Youmag.gr
της Ειρήνης Δερμιτζάκη * Μιλάω πολύ. Μιλάω συνέχεια. Μιλάω χωρίς σταματημό. Δε βάζω γλώσσα μέσα μου. Δε το βουλώνω. Μιλάω ακόμα και στον ύπνο...

της Ειρήνης Δερμιτζάκη *

Μιλάω πολύ. Μιλάω συνέχεια. Μιλάω χωρίς σταματημό. Δε βάζω γλώσσα μέσα μου. Δε το βουλώνω. Μιλάω ακόμα και στον ύπνο μου. Κάθε βράδυ, καθ’όλη τη διάρκεια του ύπνου. Παθαίνει κάποια εμπλοκή ο εγκέφαλος μου την ώρα που κοιμάμαι και μιλάω ταχύτατα, μόνο που αναστρέφω τις συλλαβές των λέξεων. Δηλαδή τις λέω από το τέλος προς την αρχή λέω π.χ το παγωτό τογωπα.

Αλήθεια, σας λέω! Είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο. Λέγεται “Ανάστροφη Υπνομιλία” η πάθηση μου και με αναγκάζει να μιλάω ασταμάτητα σχηματίζοντας άπειρες προτάσεις λέγοντας κάθε λέξη από το τέλος προς στην αρχή! Το πρόβλημα διαγνώστηκε γύρω στα τέσσερα μου χρόνια. Αλλά η μάνα μου από την βρεφική μου ηλικία κατάλαβε πως κάτι δεν πάει καλά με εμένα. Στεκότανε πάνω από το κεφάλι μου την ώρα που κοιμόμουνα και με παρακολουθούσε ώρες και ώρες να συλλαβίζω “γκουά” και “γκουά” ξανά και ξανά! Ήταν η πρώτη λέξη που σχημάτισα… το “αγκού” ανάποδα και το επαναλάμβανα εμμονικά. 

Όλα κυλούσαν ας πούμε κανονικά ώσπου άρχισα να μαθαίνω τις πρώτες μου λέξεις: “μαμά”, “μπαμπά” και όλα τα παρελκόμενα.

Θέλεις να μειώσεις τον λογαριασμό του ρεύματός σου; Είναι απλό!

Με το που κατακτούσα την πρώτη λέξη εκείνη μεταμορφωνόταν σαν σφαίρα και ο ουρανίσκος μου σαν κάνη όπλου, τι όπλου; Πολυβόλου ήθελα να πω! Την επαναλάμβανα ξανά και ξανά, με την ίδια ακριβώς έκφραση και σταματούσα μόνο αν έπρεπε να πιω νερό ή όταν κοιμόμουν που πια την έλεγα από την ανάποδη. Τα ίδια έκανα με τη λέξη “παπά”, τα παπούτσια δηλαδή και με το “μαμ”, δηλαδή το φαγητό.

Εκεί στην τέταρτη λέξη οι γονείς μου άρχισαν να ανησυχούν πραγματικά για την κατάσταση μου και τη δική τους δηλαδή, γιατί εδώ που τα λέμε τους είχα διαλύσει το νευρικό σύστημα. Για λίγο διάστημα σταμάτησαν να με μαθαίνουν νέες λέξεις και μόνο όταν συνειδητοποίησαν ότι εγώ δεν πρόκειται να σταματήσω να επαναλαμβάνω τις τέσσερις που είχα ήδη μάθει συνέχισαν να με μαθαίνουν νέες.

“Μάθε του κι άλλες. Μου ‘χει πάρει τα αυτιά το σκασμένο, τα ίδια και τα ίδια συνέχεια!” Ο μπαμπάς.

“Μανώώώλη ντροπή!” Η μαμά.

“Μα δεν τα αντέχω Μαρίνα μου. Έτσι κι ο πατέρας μου με τι σχιζοφρένεια. Ταταταττατ Παπαππααπ. Αυτός όμως κάποτε σταμάταγε και κούναγε νευρικά το κεφάλι του. Αυτό το διαολεμένο δεν βάζει γλώσσα μέσα του!” Ο μπαμπάς.

“Μανώώώλη!” Η μαμά!

“Μαμ. Μαμ. Μαμ. Μαμ. Μαμ. Μαμ. Μαμ.” Εγώ.

“Μαμάκια και μαμούνια! Μου έχεις πάρει τα αυτιά σκασμένο!” Η μαμά. 

