του Νίκου Αραπάκη *
-Της άρεσε να βαυκαλίζεται, να στρουθοκαμηλίζει.
-Μα δεν μπορεί…
-Αφού δεν τη γνωρίζατε, γιατί επιμένετε; τον έκοψα εκνευρισμένος.
Σταμάτησε κατευθείαν. Τον πήρα απ’ τα μούτρα, αλλά δεν μπορώ να ακούω κι ανοησίες. Άκου, «δεν μπορεί»… Τώρα, μετά θάνατον, όλοι δηλώνουν φίλοι της, ενόσω ζούσε ψυχή ζώσα, πλην της Ζωζώς, της σκυλίτσας της, δεν απαντιότανε στο σπίτι της. Τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια. Της παρακμής και της αρρώστιας. Τώρα τη θυμήθηκαν όλοι, τώρα που βρίσκεται δυο μέτρα κάτω από το χώμα και δεν έχει φόβο να τους πιάσει στο στόμα της. Και τι στόμα! Οχετός…
Παράτησα σύξυλο τον υποτιθέμενο φίλο ή ξάδερφο ή ότι στο διάολο εν πάση περιπτώσει δήλωνε, και στάθηκα σε μια γωνιά μονάχος μου.
Ο συγχρωτισμός με όλα αυτά τα λαμόγια μου προκαλούσε ασφυξία. Αν και για να είμαι ειλικρινής διασκέδασα κιόλας. Ο λόγος του υπουργού είχε μεγάλη πλάκα, με το ζόρι βαστήχτηκα για να μη βάλω τα γέλια. Ε, όχι και πνευματικός ταγός του τόπου η Ντόρα. Έλεος… Είμαι όμως σίγουρος ότι όπως διασκέδασα εγώ με όλους αυτούς του γελοίους φανφαρόνους άλλο τόσο θα διασκέδασε κι αυτή. Αν βλέπει από κει που είναι…
Θέλεις να μειώσεις τον λογαριασμό του ρεύματός σου; Είναι απλό!
Μετάνιωσα που δεν εκφώνησα εγώ τον επικήδειο. Αλλά όπως θα ’λεγε κι η Ντόρα, «δεν φταις εσύ χρυσό μου, ο μικροαστός που υποβόσκει μέσα σου, αυτός φταίει». Μάλλον δεν έχει άδικο… Αν εκφωνούσα τον επικήδειο, όπως άλλωστε ήταν η επιθυμία της, θα αναγκαζόμουν να πω όλα αυτά που πίστευε η ίδια, για όλους αυτούς που ήταν σίγουρη ότι θα σπεύσουν να παραβρεθούν στην κηδεία της. Και τότε…
Φόρεσα την καπαρντίνα μου και βγήκα στο δρόμο.
Στάθηκα στην άκρη του πεζοδρομίου και περίμενα για ταξί. Σήκωσα το κεφάλι και κοίταξα ψηλά, χαμογελώντας. Το ψιλόβροχο μου φάνηκε σαν ένα ακόμη αστείο της. Μ’ έφτυνε για την ατολμία μου και το συμβατισμό μου. Το δέχτηκα αγόγγυστα. Ο κυνισμός και η ελευθεριότητα που την χαρακτήριζαν είχαν πολύ γερά θεμέλια: την τεράστια περιουσία της. Ενώ εγώ παλεύω να τα φέρω βόλτα με αυτόν τον ψωραλέο μισθό της κωλοεφημερίδας, που με καταράστηκε ο Θεός να δουλεύω.
Έτσι τη γνώρισα, πήγα για να της πάρω συνέντευξη. Η άγνοια κινδύνου, απόρροια του νεαρού της ηλικίας μου και η ματαιοδοξία μου, με έκαναν να πιστέψω πως θα καταφέρω αυτό που δεν κατάφεραν πλείστοι όσοι συνάδελφοι.
Ο Θηλυκός «Εμπειρίκος» –έτσι ήταν γνωστή στη λογοτεχνική πιάτσα– μόλις της είπα ποιος είμαι και τι θέλω, με στόλισε κανονικά. Και μένα και την εφημερίδα.
«Σ’ αυτή τη δεξιά κωλοφυλλάδα δεν δίνω αγοράκι όχι συνέντευξη αλλά ούτε ροχάλα». Κι αφού με κοίταξε για λίγο συνοφρυωμένη, συνέχισε: «καλός σκατάς θα είσαι και συ για να δουλεύεις σ’ αυτό το μπορντέλο». Τελικά μου την έδωσε τη συνέντευξη, άλλο αν απ’ αυτά που μου είπε όχι η δικιά μας αλλά οποιαδήποτε εφημερίδα δεν θα μπορούσε να δημοσιεύσει ούτε λέξη. Όπως και δεν δημοσιεύτηκε τελικά.
