Youmag.gr
του Θανάση Χειμωνά * Οδηγούσε σ’ έναν εξοχικό δρόμο, ένα αυτοκίνητο που δεν ήταν το δικό της. Γύρω ερημιά κι έπειτα ξαφνικά μπήκε σε...

του Θανάση Χειμωνά *

Οδηγούσε σ’ έναν εξοχικό δρόμο, ένα αυτοκίνητο που δεν ήταν το δικό της. Γύρω ερημιά κι έπειτα ξαφνικά μπήκε σε ένα τούνελ που βρέθηκε μπροστά της. Το πόρτ μπαγκάζ έβγαζε φλόγες. Κόκκινες, πράσινες, μπλε φλόγες, μωβ και πορτοκαλιές. Θέριευαν και την πλησίαζαν. Το τούνελ στένευε, ήθελε να ανοίξει την πόρτα, να φύγει -αλλά δεν μπορούσε- τα τοιχώματα στένευαν, κόλλησαν σχεδόν στο αυτοκίνητο. Η φωτιά την είχε περικυκλώσει, την έγλυφε, αλλά δεν την έκαιγε, έγινε όλη ένα με τη φωτιά, αγωνιζόταν να φωνάξει , αλλά πως;

Τινάχτηκε και ξύπνησε. Άκουσε το θόρυβο της μηχανής του Φρεντ που ξυριζόταν στο μπάνιο. Η Δάφνη σκέφτηκε: «Σήμερα είμαι ευτυχισμένη. Τι καλά να ξυπνάς από έναν εφιάλτη και να βρίσκεσαι σε μιαν ωραία πραγματικότητα». 

Με κάθε νέα σύνδεση ρεύματος ή φυσικού αερίου κερδίζετε 50€ δωροκάρτα Shell

Σήμερα είμαι ευτυχισμένη

Ήταν μέρα μεσημέρι, μια όμορφη μέρα από αυτές που μόνο στο ανοιξιάτικο Παρίσι υπάρχουν. Ο Φρεντ στεκόταν μπροστά της με το άσπρο μπουρνούζι του. Από το κρεβάτι της κοίταξε το Μονπαρνάς και μακριά πολύ τον πύργο του Άιφελ. «Ναι, σήμερα είμαι ευτυχισμένη» ξανασκέφτηκε. 

Στο Οχάιο όπου ζούσε με τον Αμερικανό άνδρα της έβλεπε συχνά εφιάλτες αλλά αυτό που την τάραζε δεν ήταν τόσο το άσχημο όνειρο όσο, μετά, το ξύπνημα, σε μια μονότονη, σχεδόν ανιαρή πραγματικότητα. Ο καφές το πρωί στην πεντακάθαρη κουζίνα της, μπροστά στην τηλεόραση. Το μεσημεριανό φαγητό της με τη Τζέιν και τη Ροσέλ που ήταν ελεύθερες γιατί τα παιδιά τους εκείνη τη στιγμή βρίσκονταν στο σχολείο, ο Φρεντ που ξυπνούσε χαράματα κι επέστρεφε στις έξι από το νοσοκομείο. Τα γράμματα της μητέρας της από την Αθήνα. 

Ωστόσο περνούσε καλά με τον Φρεντ που ήταν όμορφος και τρυφερός και πολλές φορές ένιωθε τυχερή που τον είχε και γενικά πως μια ζωή που κυλάει μέσα σε ασφάλεια χωρίς παιδιά και άλλα περιττά προβλήματα είναι ότι καλύτερο. Και ξαφνικά εκείνη η πρόταση για το Παρίσι.