Γύρω στα τρία μου χρόνια που είχα πια αρκετά ευρύ λεξιλόγιο ώστε να μη σταματάω νυχθημερόν να μιλάω είτε κανονικά είτε ανάποδα, οι γονείς αναγκάστηκαν να μετακομίσουν σε μονοκατοικία στην Παιανία γιατί μας έκαναν έξωση από την πολυκατοικία λόγω της φασαρίας. Κάποιες φορές σαν παιδί κι εγώ έχανα τον έλεγχο ή μάλλον δεν κατανοούσα πως να κοντρολάρω την ένταση της φωνής μου και σε συνδυασμό με την πολυλογία μου, μαζεύτηκαν υπογραφές και μας διώξανε κακήν κακώς.

Στο νέο σπίτι οι γονείς μου κάλυψαν τους τοίχους του δωματίου μου με αυγοθήκες για να το ηχομονώσουν. Πέρα από την ηχομόνωση, έπαιζε συνέχεια η τηλεόραση και το ραδιόφωνο εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο σαν μοναδική μέθοδος επικάλυψης αυτής της παιδικής και τσιριχτής φωνούλας που δε σταμάταγε ποτέ να παράγει ήχο. 

“Σπουδαία εφεύρεση η ηχομόνωση.” Η μαμά.

“Ευτυχώς που έπιασαν τόπο γιατί η επόμενη εφεύρεση που είχα στο μυαλό μου ήταν το Ορφανοτροφείο.” Ο ευρηματικός μπαμπάς. 

Όταν πια άρχισα να μιλάω κανονικά. Δεν ήμουν τόσο ενοχλητική. Είχα αρχίσει απλά να καταλαβαίνω ότι πρέπει να σταματήσω να μιλάω όταν όλοι αυτοί οι πιο ψηλοί και μεγάλοι από μένα στεκόντουσαν απειλητικά από πάνω μου και μου φώναζαν να σταματήσω κουνώντας επιδεικτικά το δάκτυλο τους.

Με κάθε burger, δώρο αναψυκτικό 330ml!

“Τι τέρατα που είναι αυτοί οι μεγάλοι! Όλο φωνές και απαίσιες γκριμάτσες! Τι κακό έκανα δηλαδή; Μια κουβέντα είπα!” Μια; Που λέει ο λόγος δηλαδή… 

Την νηπιακή μου ηλικία σημάδεψαν πολλά γεγονότα! Ενδεικτικά αναφέρω:

Α) Η θεία Πηνελόπη με έδειρε μέχρι λιποθυμίας για να σταματήσω να μιλάω! Λιποθυμίας δικιάς της, από συμφόρηση, διότι εγώ δεν σταμάτησα φυσικά να μιλάω κατά τη διάρκεια του ξυλοδαρμού! 

Β) Η δασκάλα του νηπιαγωγείου κάλεσε τους γονείς μου και τους ζήτησε ευγενικά να βρουν μια νηπιαγωγό να με αναλάβει στο σπίτι διότι δεν την άφηνα να κάνει καμιά δραστηριότητα και φυσικά δεν άφηνα κανένα άλλο νήπιο να μιλήσει! Μετά από τρεις φοιτήτριες που ερχόντουσαν στο σπίτι να με απασχολούν και φεύγανε μέσα στην πρώτη εβδομάδα, οι γονείς μου σταμάτησαν να προσλαμβάνουν κόσμο και με άφησαν στο έλεος του Θεού προσδοκώντας ένα θαύμα που θα με κάνει να το βουλώσω! Φευ!

Γ) Ένα απόγευμα που είχαμε πάει επίσκεψη στους νονούς μου, τα δίδυμα του Νονού μου, περίπου ίδια ηλικία με εμένα, και ένα γειτονάκι με έδειραν όλα μαζί για να σταματήσω να μιλάω. Δεν σταμάτησα φυσικά γι’ αυτό και με κλείδωσαν σε ένα αποθηκάκι κάτω από τη σκάλα του σπιτιού τους, μέχρι που με ανακάλυψε η μαμά λίγο πριν φύγουμε για το σπίτι.

Αυτά και άλλα πολλά με οδήγησαν στην απομόνωση μιας και μου έδειξαν το σκληρό πρόσωπο των ανθρώπων, μικρών και μεγάλων!

