του Μανώλη Μωραΐτη *
Το πλοίο στον ορίζοντα αντίκρυ ο μεγάλος φάρος κοντοζύγωνε μέρα με την μέρα. Ο γέρο Κώστας απορούσε συχνά, πώς δεν είχε πέσει στην αντίληψη κάποιου συγχωριανού του ακόμα. Αν και πολύ μακριά, φάνταζε για μια μεγάλη κατασκευή και όχι για κάποιο γνωστό ψαροκάικο του χωριού. Ήταν πολύ νωρίς για να διακρίνει οποιανδήποτε δομή πάνω του, αλλά ήταν εκεί. Κάθε μέρα. Ότι μέρα. Και πλησίαζε. Το κύμα, ο άνεμος, η μηχανή, οτιδήποτε τέλος πάντων κινούσε το αναθεματισμένο πράμα υπολειτουργούσε.
Την πρώτη μέρα που το είδε, ξεχώρισε μια θολή τελεία εκεί που η θάλασσα του Λιβυκού πελάγους παντρευόταν με τον ουρανό. Έπειτα η τελεία έγινε μια θολή μπάλα και μετά από μερικές μέρες ακόμα η μπάλα μεταμορφώθηκε στην θολή σιλουέτα κάποιου καραβιού. Κανείς όμως δεν πίστευε τον γέρο Κώστα. Όπως επίσης κανείς δεν τον έπαιρνε σοβαρά.
Με κάθε νέα σύνδεση ρεύματος ή φυσικού αερίου κερδίζετε 50€ δωροκάρτα Shell
Το χωριό πήρε το όνομα του από τον φάρο που δέσποζε αγέρωχος στην άκρη του.
Ριζωμένος σε ένα καραφλό λόφο που μόνο πέτρες και αιχμηρά βράχια ψαμμίτη φύτρωναν, ορθωνόταν και ατένιζε προς τα νότια το μεθυστικό και αρχαίο φόρεμα της θάλασσας και στα βόρεια απέραντες εκτάσεις από ελαιόδεντρα. Αυτός ήταν ο μόνος λόγος για να σταματήσει κάποιος τουρίστας, εκτός από το να ξαποστάσει πίνοντας ένα ποτήρι κρασί στην μοναδική ταβέρνα δίπλα στον αφρό της θάλασσας, και έπειτα να συνεχίσει για κάποιο πιο κοσμοπολίτικο μέρος της νότιας Κρήτης.
Αρκετοί ήταν αυτοί που σταματούσαν αλλά φρόντιζαν και έφευγαν πάντα πριν βασιλέψει ο ήλιος. Η διαδρομή προς τον Μεγάλο Φάρο ήταν πνιγμένη στα ελαιόδεντρα και την άνοιξη αυτές οι απέραντες εκτάσεις με το ιερό δέντρο συνδυάζονταν με ολάνθιστα λιβάδια και οι κάμποι ήταν πλημμυρισμένοι με την ταγκή και συνάμα παρθένα μυρωδιά του λαδιού.
Το χωριό ήταν αμφιθεατρικά κτισμένο γύρο από ένα μικρό λιμανάκι που το περιέβαλλαν δυο μικρές και βοτσαλωτές παραλίες δεξιά και αριστερά. Οι μονοκατοικίες που αποτελούσαν κυρίως τα σπίτια του ήταν λίγες και οι παραπάνω απεριποίητες με ψηλά αγριόχορτα να κατακλύζουν τις αυλές. Και τα τέσσερα στενά σοκάκια του χωριού οδηγούσαν προς την ταβέρνα του κυρ Μανώλη κάτω στο μικρό λιμανάκι. Ήταν στολισμένα με μια μουριές φορτωμένες με παχιά φύλλα και τζιτζίκια που τερέτιζαν, σηματοδοτώντας τον ερχομό του καλοκαιριού.