Καλούσαν το Φρεντ σ’ ένα ιατρικό συνέδριο. Μικρής σημασίας, είναι η αλήθεια, οργανωμένο από φαρμακευτική εταιρία αλλά η πρόσκληση ήταν γενναιόδωρη, για δύο άτομα, εισιτήρια αλέ ρετούρ, τέσσερα εικοσιτετράωρα διαμονή σε κεντρικό ξενοδοχείο πολυτελείας, γεύματα σε εκλεκτά εστιατόρια και κυρίως ήταν η πρώτη φορά που κάποιοι καλούσαν τον Φρεντ σε ευρωπαϊκό συνέδριο κι η πρώτη φορά που ο Φρεντ θα πήγαινε στο Παρίσι. Όσο για τη Δάφνη εκείνη το ήξερε καλά το Παρίσι, το είχε ζήσει δεκαοχτώ χρόνια πριν, φοιτήτρια, με το φτωχό της συνάλλαγμα, τις κλασσικές νεανικές της παρέες, βόλτες στις γέφυρες κι ατελείωτες ώρες σε φτηνά café.

Με κάθε burger, δώρο αναψυκτικό 330ml!

Καλοκαίρια στην Ελλάδα

Τον πρώτο καιρό δεν ήξερε αν αυτή η ζωή της άρεσε. Νοσταλγούσε τα καλοκαίρια στην Ελλάδα και δυσκολευόταν με τα μαθήματα. Είχε αρχίσει να αντιπαθεί του συμφοιτητές της και νόμιζε πως και κείνοι την αντιπαθούσαν. Πίστευε πως τη θεωρούσαν κάτι σαν μια συντηρητική επαρχιώτισσα. Ακόμα και για την Οντρέ, τη συγκάτοικό της που μαζί της μοιραζόταν μια καμαρούλα είχε υποψίες ότι στο βάθος την περιφρονούσε και την θεωρούσε κατώτερη. Σκέτη παράνοια κι ενώ ετοιμαζόταν να τα μαζέψει και να κατεβεί στην Ελλάδα μπήκε στη ζωή της ο Ντενί. 

Ο Ντενί ήταν το ωραιότερο αγόρι που είχε δει στη ζωή της. Στάθηκε ξαφνικά μπροστά της και της είπε «φύγαμε; » «Για πού; » απάντησε η Δάφνη και τον ακολούθησε σαν υπνωτισμένη κι ήταν η πρώτη φορά που έκανε κάτι χωρίς να το σκεφτεί. Το άλλο πρωί μετακόμισε αμέσως στου Ντενί αφήνοντας την Οντρέ σύξυλη. Έμεινε μαζί του δύο ολόκληρα χρόνια, απομονωμένη από τον υπόλοιπο κόσμο ώσπου μια μέρα έφυγε, εξαφανίστηκε, γύρισε στην Ελλάδα. Δύο χρόνια που τα διέγραψε εντελώς από τη μνήμη της. Γνώρισε τον Φρεντ, τον παντρεύτηκε κι εγκαταστάθηκε στο Οχάιο. 

Και τώρα αυτή η πρόσκληση…Είχε χαρεί μόνο για το Φρεντ, για τη χαρά που εκείνος θα έπαιρνε, η ίδια καμία διάθεση δεν είχε να ξαναβρεθεί στο Παρίσι. 

Αργά το απόγευμα, τελειώνοντας τη σάλτσα για το ψητό που ετοίμαζε ξανάπιασε την πρόσκληση στα χέρια της και άρχισε να τη διαβάζει προσεχτικά. Κάθισε σε μια καρέκλα γιατί νόμισε πως τα πόδια της δεν ήταν δικά της και δε θα την κρατούσαν. Το στήθος της ήταν άδειο και η καρδιά της πήγαινε κι ερχόταν. «Τι έχω πάθει; » είπε δυνατά. Επειδή στην πρόσκληση, εκεί μετά τη φίρμα έγραφε ένα όνομα: Ντενί Λαγκράνζ, γιατρός. «Τι μου συμβαίνει; » Ξανά δυνατά κι η φωνή της της φάνηκε σαν μιας άλλης, μιας άγνωστης γυναίκας. Κείνη την ώρα χτύπησε το τηλέφωνο, στον τηλεφωνητή η Τζέιν. 