Κολλήσαμε στην κίνηση. Πού στο διάολο πηγαίνουν όλα αυτά τα εκατομμύρια των Αθηναίων κάθε φορά που βρέχει, ποτέ μου δεν κατάλαβα.
Με κάθε burger, δώρο αναψυκτικό 330ml!
Γίναμε φίλοι, με συμπάθησε. Και γω τη συμπάθησα, κι ας μην πέρασε μέρα που να μη με ξεχέσει. Κόντευε τα εβδομήντα και παρότι θα μπορούσε να δείχνει, με τα μπότοξ και όλες αυτές τις αισθητικές επεμβάσεις, κάμποσα χρόνια μικρότερη, αυτή έδειχνε τουλάχιστον ογδόντα. Κάποτε δεν άντεξα και της το είπα. «Χρυσό μου», μου απάντησε γελώντας, «ο μόνος λόγος για να φτιάχνεται μια γυναίκα είναι οι γκόμενοι. Εγώ προνόησα και πήδηξα τόσους πολλούς στα νιάτα μου…»
Είχε πλάκα η μακαρίτισσα. Μακαρίτισσα…
Επιτέλους φτάσαμε στο τέρμα της Πατησίων. Πλήρωσα τον ταξιτζή και μπήκα γρήγορα στην πολυκατοικία προσπαθώντας να προφυλαχθώ από τη βροχή. Πήρα από το γραμματοκιβώτιο ένα μάτσο με λογαριασμούς και ανέβηκα στο διαμέρισμά μου. Δεν πρόλαβα να στρίψω το κλειδί κι άκουσα την Ζωζώ να γρατζουνάει την πόρτα. Ποτέ μου δεν συμπάθησα τα σκυλιά, πως και γιατί φορτώθηκα αυτό το μπάσταρδο Τσιουάουα, είναι μεγάλη ιστορία. Τόσο μεγάλη όση και η αδυναμία που είχα στη μακαρίτισσα…
Την πήρα θέλοντας και μη αγκαλιά κι έκατσα στον καναπέ αποκαμωμένος. Το βλέμμα μου, ασυναίσθητα, σταμάτησε στο μοναδικό πράγμα που μου είχε χαρίσει στα είκοσι τόσα χρόνια της φιλίας μας. Αυτόν τον πίνακα, που ενώ υποτίθεται ότι αναπαριστούσε την ίδια, είχε τόση σχέση μαζί της όση έχω εγώ με τον Μάρλον Μπράντο.
Κάποτε της το είπα με τρόπο: «Ξέρετε –έτσι της μιλούσα, στον πληθυντικό– αυτός ο πίνακας που μου χαρίσατε δεν είστε ακριβώς εσείς…». Με κοίταξε με το βλέμμα της να στάζει ειρωνεία και κούνησε το κεφάλι της. «Βλαξ, αν ήθελα να σου δώσω κάτι που μου μοιάζει θα σου έδινα μια φωτογραφία μου», μου απάντησε και με αποστόμωσε για μια ακόμη φορά.
Τράβηξα το βλέμμα μου από τον πίνακα κι άρχισα να ανοίγω μηχανικά τους φακέλους με τους λογαριασμούς, σιχτιρίζοντας από μέσα μου αυτόν που εφηύρε τις ΔΕΚΟ. Κάποια στιγμή έφτασα και σε κάποιο φάκελο χωρίς όνομα αποστολέα. Τον άνοιξα κι έβγαλα ένα σημείωμα. Το ξεδίπλωσα κατευθείαν κι άρχισα να διαβάζω.
«Επειδή είμαι σίγουρη ότι ούτε την Ζωζώ φρόντισες να βάλεις μαζί μου στον τάφο, όπως ρητώς και κατηγορηματικώς σ’ το είχα ζητήσει, αλλά ούτε και εκφώνησες τον επικήδειο, μια και είσαι μέγας χέστης και μικροαστός του κερατά, για να σε τιμωρήσω σε καθιστώ αποκλειστικό κληρονόμο της περιουσίας μου».
Ciao belli
Ντόρα
Ο Νίκος Αραπάκης γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1969. Έχει εργαστεί ως δημοσιογράφος σε διάφορα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα. Κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά του “Και στη μέση η θάλασσα” (Μπατσιούλας, 12/2008) και “Το δίκιο” (Λιβάνης, 6/2010), ενώ το 2012 θα κυκλοφορήσει ένα ακόμη μυθιστόρημά του. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Πώς έχασαν δισ. από το σορτάρισμα της Tesla
Finance Νοέ 24, 2024
Γιατί πέφτουν έξω οι δημοσκοπήσεις
Γιατί Νοέ 21, 2024