Τον χειμώνα όμως οι δρόμοι δεν έμοιαζαν παρά με σκηνικό από κάποιο ξεχασμένο νεκροταφείο, με τους ξεγυμνωμένους σκελετούς που κάποτε χρησίμευαν ως δέντρα, να γέρνουν απόκοσμα πάνω από τα στενά σοκάκια. Πολλοί ξένοι ήταν αυτοί που αποπειράθηκαν να ζήσουν μόνιμα. Κανένας από αυτούς δεν έμεινε όμως. Αθηναίοι, Κύπριοι, Γερμανοί, Ρώσοι, κανένας δεν άντεξε πάνω από δυο χρόνια. Όχι για κάποιο ιδιαίτερο λόγο. Απλά το χωριό είχε ήδη διαλέξει τους κατοίκους του.
Με κάθε burger, δώρο αναψυκτικό 330ml!
Κάθε πρωί ο γέρο Κώστας έβγαινε στο μπαλκόνι του φάρου και αφουγκραζόταν τα κύματα που έγλυφαν τον βράχο από κάτω. Ένα συνονθύλευμα οσμών ιωδίου της θάλασσας και του ελαιόλαδου επιτίθονταν στα ρουθούνια του και τα έκανε να πεταρίσουν ενώ ένα δροσερό αεράκι του χάιδευε το ρυτιδωμένο του πρόσωπο κάτω από το αγνό φως του ελληνικού ήλιου. Τότε ήταν που άρχιζε να χτενίζει με τα μάτια του τον ορίζοντα ψάχνοντας για ένα πλοίο. Οποιοδήποτε πλεούμενο άγνωστο στο χωριό ήταν καλά νέα για αυτόν. Έστω και προσωρινά. Ατένιζε γεμάτος ελπίδα, προσμονή αλλά και ντροπή.
Και όταν ανίχνευε κάτι και η καρδιά του άρχιζε έναν αγώνα δρόμου ήθελε να κλάψει και έτρεμαν τα χείλη του. Τις παραπάνω φορές αυτές οι αργόπλοες ελπίδες κατέληγαν να είναι καμιά θαλαμηγός ενός εύπορου όχι όμως έντιμου ανθρώπου ή κάποιο τουριστικό σκάφος που μετέφερε τους τουρίστες σε απόμακρες παραλίες. Τις τελευταίες μέρες όμως το συναίσθημα της προσμονής επέστρεψε δριμύτερο.
Σχεδόν ποτέ δεν τελείωναν οι δουλείες του φάρου. Ο γέρο Κώστας ήταν ο φαροφύλακας του χωριού. Αυτό που έλεγε στους συγχωριανούς του όμως ήταν ότι ήταν πολύ μεγάλος για τα χωράφια πλέον και ήθελε λίγη απομόνωση (πράγμα που ήταν μισή αλήθεια). Έτσι και αλλιώς είχε προσλάβει εργάτες και του φρόντιζαν τα χωράφια.
Ο φάρος εκείνο το φθινόπωρο έκλεινε τα εκατό χρόνια ζωής και ήθελε συντήρηση. Όταν ο χειμώνας έδειχνε τα δόντια του και οι κεραυνοί φώτιζαν τον ουρανό, πολλές φορές γινόταν διακοπή ρεύματος. Τότε έσπευδε για να επισκευάσει την ζημιά. Επίσης το κτήριο ήθελε και τακτικό βάψιμο. Ο χειρότερος εχθρός ήταν η αλμύρα της θάλασσας, το αλάτι. Αυτό το σαράκι καταβρόχθιζε τα εξωτερικά τοιχώματα του φάρου με μανία αφήνοντας ένα γκρι σκελετό ύψους εικοσιπέντε μέτρων.
Η φούρκα του γέρο Κώστα ήταν μεγάλη. Καθόταν στην ταβέρνα του Μανώλη κάθε σούρουπο και έβλεπε τον ήλιο να βυθίζεται στην θάλασσα χαρίζοντας χρώματα αχαρακτήριστα όμορφα.
Γύρο του υπήρχαν τραπέζια με ντερτιλήδες λεβέντες να μιλάνε δυνατά για κάποιο περιστατικό που έγινε στα χωράφια ή στο ψάρεμα, να παίζουν χαρτιά ή τάβλι, ή απλά να χαζεύουν το ηλιοβασίλεμα πίνοντας ρακί και βρίζοντας τα παιδιά τους που τους παράτησαν και έφυγαν. Στην τελευταία κατηγορία ανήκε ο γέρο Κώστας. Ήπιε την ρακί του και ξαναγέμισε το ποτήρι από το μικρό καραφάκι του.