Σηκώθηκε αργά, πήρε ξανά την πρόσκληση στα χέρια. Denis Lagrange, docteur κι ένα νούμερο τηλεφώνου. Στο Παρίσι τώρα θα ήταν αργά το βράδυ. 

-Αλό; Αλό; 

Στην άλλη άκρη του σύρματος η φωνή του. 

-Ντενί; 

-Εγώ, είπε αμέσως εκείνος. 

Η ζεστή του φωνή. 

-Εσύ είσαι λοιπόν ο γιατρός που γράφει η πρόσκληση. 

-Εγώ. 

Της φάνηκε λίγο τυπικός κι αποφάσισε να το παίξει ανάλαφρη. 

-Ώστε έγινες τελικά γιατρός . 

-Γιατί όχι; Θα τα πούμε στο Παρίσι. 

-Το ελπίζω. 

-A bientot είπε κι έκλεισε πρώτος το τηλέφωνο. 

Σ’ ένα λεπτό τον ξαναπήρε. 

-Ντενί είσαι παντρεμένος; 

-Εγώ; όχι, πως φαντάστηκες πως θα είχα άλλη γυναίκα εκτός από ΄σενα. 

-A bientot, είπε η Δάφνη και πήγε να κόψει τη σαλάτα. 

Στο Παρίσι, τις δύο πρώτες μέρες δεν έδωσε σημεία ζωής. Το τηλέφωνό του δεν απαντούσε. Αναζήτησε και την Οντρέ αλλά δεν κατάφερε να την εντοπίσει. Και ακριβώς την Τρίτη και προτελευταία βραδιά το παιδί του ορόφου του ξενοδοχείου έφερε ένα σημείωμα που έγραφε:«Αύριο Πέμπτη, ώρα έξι στη γωνία του ξενοδοχείου στην μπρασερί αριστερά σου. Ντενί». Εκείνη τη νύχτα είδε ξανά τον εφιάλτη στο ασφυκτικό τούνελ και ξύπνησε ευτυχισμένη. Το πολυτελές ξενοδοχείο στη Ρασπάιγ, ο Φρεντ ικανοποιημένος από το πρώτο του συνέδριο και το βράδυ ο Ντενί στη μπρασερί. Σ’ αυτή ακριβώς τη μπρασερί είχαν κάνει έναν από τους τρομερότερους καυγάδες.

Η Δάφνη τον παρακαλούσε να πάνε στο ξενοδοχείο, να καθήσουν λίγο στη ρεσεψιόν, έτσι μόνο για να χαζέψουν αυτούς που μπαινοβγαίνουν, για να ζήσουν έστω σαν θεατές αυτό τον άλλο κόσμο. Είχε βαρεθεί τη μίζερη ζωή τους, τα τεράστια σάντουιτς που καταβρόχθιζαν για φαγητό μεσημέρι βράδυ, τον έρωτά τους, ναι αυτό τον τρελό έρωτά τους και τότε ήταν που ο Φρεντ εκσφενδόνισε το ποτήρι του με τη μπίρα στον απέναντι τοίχο ουρλιάζοντας μπροστά στους θαμώνες κι έπειτα έβγαλε ένα πεντακοσάρικο και το πέταξε στο τραπέζι. «Για τις ζημιές» είπε περιφρονητικά στο γκαρσόνι που έτρεξε προς το μέρος του. Το ίδιο βράδυ, στην μικροσκοπική τους κάμερα, της ζητούσε γονατιστός συγγνώμη όπως πάντα, κι έπειτα έτρεξε στην κουζίνα να τηγανίσει αυγά. «Φεύγω τώρα, πάω στη Gare De Lyon να ζητιανέψω γιατί αυτό το πεντακοσάρικο το είχα για τον υπόλοιπο μήνα». 

-Γιατί μ’ άφησες; ήταν η πρώτη του κουβέντα. Γιατί έφυγες χωρίς να μου πεις τίποτα; 

Καθόταν απέναντί της κι έπινε μπίρα. Δεν είχε αλλάξει σχεδόν καθόλου μόνο που τώρα φορούσε πουκάμισο και σακάκι και τα μακριά μαλλιά του ήταν τραβηγμένα πίσω σε κοτσιδάκι. 

