήταν μακριά από το Μόναχο και όμως ένιωθα πως ποτέ δε θα φτάσουμε...

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο γεμάτοι ανυπομονησία γι’ αυτό το παράξενο φεστιβάλ. Δεν ήταν μακριά από το Μόναχο και όμως ένιωθα πως ποτέ δε θα φτάσουμε στον προορισμό μας. Θυμάμαι μάλιστα πως από την έξαψη κανείς δε μιλούσε παρόλο που ήμασταν επτά άτομα μέσα στο αυτοκίνητο και, όπως και να το κάνουμε, τα μικρά μου ξαδέρφια δεν ήταν από τα παιδιά που δε μιλούν.

Λεπτά, ώρες, αιώνες δεν είμαι σίγουρη τι ακριβώς είχε περάσει, αν και θα στοιχημάτιζα στο τελευταίο, σημασία είχε πάντως ότι φτάσαμε. Τους έβλεπα να κλείνουν τις πόρτες και να μαζεύονται σαν σε αργή κίνηση και η ανυπομονησία μου κόντευε να με τρελάνει.

Σαν περάσαμε τις πύλες του χωριού, ήμουν πλέον σίγουρη πως περάσαμε και τις πύλες του χρόνου. Δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Αφήσαμε πίσω μας τον εικοστό πρώτο αιώνα και μια ομάδα από μουσάτους ιππότες με γυαλιστερές πανοπλίες και σπαθιά στο χέρι μας καλωσόρισε  στο ετήσιο «Μεσαιωνικό Φεστιβάλ»…!

Το insurancemarket.gr είναι η μεγαλύτερη και πιο αποτελεσματική πλατφόρμα σύγκρισης ασφαλειών από την Νο1 εταιρεία online διαμεσολάβησης στην Ελλάδα

Τριγυρίσαμε λιγάκι σ’ εκείνους τους πέτρινους δρόμους του χωριού με τα σπίτια με τα ξύλινα παράθυρα, σταματήσαμε να χαζέψουμε την τέχνη του τσαγκάρη που δούλευε μ’ έναν ξύλινο τροχό, μείναμε λιγάκι περισσότερο ίσως στο μαγαζί του σιδηρουργού που επεξεργαζόταν με μαεστρία και φροντίδα το καυτό μέταλλο και σταθήκαμε στην πλατεία, όπου μια χανούμισσα μας ταξίδεψε στη Μέση Ανατολή με τις μαγικές κινήσεις της, ενώ μάγισσες με μυστηριώδες ύφος γυρνούσαν ανάμεσά μας κοιτάζοντας αινιγματικά.

 Ήμουν περικυκλωμένη από αρχόντισσες με μεταξωτά φορέματα που σέρνονταν στο χώμα, από άρχοντες και ιππότες. Ακόμα και οι χωριάτες, ντυμένοι με πιο απλοϊκά ρούχα έφεραν κάτι το ευγενές στην εμφάνισή τους. Αν δεν έβλεπα τους δικούς μου με τα τζην και τα μακό μπλουζάκια θα ήμουν απόλυτα σίγουρη ότι ήμουν κι εγώ μία από αυτούς- μια κοπέλα του μεσαίωνα.

Ακούστηκε ο βαθύς ήχος της σάλπιγγας και πολλά κεφάλια γύρισαν αναζητώντας την πηγή του καλέσματος. Βλέπαμε τους περισσότερους να εγκαταλείπουν την πλατεία και να στέκονται στις άκρες του δρόμου περιμένοντας κάτι ή κάποιον να έρθει. Ακολουθήσαμε και αναμειχθήκαμε κι εμείς με το πλήθος περιμένοντας αυτό το κάτι που δεν ξέραμε τι ήταν.