Οι λογαριασμοί πατέρα και γιού δεν ξεκαθαρίστηκαν με ήρεμο τρόπο στην τελευταία επίσκεψη του Μανώλη στο νησί. Ο γέρο Κώστας πάντα χλεύαζε και ειρωνευόταν την θάλασσα. «Τι είπες θάλασσα, τι γυναίκα το ίδιο είναι!» έλεγε όταν ήταν μαζεμένοι οι φίλοι και οι συγγενείς στις διάφορες χαρές που υπήρχε κέφι.
«Η γη! Ο άνθρωπος είναι πλάσμα της γης. Την φροντίζεις και σου ανταποδίδει την αγάπη σου με λάδι, με φρούτα, με λαχανικά, με μεθυστικές μυρωδιές να ευφραίνεται η ψύχη σου με το που ξυπνήσεις. Τούτα όλα τα χωράφια ίντα θα τα κάμουμε νομίζετε εμείς? Θα τα πάρουμε μαζί μας? Για τούτους εδώ είναι!» Και έδειχνε τα νεαρά παιδιά που ήταν μαζεμένα εκείνη την μέρα, χύνοντας λίγο κρασί καθώς περιστρεφόταν απότομα το χέρι του.
Τότε ήταν που ο Μανώλης, αμούστακος τότε, σηκωνόταν και έφευγε φουριόζος από το τραπέζι. Οι δυο άντρες αντάλλαξαν βαριές κουβέντες που πλήγωναν και χώρισαν οι δρόμοι τους λέγοντας ο ένας πως δεν θα ξαναπατήσει ποτέ και ο άλλος αντιγύρισε λέγοντας πως δεν του αξίζει να ξαναπατήσει ποτέ.
Οι σκέψεις του γέρο Κώστα σταμάτησαν απότομα. Κάτω από τον ήλιο που αιμορραγούσε ένα βαθύ κόκκινο χρώμα στο βασίλεμα του είδε το πλοίο. Καθώς σηκωνόταν αργά από την θέση του άφησε το ποτήρι του στο τραπέζι χωρίς να πάρει στιγμή το βλέμμα του από τον ορίζοντα. Πρότεινε το χέρι του μπροστά με τον δείχτη τεντωμένο. Η καρδία του βροντούσε.
«Κοιτάξτε» Μίλησε απαλά.
Καμία ανταπόκριση.
«Ελάτε να δείτε!» ούρλιαξε.
Οι πελάτες του μαγαζιού, όλοι άντρες σηκώθηκαν απότομα και έτρεξαν προς το μέρος του.
«Δεν είναι δικό μας τούτο ε?» Τα λόγια του ήταν στολισμένα με ανυπομονησία και αγωνία.
«Ποιο κυρ Κώστα?» είπε απορημένα ο Γιώργης.
«Το πλοίο βρε στραβοί! Το πλοίο κει κάτω!» αντιγύρισε ο γέρο Κώστας και έδειχνε έντονα με τον δείχτη. Επικράτησε σιγή για μερικές στιγμές και ο επόμενος που μίλησε ήταν ο Μανώλης ο ταβερνιάρης.
«Που δείχνεις μωρέ? Δεν υπάρχει πράμα κει κάτω!»
Εστίαζαν όλοι μισοκλείνοντας τα βλέφαρα τους αλλά πέρα από το όμορφο ηλιοβασίλεμα δεν έβλεπαν τίποτα.
«Κωστή έλα να σου βάλω ένα μεζεδάκι να στυλωθείς. Μου φαίνεται πώς αρκετά ζόρισες το μυαλό σου» είπε πάλι καλοσυνάτα ο Μανώλης αρπάζοντας μια καρέκλα ξύλινη από το πίσω τραπέζι και φέρνοντας την κοντά στα πόδια του γερό Κώστα.