Απομονώθηκα από την ανθρωπότητα, δεν μιλούσα σε κανέναν, ούτε φίλο ούτε συγγενή, παρά μόνο στον εαυτό μου! Τι να τον κάνεις έναν τέτοιο κόσμο, όταν δεν μπορείς να πεις μια κουβέντα βρε αδερφέ; Τα έλεγα και εγώ σε μένα και ξεθύμανα. Το πρωί από την καλή και το βράδυ από την ανάποδη, γιατί αυτό το συνήθειο ποτέ δεν το σταμάτησα! 

Μεγαλώνοντας στο δημοτικό, οι δασκάλοι έπαψαν να με εξετάζουν προφορικά, όλες τις απαντήσεις τις έδινα γραπτά. Ακόμα και τις ερωτήσεις στην ιστορία για παράδειγμα, ενώ όλα τα παιδιά τις έλεγαν προφορικά, εμένα η δασκάλα με ανάγκαζε να τις γράφω στον πίνακα. Εκεί κάποια στιγμή το χέρι μου θα πιανόταν από το γράψιμο, η γλώσσα μου όμως, ποτέ δεν κουραζόταν! 

Η μοναξιά μου μεγάλωνε μέρα με τη μέρα

Ένιωθα σαν ένα μυρμήγκι που κουβαλάει ένα τεράστιο ψίχουλο και προσπαθεί να βρει κάπου να το αποθηκεύσει. Ένα ψίχουλο πέντε φορές πιο μεγάλο από το σώμα του. Έτσι ήμουν κι εγώ, μα αντί για ψίχουλο κουβαλούσα την μοναξιά μου. Πέντε φορές πιο μεγάλη από μένα, την κουβαλούσα κι εγώ από δω κι από εκεί σαν πανικόβλητο μυρμήγκι! Καμιά φορά έλεγα, ας κάνω μια προσπάθεια. Ας μιλήσω σε κάποιον! Για λίγο! Μια δυο λέξεις!

Ε, με το που άνοιγμα το στόμα μου δεν υπήρχε όριο. Άρχιζε η καταιγίδα της φλυαρίας μου. Ήταν σαν μια βρύση που την άνοιγες να πιεις λίγο νερό κι αυτή ήταν χαλασμένη με αποτέλεσμα να εκτοξεύει απίθανα ορμητικά νερό! Έτσι ήταν κι η γλώσσα μου, σχημάτιζε λέξεις με ορμητική ταχύτητα! όλοι είχαν φίλους, όλοι ήταν αγαπητοί για κάποιο λόγο, όλα τα παιδάκια συμπαθητικά, εγώ είχα την γλώσσα μου! Αυτή κατέστρεφε τα πάντα. Αυτή, ήταν εμπόδιο σε κάθε μου νέα προσπάθεια να είμαι κι εγώ σαν όλους τους άλλους, ένα κανονικό παιδί!

Πάντα παρούσα, ταχύτατη και ακούραστη κατέστρεφε τα πάντα γύρω μου, τα βομβάρδιζε με λέξεις και τα γκρέμιζε! Μια στιγμή ήταν αρκετή, μια στιγμή που θα αφηνόμουν και θα άνοιγα το στόμα μου να αρθρώσω την πρώτη λέξη! Η πρώτη έφερνε μαζί της χιλιάδες άλλες, σαν επιδρομή από ακρίδες, χιλιάδες ακρίδες ήταν οι λέξεις που απλωνόντουσαν και σκοτείνιαζαν τον ουρανό! 

Παιδοψυχολόγοι, ψυχολόγοι σκέτο και λογοθεραπευτές!

Βελονισμοί, υπνοθεραπείες και άλλα πολλά στάθηκαν ανίκανα να με κάνουν να το μανταλώσω, να το βουλώσω, να σκάσω, να το ράψω, να μη βγάζω άχνα, κιχ… Εκείνη εκεί, παρέμενε στην φωλιά της, σαν δηλητηριώδες φίδι πάντα σε ετοιμότητα να ανοίξει το στόμα και να βγει! Να βγει και να σκορπίσει παντού το δηλητήριο της! Τον ήχο!

