Youmag.gr
του Μάνου Κοντολέων * Εγώ καθόμουνα στη θέση που ήταν ακριβώς απέναντι από την πόρτα. Αυτός πιο μπρος, στις θέσεις που έχουν γυρισμένη την...

του Μάνου Κοντολέων *

Εγώ καθόμουνα στη θέση που ήταν ακριβώς απέναντι από την πόρτα. Αυτός πιο μπρος, στις θέσεις που έχουν γυρισμένη την πλάτη τους κατά το παράθυρο.

Άλλοι επιβάτες στο τραμ δεν υπήρχαν –προχωρημένη η ώρα, τελευταίο δρομολόγιο κι η απεργία των ταξί με έκανε να χρησιμοποιώ μέσο μαζικής μεταφοράς για να πάω να πάρω το ξεχασμένο στο πάρκινγκ αυτοκίνητό μου.

Με κάθε νέα σύνδεση ρεύματος ή φυσικού αερίου κερδίζετε 50€ δωροκάρτα Shell

Μπορούσα, λοιπόν, να τον παρατηρώ άνετα.

Φορούσε ένα γκριζοπράσινο, πλαστικό μπουφάν, από αυτά που είναι παραγεμισμένα με υαλοβάμβακα κι έχουν ένα σωρό άχρηστες τσέπες –στα μανίκια, στο στήθος, στους ώμους. Ο γιακάς ήταν μαύρος –μια απομίμηση αστρακάν.

Αγορασμένο, το πιθανότερο, από κάποιον πλανόδιο και παράνομο μικροπωλητή, έξω από λαϊκό σούπερ μάρκετ ή σε εστιατόριο –βενζινάδικο της εθνικής οδού. 

Μου θύμιζε τα μπουφάν που φορούσαν οι Γερμανοί αεροπόροι τον καιρό του δεύτερου μεγάλου πολέμου,… τότε στα μέσα του εικοστού αιώνα.

…Τα δάχτυλά μου χάιδεψαν το γυαλιστερό δέρμα από το οποίο ήταν φτιαγμένο το παλτό που φορούσα. Μαύρο, σε ίσια γραμμή, φόδρα από μετάξι και η ταμπελίτσα του επώνυμου κατασκευαστή, διακριτικά ραμμένη στην εσοχή της δεξιάς τσέπης. Διαλεγμένο από μπουτίκ του Βερολίνου.

Τα μαλλιά του ήταν φρεσκοκουρεμένα –ο σβέρκος καθαρός, σε σωστό μήκος οι φαβορίτες. Στα ισχνά μάγουλά του γένια τριών ημερών.

…Και εγώ κράτησα τα χέρια μου πάνω στο δερμάτινο παλτό, τα εμπόδισα να ψαχουλέψουν το από το πρωί ξυρισμένο πρόσωπό μου, να στρώσουν τις κάπως βγαλμένες από τη θέση τους, λόγω ανέμου, ελάχιστες τρίχες που είχαν –εδώ και χρόνια- απομείνει στο πάνω μέρος της κεφαλής μου.

Αυτός θα πρέπει, πάνω κάτω, να πλησίαζε τα είκοσι οχτώ, ίσως και λίγο πιο μικρός να ήταν.

… Μόλις πριν από μια εβδομάδα είχα ζητήσει από την πωλήτρια του ζαχαροπλαστείου, μαζί με την τούρτα να μου δώσει και δυο κεριά –αυτά που είναι αριθμοί. «Το ένα και το έξι» ζήτησα έτσι με αυτή τη σειρά, έχοντας την ελπίδα πως η κοπέλα θα φανταζότανε πως η τούρτα προοριζότανε για τα γενέθλια δεκαεξάχρονου. 

Με κάθε burger, δώρο αναψυκτικό 330ml!

Το παντελόνι του ήταν φυσικά τζιν. Κολλητό γύρω από τα σκληρά, ολοστρόγγυλα μπούτια του, συνέχιζε το ίδιο στενό μέχρι κάτω στα παπούτσια.

Αυτά φτιαγμένα από απομίμηση καφέ δέρματος, θύμιζαν αθλητικά, ήταν –ομολογώ- καθαρά, αλλά άτσαλα πολυφορεμένα. Τα βρίσκει κανείς –και τα περπατά- συνήθως στους δρόμους μεταξύ Ομόνοιας και Μεταξουργείου.

… Και με ξαναέπιασε η νοσταλγία για την εποχή που είχα στη ντουλάπα τρία τζιν παντελόνια –δυο μπλε κι ένα μαύρο- και στις Κυριακάτικες εκδρομές μου τα συνδύαζα με ανοιχτόχρωμα αθλητικά της Nike. Τώρα τα παντελόνια μου σχεδόν όλα μαύρα –μαύρο κι αυτό που φορούσα- και πάντα ολόμαλλα –ή έστω κοτλέ- και τα παπούτσια μου πια μόνο δετά σκαρπίνια. Τις Κυριακές δεν πάω πια εκδρομές. Ψάρια στις παραλίες της Νέας Μάκρης ή γαλλικές συνταγές στα στέκια των φίλων της Εκάλης.

Τίποτε το παράξενο, λοιπόν, στο ντύσιμό του. 

… Μήτε, ασφαλώς και στο δικό μου.

Όμως, ήταν το ύφος του που μου τράβηξε την προσοχή, η όλη στάση του.

Καθόταν σταυροπόδι, τ΄ αριστερό πόδι πάνω στο δεξί. Η μια του παλάμη –η δεξιά- είχε χουφτιάσει τον αριστερό αστράγαλο και η άλλη προσπαθούσε –μάταια- να χωθεί στο στενό άνοιγμα της τσέπης του παντελονιού του.