Οι άντρες επέστρεψαν στα τραπέζια τους σχολιάζοντας χαμηλόφωνα. Το πλοίο φαινόταν αρκετά καθαρά τώρα. Ήταν η όγδοη μέρα που το έβλεπε. Το μέγεθος του τον κατάπληξε. Ο γέρο Κώστας το κατάταξε ως ένα επιβατικό πλοίο σαν και αυτά που κάνουν το δρομολόγιο Αθήνα – Ηράκλειο. Όμως δεν ήταν καμίας γνωστής εταιρείας. Ήταν άσπρο με δύο μεγάλα φουγάρα. Τα πόδια του λύγισαν και έκατσε. Η ξύλινη παλιά καρέκλα έτριξε. Τότε ένιωσε μια σκληρή παλάμη να του σφίγγει τον ώμο συγκαταβατικά.
«Είσαι εντάξει κυρ Κώστα? Να σου φέρω τίποτε?» ο Γιώργης πάλι.
«Μια χαρά είμαι!» είπε απότομα ο γέρο Κώστας και έδιωξε το χέρι του Γιώργη από τον ώμο του. Ο Γιώργης επέστρεψε στην θέση του. Τότε ο γέρο Κώστας σηκώθηκε άφησε κάποια χρήματα στο τραπέζι και βγήκε από την βεράντα της ταβέρνας με κατεύθυνση την χαλικοστρωμένη ανηφόρα για τον φάρο. Ήξερε ότι τον σχολίαζαν στην ταβέρνα.
Εκείνο το βράδυ ο γέρο Κώστας είχε ένα βαρύ και ανήσυχο ύπνο. Ξύπνησε γύρο στις δυο το πρωί από ένα βόμβο που έφτασε στα αυτιά του. Δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία και ξανακοιμήθηκε αμέσως. Στις δυο και μισή ξύπνησε πάλι, αυτή την φορά από ένα εκκωφαντικό ήχο που έκανε τα τζάμια, τους μεντεσέδες και το μάνταλο της πόρτας να τρέμουν. Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι συνειδητοποιώντας ότι τα σεντόνια κόλλησαν πάνω του από τον ιδρώτα Κοίταξε έξω από το μικρό παραθυράκι που βρισκόταν πάνω από το κεφάλι του. Συνήθως έβλεπε μόνο σκοτάδι την νύχτα και μόνο μπλε το πρωί.
Τώρα όμως κάτι με χρώμα μεταλλικού άσπρου ορθωνόταν μπροστά του. Ένα από τα δυο φουγάρα βρισκόταν ακριβώς έξω από το δωματιάκι του. Ο γέρο Κώστας ένιωθε τα μάτια του ότι θα πεταγόντουσαν από της κόγχες τους και το αίμα του να σφυροκοπεί στο κρανίο του. Με γρήγορες αλλά άγαρμπες κινήσεις λόγο του προχωρημένου της ηλικίας κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
Το πλοίο είχε προσαράξει γύρο στα εκατό μέτρα από τον γκρεμό του φάρου και ανεβοκατέβαινε νωχελικά από τον άγριο χορό της θάλασσας. Έξω λιανόβρεχε και φυσούσε ένα παγωμένο μπουρίνι. Ο γέρο Κώστας πλησίασε αργά το φρεσκοβαμμένο μπλε κάγκελο. Ξεχώρισε μέσα από τις σειρές μικρών παραθύρων ότι ήταν ολόφωτο. Όμως αυτό που του έκανε εντύπωση καθώς στριφογύριζε το πλοίο γύρο από την άγκυρα του ήταν ότι δεν υπήρχε όνομα στην μύτη του πλοίου, ούτε στοιχεία όπως η χώρα προέλευσης στο πίσω μέρος. Ένα πέπλο λήθης επικράτησε παντού κατακτώντας το μυαλό του.