Ήταν Χριστούγεννα όταν πήγαμε στην εκκλησία. Ήμουν έκτη δημοτικού κι ότι κι είχαμε μάθει το “Πάτερ ημών!” Με το που άρχισε να το λέει ο παπάς την ώρα της λειτουργίας, άρχισα κι εγώ και δεν σταμάτησα να μιλάω παρά μόνο όταν είχαμε πια φτάσει σπίτι και ο πατέρας μου με έδειρε με τη ζώνη του. Ακόμα θυμάμαι την έξοδο από την εκκλησία, τα βλέμματα των πιστών που με κοιτούσαν έντονα και ψιθύριζαν ο ένας με τον άλλο! Ακόμα θυμάμαι την αλλόφρονα κατάσταση του μπαμπά και τα κλάματα της μαμάς.

Τι μαύρα Χριστούγεννα! Πολλά άσχημα πράγματα έγιναν εκείνες τις γιορτές!

Α) Η ξαδέρφη μου η Ελενίτσα έκοψε τα μαλλάκια της, σχεδόν σύριζα, την παραμονή Χριστουγέννων που είχαν πάει στη γιαγιά μας να πουν τα κάλαντα! Πήρε από τη ραπτομηχανή της γιαγιάς το ψαλίδι και δεν άφησε τρίχα! Μέχρι και το ένα της φρύδι ψαλίδισε! Η κακομοίρα η ξαδέρφη μου έφαγε διπλό ξύλο και από το μπαμπά της και από τη γιαγιά που πάντα νευρίαζε άμα πείραζες τα πράγματα της! 

Β) Ο Κωστής ο συμμαθητής μου, παραμονή Πρωτοχρονιάς κατέστρεψε με ένα παρόμοιο ψαλίδι, το καλό φόρεμα της μαμάς του! Ολοκαίνουριο ήτανε! Έφαγε το ξύλο της χρονιάς του κι αυτός, και ο Άι Βασίλης ξέχασε να περάσει από την καμινάδα τους εκείνη την χρονιά!

Γ) Εγώ, την πρωτοχρονιά, πήγα με τους γονείς μου για φαγητό στου Θείου Παντελή. Επειδή η μαμά έσπασε το τακούνι της, κατεβήκαμε μαζί κάτω από το διαμέρισμα του θείου που ήταν το τσαγκαράδικο του! Όσο ο θείος με τη μαμά προσπαθούσαν να κολλήσουν το τακούνι της μαμάς, εγώ βρήκα ένα μεγάλο ψαλίδι που ο θείος είχε για να κόβει τα δέρματα! Το έπιασα και με τα δυο μου χέρια γιατί ήταν πολύ μεγάλο και βαρύ.

Σκέφτηκα την Ελενίτσα και τα μαλλάκια της τα κατάξανθα που πήγαν χαμένα! Δε βαριέσαι θα ξαναφυτρώσουν! Τι ανάγκη έχει αυτή; Έχει τόσους φίλους και καραφλή να ήτανε όλοι θα την κάνανε παρέα! Σκέφτηκα και τον Κωστάκη που δεν πήρε δώρο φέτος. Θα ‘ταν καλό να του δώσω λίγο από τους μποναμάδες μου να πάρει κανένα playmobil!

Ίσως έτσι με συμπαθήσει και με παίζει στα διαλείμματα! Ξανακοίταξα το ψαλίδι του θείου Παντελή. Ήταν θεόρατο! Λες να θυμώσει η μαμά; Ο μπαμπάς; Μάλλον που θα ανακουφιστούν, και θα ‘ναι οι πιο ωραίες γιορτές που περάσαμε ποτέ!

Άνοιξα τα χέρια, και τα έκλεισα με φόρα! Φωνή δεν ακούστηκε, μόνο ένα τσακ! Τι χαζή που είμαι! Έπρεπε να πω κάτι πριν την κόψω! Κάτι τελευταίο! Κάτι αποχαιρετιστήριο! Μια λεξούλα έστω και μονοσύλλαβη! Τώρα; Τίποτα! 

Έτσι ζήσανε αυτοί καλά και ήσυχα, κι εγώ από τότε έκοψα την κακή μου συνήθεια! Την έκοψα κυριολεκτικά!

Η Ειρήνη Δερμιτζάκη γεννήθηκε το 1982 στη Σητεία. Σπούδασε Βιομηχανικό Σχέδιο και θέατρο στην Ελλάδα, και κινηματογράφο στο Λονδίνο. Γράφει σε διάφορα μπλογκς, έχει επίσης γράψει διάφορα κείμενα για το ραδιόφωνο, για comics, θεατρικά κείμενα και σενάρια για ταινίες μικρού μήκους. Τα τελευταία δυο χρόνια ζει και εργάζεται στο Λονδίνο.