Τα πρώτα άλογα εμφανίστηκαν μετά τη στροφή του δρόμου. Ιππότες κοιτώντας τον ορίζοντα με την αγέρωχη ματιά τους ίππευαν περήφανα τα σελωμένα άλογα. Ακολούθησε η βασιλική οικογένεια με τους δυο διαδόχους και τις πέντε κόρες. Τα φορέματά τους κεντημένα με χρυσοποίκιλτη κλωστή δεν έμοιαζαν με καμιάς άλλης αρχόντισσας. Τα μακριά τους μαλλιά χόρευαν γεμάτα νάζι στο απαλό αεράκι. Κι άλλοι ιππότες με περίτεχνες ασπίδες στο χέρι και μετά από αυτούς ο απλός λαός παρέλασε από μπροστά μας. Ο τσαγκάρης, ο φούρναρης με τη γυναίκα και τα παιδιά του, ο σιδηρουργός.  Ο γελωτοποιός με το πράσινο κουστούμι του πέρασε γεμάτος τσαχπινιά και μας έκλεισε το μάτι.

Το σύνθημα δόθηκε και το πλήθος μπήκε στην αρένα, μαζί τους κι εμείς. Είχε φτάσει η ώρα για τον επίσημο αγώνα προς τιμή του βασιλιά: την κονταρομαχία.

Μπορεί να μην καταλαβαίναμε και πολλά γερμανικά, όμως, οι λέξεις έμοιαζαν περιττές μπροστά σε τέτοιο συγκλονιστικό θέαμα. Ξύλινα κοντάρια που γίνονταν κομμάτια σαν άγγιζαν την ασημί πανοπλία και εκείνος ο υπόκωφος ήχος της συντριβής που έβγαζαν! Η  επιδοκιμασία του βασιλιά, οι κραυγές της βασίλισσας, οι όμορφοι και γενναίοι ιππότες. Δεν έβλεπα απλώς ένα παραμύθι ή ίσως ένα όνειρο. Ήμουν κι εγώ μέσα στο παραμύθι, μέσα στο όνειρο έστω και ως απλή θεατής!

Το αγώνισμα τελείωσε με τη δύση του ηλίου. Τρόπαια δόθηκαν στους νικητές και με τη φαντασία μου- γιατί τα γερμανικά μου δεν το επέτρεπαν- σκέφτηκα πως ένα από αυτά ίσως ήταν και οι πριγκίπισσες.

 Οι πέτρινοι δρόμοι γέμισαν ξανά ζωή. Φωνές και βροντερά γέλια έρχονταν από τα μαγαζιά με τα μακρόστενα ξύλινα τραπέζια, τους πέτρινους φούρνους και τα τεράστια βαρέλια με την μπίρα. Καθίσαμε σ’ ένα από αυτά και πήγα να παραγγείλω στη χοντρή μα γελαστή γυναίκα του μπαρ.

Επέστρεψα με πέντε πήλινα ποτήρια γεμάτα μαύρη μπύρα. Ήταν ίσως η καλύτερη που είχα πιεί ποτέ μου!

Νύχτωσε για τα καλά και η πραγματικότητα ζητούσε απεγνωσμένα να γυρίσουμε πίσω σ’ αυτήν…

Κάναμε έναν τελευταίο περίπατο μέχρι την πλατεία που είχε γεμίσει με πρόχειρους πάγκους και εμπόρους με την πραμάτεια τους. Λίγο πιο πέρα άνδρες και γυναίκες παραδομένοι στη μαγεία της μουσικής των οργανοπαιχτών είχαν στήσει ξέφρενο χορό.

Έριξα μια τελευταία ματιά πίσω μου και πέρασα ξανά την πύλη του χωριού, αντικρίζοντας τον εικοστό πρώτο αιώνα: ένα παρκινγκ γεμάτο με αμέτρητα αυτοκίνητα σε κάθε λογής χρώμα και σχήμα. Παρασυρμένη από το μεσαιωνικό μας ταξίδι κοίταξα τον ουρανό και αναστέναξα: «Γιατί να μην είναι άλογα!»