Η συναισθηματική φόρτιση που ένιωθε έκανε τα δόντια να κτυπούν σαν καστανιέτες ενώ μια μεταλλική γεύση βρισκόταν στο στόμα του. Κοίταξε κάτω από το μπαλκόνι του φάρου. Τα κύματα άφριζαν λυσσασμένα και του έβρεχαν τις πατούσες. Και εκείνη την στιγμή καθώς στεκόταν μπροστά από τον φάρο πάνω από τα λυσσασμένα νερά σε μια νύχτα χωρίς φεγγάρι, ο γέρο Κώστας γδύθηκε μένοντας μόνο με τα εσώρουχα του και άρχισε να κλαίει
Η πρώτη επαφή με το νερό του πάγωσε την ψυχή αλλά μετά ένιωθε πως το συνήθιζε. Κατέβηκε από την σκάλα που τοποθέτησε ο προηγούμενος φαροφύλακας και έτσι απέφυγε με ευκολία τα βράχια με τις μυτερές γωνιές τους. Όμως τώρα ξεκινούσε το δύσκολο μέρος. Ο δικός του Γολγοθάς που ποτέ άλλο δεν είχε βιώσει έτσι. Και όχι γιατί δεν ήξερε κολύμπι. Αλλά γιατί είχε ορκιστεί να μην ξαναβρέξει το πόδι του ποτέ με αυτό το καταραμένο στοιχειό που λέγεται θάλασσα. Απόψε όμως έκανε μια εξαίρεση.
Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να προσπεράσει αυτά τα κύματα που εκείνη την ώρα του φαίνονταν απροσπέλαστα. Έπρεπε όμως να ξεπεράσει ένα εσωτερικό προπύργιο δυσπιστίας. Άρχισε να κουνάει τα χέρια και τα πόδια του μηχανικά και το βλέμμα να είναι καρφωμένο στο στόχο του. Ακολουθούσε την πορεία που είχε χαράξει στο μυαλό του σαν υπνωτισμένος λες και το πλοίο τον μάγεψε με κάποιο τρόπο σαν σειρήνα και τον καλούσε κοντά του.
Τα κύματα ανεβοκατέβαζαν το γέρικο κορμί του με μεγάλη άνεση και ο αφρός τους έκανε όλο του το σώμα να ανατριχιάσει. Θαλασσινό νερό έκανε τα μάτια του γέρου Κώστα να καίνε καθώς τα κύματα έπεφταν με δύναμη στο πρόσωπο του. Στον ενδιάμεσο χρόνο μεταξύ δυο κυμάτων τα έτριβε με τις παλάμες του και τότε παρατηρούσε τους ανθρώπους στο πλοίο. Κάθε στιγμή που περνούσε αργά και βασανιστικά του φαινόταν ότι όλο και αυξάνονταν.
Του έδωσαν την εντύπωση ότι έβλεπαν κάποιο θέαμα που περιλάμβανε αυτόν τον γέρο και την υπεράνθρωπη προσπάθεια του να καταφέρει να φτάσει στο τέρμα. Έβηξε και έφτυσε το νερό που είχε μπει στο στόμα του και έπειτα συνέχισε.
Τον χώριζαν είκοσι μέτρα από το πλοίο. Όλες οι αναμνήσεις έκαναν ένα χορό στο μυαλό του. Ήταν ο μόνος τρόπος να ξεχάσει την κούραση που τον κυρίευε σαν ασθένεια. Άρχισε να κτυπά μανιασμένα τα χέρια και τα πόδια του προσπαθώντας να υψώνει το κεφάλι κάθε φορά που ερχόταν ένα κύμα. «Έρχομαι!» ούρλιαξε μέσα από το νερό που του έκλεινε τον φάρυγγα. Συνέχισε να κολυμπά άτσαλα χωρίς βέβαια αυτό να του δίνει την ώθηση που χρειαζόταν. Τα κύματα διαδέχονταν το ένα το άλλο σαν στρατιές.
Δεν φοβόταν να πεθάνει. Ποτέ του δεν τον απασχολούσε αυτό το ζήτημα. Είχε συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι ο θάνατος ήταν κάτι το ανθρώπινο και φυσικό, όπως ο έρωτας και η αγάπη.
Αυτό που τον σκλάβωνε ήταν ότι δεν ήθελε να αφήσει το κορμί του στην θάλασσα. Σε αυτό το παλιοθήλυκο που έσπειρε την διχόνοια ανάμεσα σε εκείνον και στον γιο του. «Όχι απόψε» είπε. «Τα ψάρια σου θα πεινάσουν σήμερα, τ’ακούς;!» έκλαψε καθώς κολυμπούσε.