… Καθόμουνα με τον κορμό στητό. Και τα πόδια σε ορθή γωνία, ελαφρώς, ελάχιστα ανοιχτά.

Τα μάτια του τα είχε μισόκλειστα, κοιτούσαν προς το απέναντί του παράθυρο… Στην παραλιακή λεωφόρο που ξανοιγότανε δίπλα στις ράγες.

Τα χείλια τραβηγμένα σε ετοιμασία φτυσίματος που δεν ολοκληρώθηκε.

Το κεφάλι γερμένο λίγο προς τα αριστερά. Η πλάτη του σχημάτιζε μια ελαφριά καμπούρα, προδίδοντας επάγγελμα χειρωνακτικό και βαρύ –μπετατζής, αχθοφόρος, κάτι τέτοιο… Ήμουν αρκετά μακριά για να ξεχωρίσω τα δάχτυλά του.

… Πάντως δεν θα πρέπει να μοιάζουνε με τα δικά μου. 

Ολάκερος –θα ‘λεγα- κραύγαζε, βροντοφώναζε πως ήταν ένα αρσενικό της πιάτσας.

… Μια άλλη πιάτσα εκπροσωπούσα εγώ. Το ήξερα. Απλώς και άξαφνα, αναρωτήθηκα αν η δικιά μου πιάτσα χαρακτηρίζετε από το φύλο της. Ενοχλητική ερώτηση. 

Ναι, δεν υπήρχε κίνηση ή στάση του κορμιού του που να μην ανήκε σ΄ ένα συγκεκριμένο, προδιαγεγραμμένο, προσεχτικά σχεδιασμένο πλάνο, σ΄ ένα πρότυπο ύφους που χρόνια, πολλά χρόνια –σαν παιδί και σαν έφηβος- διδάχτηκε, μελέτησε, θαύμασε και τώρα πια το εφάρμοζε, το εκτελούσε σαν ένα καλοκουρδισμένο, γεροφτιαγμένο εξάρτημα μιας πολυσύνθετης μηχανής που την αιτία της ύπαρξής της –ασφαλώς- και αγνοούσε.

… Εγώ, βέβαια, τον λόγο της ύπαρξής της τον ήξερα. Αφού ανήκα στην ομάδα εκείνων που συντηρούσαν αυτές τις υπάρξεις… Ζούμε από αυτές –να μην τα λέμε όλα τώρα…

Κάποια στιγμή ένιωσε πως τον παρακολουθώ. Γύρισε το βλέμμα, οι ματιές μας συναντήθηκαν.

Βιάστηκα να στρέψω τη δική μου στη διαφήμιση που διακοσμούσε την καμπίνα… Δεν ήταν, όμως, διαφήμιση –παρατήρησα. Μα στίχος ποιήματος – Αυτή η μέρα πέρασε χωρίς καμιάν απόχρωση. Ενοχλητικός στίχος, αλλά παρέμεινα να τον κοιτώ δίχως να διαβάζω πια, μήτε το όνομα του ποιητή δεν συγκράτησα… Αλλά δεν είχα διάθεση να παρεξηγηθούν οι προθέσεις μου από τον νεαρό –τι λόγος!

Απέφυγα, λοιπόν, να τον ξανακοιτάξω –άλλωστε το τραμ πλησίαζε πια στο τέρμα. Ήταν, είπαμε, ώρα περασμένη, δίχως κίνηση στις διασταυρώσεις.

Μια στάση –ναι, στην τελευταία- πριν από το τέρμα, σηκώθηκε. Προχώρησε με ανοιχτά και ασταθή βήματα –το τραμ είχε αναπτύξει ταχύτητα- μέχρι την πόρτα που απέναντί της καθόμουνα. Με το ένα χέρι κρατούσε τη χειρολαβή, με το άλλο χτύπησε το κουδούνι. Έπειτα έπιασε το παντελόνι του και το τράβηξε προς τα πάνω. Ρούφηξε προς τα μέσα το στομάχι, κούνησε συνάμα τη λεκάνη, τίναξε το δεξί του πόδι, ανασηκώθηκε στο αριστερό –ήταν ολοφάνερη η προσπάθεια να τακτοποιήσει τα γεννητικά του όργανα που από τη μια το στενό τζιν κι από την άλλη το άβολο κάθισμα, τα είχαν ξεβολέψει.

… Τον παρατηρούσα –για τελευταία φορά τον έβλεπα- και μου ήρθε στο νου η εικόνα ενός ταύρου πριν την ταυρομαχία ή ενός πετεινού πριν από την κοκορομαχία. Και ζήλεψα…

Αλλά αυτός γύρισε το κεφάλι, με κοίταξε ξανά και πριν προλάβω εγώ να στρίψω το βλέμμα, μου τούρλωσε τον κώλο του –το τζιν παντελόνι τεντώθηκε επικίνδυνα– και «Έλα, γάμα – α!» , με προσκάλεσε με μια βραχνή φωνή, ακαλλιέργητη επιθετική, κι ήταν αυτό το αναίτιο δεύτερο «α» της λέξης που ακούστηκε παράταιρα και επιθετικά –σαν ένα φαγκότο μέσα σε μια συναυλία εγχόρδων.

Ο Μάνος Κοντολέων είναι πεζογράφος. Γράφει μυθιστορήματα, διηγήματα, παραμύθια, θέατρο και κριτικά σημειώματα. Τα πιο πρόσφατα βιβλία του είναι το νέο του μυθιστόρημα για νέους “Δε με λένε Ρεγγίνα… Άλεχ με λένε”, που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πατάκη και η συλλογή διηγημάτων “Ερωτικές Ιστορίες μιας Παιδικής Ηλικίας” που επανακυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Δήγμα.