Youmag.gr

Διήγημα: ΝΕΚΥΙΑ

Stories 8 Απριλίου, 2020 admin

της Δώρας Κασκάλη * «Εσύ εδώ εγώ εκεί» αυτό μου λέει με το βλέμμα του. Μπορεί να το λέει και με το στόμα του,...

της Δώρας Κασκάλη *

«Εσύ εδώ εγώ εκεί» αυτό μου λέει με το βλέμμα του. Μπορεί να το λέει και με το στόμα του, αλλά εγώ επικεντρώνομαι σ’ αυτό το αυστηρό βλέμμα που με βάζει στη θέση μου. Είτε του τείνω το χέρι μου είτε πάω να παραβιάσω το φράγμα του ζωτικού του χώρου και να αρπάξω επιτακτικά από το κλαράκι που μισογεμίζει το μανίκι της ζακέτας, «Εσύ εδώ εγώ εκεί» μου κανοναρχούν τα φεγγαρίσια μάτια του. Έτσι περπατάμε στην απογευματινή μας βόλτα. Εγώ υποταγμένη εκείνο παντοδύναμο.

Όταν γυρίζω από τη δουλειά, ενίοτε μπαίνω στον πειρασμό και του φέρνω παιχνίδια με φαντασμαγορικά και απαστράπτοντα περιτυλίγματα. Ούτε αυτά τα ακουμπάει. Τα στοιβάζουμε σε μια γωνιά του δωματίου του και συνεχίζουμε το παιχνίδι της απόστασης, της μη αφής, από κει που το αφήσαμε το προηγούμενο βράδυ.

Με κάθε νέα σύνδεση ρεύματος ή φυσικού αερίου κερδίζετε 50€ δωροκάρτα Shell

Τα παιχνίδια, τα δώρα αποτελούν μια ενοχλητική παρένθεση που κάνει ακόμη πιο άβολη τη σιωπή μας. Όταν κοιμάται αργά το βράδυ, εξετάζω προσεκτικά τον σωρό.

Μπορεί και να λαθεύω, αλλά τώρα τελευταία σα να είδα μικρές χαραγματιές –αριστοτεχνικά όμως κρυμμένες- πάνω στη γυαλιστερή πανδαισία του αμπαλάζ. Ίσως από μια άκακη ηδονοβλεπτική διάθεση να θέλει να μάθει τα μυστικά που κρύβουν τα παρδαλά χαρτιά. Είναι λογικό να είναι περίεργο. Η φύση του θα υπερισχύει της επιθυμίας του να διατηρήσει αυτή την άκαρδη απόσταση.

«Δεν μ’ έχει συνηθίσει, δεν με ξέρει» επαναλαμβάνω στον εαυτό μου. Δεν πάει καιρός που το έφερε στο κατώφλι μου, αξημέρωτα η μάνα του. Με τα βλέφαρα βουτηγμένα στον ύπνο άνοιξα την πόρτα. Εκείνη δεν την αναγνώρισα αμέσως. Μου θύμιζε κάποια που ήξερα πριν από χρόνια, ίσως μια καρδιακή φίλη ή καμιά συνάδελφο σε μια απ’ τις πολλές δουλειές που έκανα στη διάρκεια αυτού του άχαρου βίου.

Από αμηχανία, για να κρύψω αυτή τη μόνιμη αδυναμία μου να θυμάμαι πρόσωπα και ονόματα, τους έμπασα μέσα και τους έβαλα να καθίσουν στο καλό σαλόνι.

Αστοχία από μέρους μου να μην ζυγίσω τον ξεπεσμένο μεγαλοαστικό αέρα που απέπνεαν τα καρυδένια έπιπλα και τα βλοσυρά οικογενειακά πορτρέτα από τη μια και τα οστεωμένα πρόσωπά τους από την άλλη που φώναζαν την πείνα και την απόγνωση. Ίσως από κείνη την πρώτη ατυχή επαφή να γεννήθηκε η ανάγκη της συστηματικά καλλιεργούμενης αποξένωσης που έχει υιοθετήσει όλο αυτό το διάστημα.

Με κάθε burger, δώρο αναψυκτικό 330ml!

Δεν φαίνεται να τα έχει με τη μάνα του. Με μένα τα έχει που του άνοιξα το σπίτι μου. Λες και με τιμωρεί για την καλοσύνη, για την ανυστερόβουλη επιθυμία μου να του δώσω ένα καταφύγιο τις πιο δύσκολες ώρες του. Δεν μπορώ να εξηγήσω ακόμη και σήμερα με ποιο σκεπτικό δέχτηκα ένα ξένο παιδί. Ήρθε μια γυναίκα που ίσως και να γνώριζα παλιά, μου ζήτησε –έτσι απλά, χωρίς μελοδραματικές εξάρσεις- να επιτρέψω στο παιδί της «να ζήσει σ’ αυτό το μέρος της γης» κι ύστερα μου γύρισε την πλάτη της κι έφυγε. 

Δεν είμαι άνθρωπος ατομιστής και αδιάφορος. Πάντα συνεισέφερα σε καλούς σκοπούς, κάμποσες φορές έστειλα οικονομική ενίσχυση σε ιδρύματα και ορφανοτροφεία.

Είμαι μόνη, έχω να θρέψω ένα μεσήλικο κορμί που έχει ελάχιστη πλέον χρεία από φαγητό και καλοπέραση, κι η δυστυχία έξω περισσεύει. Μάλλον θα το θεώρησα φυσικό, ως μια εξέλιξη της φιλανθρωπικής δράσης μου να δώσω στο παιδί μια προσωρινή –υποθέτω- κατοικία. 