Το καθαρό άσπρο μέταλλο ήταν μπροστά του σχεδόν και ο κόσμος του κατέβασε ένα σωσίβιο. Κοίταξε πάνω και είδε πρόσωπα ανέκφραστα και ξύλινα χωρίς αγωνία και περιέργεια, λες και το να βλέπουν ένα γέρο να πηδάει από ένα φάρο τα ξημερώματα και να κολυμπά μες την βροχή ήταν κάτι το καθημερινό για αυτούς. Δεν τον απασχολούσαν αυτοί όμως. Στο κάτω κάτω ήταν ξένοι. «Έρχομαι σπλάχνο μου» είπε καθώς ακούμπησε σο μέταλλο και αγκάλιασε το σωσίβιο. Όλα τελειώσαν.
✵
Ένας συρφετός από κόσμο είχε μαζευτεί στο μικρό εκκλησάκι του Αΐ Νικόλα λίγα μέτρα από τον φάρο. Δεν λειτουργούσε πάντα διότι υπήρχε η μεγάλη και κύρια εκκλησία του χωριού δίπλα σχεδόν από την ταβέρνα του Μανώλη. Λειτουργούσε μόνο την ημέρα του Αγίου Νικολάου και σε ειδικές περιπτώσεις. Σήμερα ήταν μια από αυτές.
Ο κόσμος ερχόταν σκυθρωπός και ντυμένος με σκούρα ρούχα. Ο Παναγιώτης στεκόταν περήφανος αλλά στεναχωρημένος στην είσοδο του ναού και δίπλα του ήταν ο Μανώλης ο γιος του γέρο Κώστα. Φορούσαν και οι δυο μαύρα και υποδεχόντουσαν τον κόσμο που ερχόταν. Ο θάνατος του γέρο Κώστα ήταν ήρεμος και γαλήνιος. Τον βρήκε ο Παναγιώτης στο κρεβάτι του στον φάρο σε μια γαλήνια στάση ύπνου. Ο γιος του ο Μανώλης ήταν αυτός που ήθελε να γίνει η κηδεία στον συγκεκριμένο ναό.
Παρευρέθησαν φίλοι και συγγενείς από όλα τα μέρη της Ελλάδας όπως και όλο το χωριό. Το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά πλέον. Μερικές από τις γυναίκες φορούσαν μακρυμάνικα φορέματα λόγο τις αισθητής πτώσης της θερμοκρασίας και τα σοκάκια πλημμύρισαν με πεθαμένα φύλλα από τις μουριές. Καθόλη την διάρκεια της ταφής ο Μανώλης ήταν αμίλητος σκεπτικός και φανερά λυπημένος μια στάση που τήρησε μέχρι να φύγει ο κόσμος και να μείνει μόνος του. Έπειτα περπάτησε προς τον Μεγάλο Φάρο.
Μικρές ακρίδες χοροπηδούσαν στο διάβα του στο ξερό χώμα και στα βράχια. Ένιωθε τον άνεμο να προσπαθεί να του παρασύρει την λύπη του από τα μάτια και τον ένιωθε φίλο και αδερφό. Οι βαλίτσες του ήταν ήδη εκεί στην βεράντα όταν έφτασε.
Τις είχε αφήσει ο ίδιος στην αρχή αυτής της δύσκολης μέρας. Για μια στιγμή στάθηκε στο κάγκελο στο σημείο που στεκόταν ο πατέρας του και τον αναζητούσε. Στάθηκε, μύρισε, άκουσε και είδε. Έπειτα έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη του, ξεκλείδωσε την ξύλινη πόρτα και μπήκε μέσα.
Ο Μανώλης Μωραΐτης κατάγεται από την Κύπρο. Σπούδασε Βιολογία στο πανεπιστήμιο Κρήτης όπου και έκανε και το μεταπτυχιακό του στην Περιβαλλοντική Βιολογία. Στον ελεύθερο του χρόνο ασχολείται με την κολύμβηση και με το γράψιμο ιστοριών φαντασίας πίνοντας την ρακί του.
Πώς έχασαν δισ. από το σορτάρισμα της Tesla
Finance Νοέ 24, 2024
Γιατί πέφτουν έξω οι δημοσκοπήσεις
Γιατί Νοέ 21, 2024