«Εγώ εδώ εσύ εκεί». Ίσως να φταίει που έχουμε μια διαφορά μισού σχεδόν αιώνα. Μπορεί να σιχαίνεται το χαλαρό δέρμα στο πρόσωπο που ρυτιδιάζει, γεμίζει ζάρες και μπακλαβαδωτές τσαλάκες όταν γελάει, όταν σκέφτεται, όταν συνοφρυώνεται. Η μάνα του πρέπει να είναι κοντά στα τριάντα, νέα ακόμη με παγιδευμένη τη δροσιά στις παρειές και στη φούντα του εφηβαίου. Πώς τολμώ και του ζητώ να πιάσει το σχεδόν γεροντικό μου χέρι;

Τα τελευταία βράδια πρέπει να ξυπνάει και να ψάχνει κρυφά τα συρτάρια μου. Παρατοποθετεί φωτογραφίες που έχω φυλαγμένες με μια εμμονική επιμέλεια, ξεφυλλίζει ημερολόγια που έχω ξεχάσει την ύπαρξή τους και διαβάζει την παμπάλαια αλληλογραφία μου –κάτι άνοστα ερωτικά γράμματα που σήμερα θα μου προκαλούσαν γέλιο, αν όχι αηδία με τον αβάσταχτο συναισθηματισμό τους. Δεν θέλω να του θυμώσω. Μπορεί να είναι σημάδι προσπάθειας για τη δημιουργία μιας κάποιας υποτυπώδους εγγύτητας. Αλλά γιατί τέτοια προσήλωση στο παρελθόν; 

Όταν βγαίνουμε έξω από το σπίτι φοβάμαι ότι θα το σκάσει, ότι θα χαθεί ανάμεσα στον κόσμο κι εγώ δεν θα μπορώ να το αναγνωρίσω. Τα χαρακτηριστικά του μου διαφεύγουν μόνιμα, εξόν από τα μεγάλα μάτια του που επιμένουν να ορίζουν αυτό το σκληρό λεκτικό συρματόπλεγμα: «Εγώ εδώ εσύ εκεί».

Χθες μια τσιγγάνα μου ζήτησε τη χρυσή λίρα που κρέμεται στο λαιμό μου –δώρο των γονιών μου για έναν προαναγγελθέντα γάμο που δεν έγινε ποτέ-, μου ζήτησε ως αντάλλαγμα αυτή την πολύτιμη λίρα για να μου πει για το χλωμό παιδί που ορίζει τις μέρες μου. Ήθελε, λέει, να τη δώσει στο ναύτη –αυτόν τον χοντρόπετσο σκύλο που δεν σηκώνει πολλά πολλά- για να την περάσει απέναντι. Εκεί, στο βασίλειο της σιωπής, θα έβρισκε όλες τις απαντήσεις. Αν πάλι η λίρα μού ήταν ακριβή, ζήτησε ένα ποτήρι κρασί, κόκκινο αίμα. Σκιάχτηκα κι έφυγα τρέχοντας. Για να κατευνάσω το γερακίσιο μάτι της, της πέταξα ένα χαρτονόμισμα –νομίζω πενηντάρικο- και στο σπίτι έκαψα λιβάνι και θυμιάτισα. 

Σήμερα ξύπνησα στο μοναχικό κρεβάτι μου, καταπονημένη, καταπτοημένη. «Εγώ εδώ εσύ εκεί» σφυροκοπάει το μυαλό μου αυτή η αινιγματική ματιά. Βλέπω τα χαλαρά κρέατα στα ποδάρια μου και μια λεπτή ροζ γραμμή ανάμεσα στα μπούτια μου να λεκιάζει το χιονάτο –μπούζι το έλεγε η συγχωρεμένη η μάνα μου- σεντόνι μου. Γρήγορα η γραμμή γίνεται πορφυρό ποτάμι που σέρνει μικρά οστά, μαλακά χεράκια, δυο σφαλιστά μάτια. Και μετά φωνές και μετά μια σειρήνα και μετά ο οδυρμός της μάνας μου για το προξενιό που θα χάλαγε, για τον γαμπρό που έκανε κόνξες και τώρα θα έβρισκε ευκαιρία να λυθεί από τα δεσμά της υποχρέωσης.

Σήμερα τελικά ξύπνησα στο μοναχικό κρεβάτι μου, αυτό το παλιό διπλό, αγέραστο κρεβάτι των γονιών μου, πήγα στο παιδικό κι άνοιξα τις κουρτίνες, φόρτωσα τα πακέτα στο αμάξι και πήγα και τα άφησα στο ορφανοτροφείο, δυο δρόμους παρακάτω από το σπίτι μου, που είναι γεμάτο με παιδιά που θα μου κρατήσουν, έστω και για λίγο, με ευγνωμοσύνη αυτά τα δυο γερασμένα χέρια.

Η Δώρα Κασκάλη ζει και εργάζεται στην Θεσσαλονίκη. Το 2010 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων της Στο τρένο από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης (υποψήφιο στη βραχεία λίστα των βραβείων του Διαβάζω στην κατηγορία του πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα). Το Νοέμβριο του 2011 κυκλοφόρησε από τις ίδιες εκδόσεις το μυθιστόρημά της Κάτω