-Σήκω, θα σε πάω μια βόλτα με τ’ αυτοκίνητο

-Τι όμορφος που είσαι, είπε η Δάφνη. 

-Κι εσύ το ίδιο. Δεν άλλαξες καθόλου. 

Οδηγούσε χωρίς να την κοιτάζει ενώ εκείνη είχε στραμμένο το πρόσωπό της συνέχεια προς το μέρος του. 

-Τα χέρια σου, του είπε. 

-Τι έχουν τα χέρια μου; 

-Πάνω στο βολάν-θυμήθηκα ξαφνικά τα χέρια σου- που πάμε; 

-Στο σπίτι μου; Ρώτησε ο Ντενί. 

-Να κάνουμε έρωτα; Είπε η Δάφνη και γέλασε δυνατά. 

-Όχι βέβαια. 

«Τι έχω πάθει» σκεφτόταν η Δάφνη. Ποτέ δεν είχε νοιώσει τέτοιο πόθο-ούτε όταν πρωτογνωρίστηκαν. 

-Παρκάρισε λίγο εδώ. 

-Για ποιο λόγο; 

-Θέλω να φιληθούμε σαν τρελοί. 

Ήταν λίγο έξω από το δάσος της Βουλώνης. Ο Ντενί σταμάτησε και την πήρε στην αγκαλιά του. Κρατούσε ωστόσο το κεφάλι του πίσω. «Όχι τώρα» είπε ξαφνικά και την άφησε. 

-Ντενί. Γιατί; Σε θέλω. 

-Δεν μπορώ τώρα, είπε ο Ντενί. Κοίτα, δεν είμαι πια είκοσι χρονώ. 

Έβγαλε τα τσιγάρα του κι έδωσε ένα στη Δάφνη. καθώς της το άναβε η Δάφνη παρατήρησε πως τα χέρια του έτρεμαν. 

-Πως τόλμησες να με ρωτήσεις αν είμαι παντρεμένος, τη ρώτησε ξαφνικά . Τίποτα λοιπόν δεν είχες καταλάβει από μένα; Ε; Τίποτα; Επειδή εσύ παντρεύτηκες αυτόν τον μαλάκα φαντάστηκες πως κι εγώ…

-Ο Φρεντ δεν είναι μαλάκας. 

-Ένας χοντρομαλάκας είναι. Ένας νοσοκομειακός γιατρός της πεντάρας. 

-Θέλω να γυρίσω στο ξενοδοχείο είπε η Δάφνη. 

-Α ναι, στο ξενοδοχείο! Τόσο απλά. Ένας χοντρομαλάκας που σκοτώνεται στη δουλειά για να εξασφαλίσει μοντελάκια στη γυναίκα του κι αυτή να τρέχει να πηδιέται στα αυτοκίνητα με τον πρώτο τυχόντα. Το πρόσωπό του αγριεμένο ξαφνικά. 

-Δεν είσαι ο πρώτος τυχών, είπε η Δάφνη κι άρχισε να κλαίει . 

-Α ωραία η μικρή ευαίσθητη Δαφνούλα κλαίει γιατί της θίξαμε το μαλάκα της. 

-Απλώς Δε θέλω να μιλάς έτσι, είναι άδικο. 

-Την αδικία που μου έκανες εσύ τη σκέφτηκες ποτέ; Όταν έφυγες χωρίς να μου πεις τίποτα; Σκέφτηκες τι έκανες; Σ’ έψαξα παντού σαν τρελός. Ήρθα δύο φορές στο Οχάιο για να σε βρω. 

-Δεν είναι αλήθεια. 

-Θες να σου πω πότε; Θες να σου περιγράψω το σπίτι σου, το μπρούτζινο κρεβάτι σας με την άσπρη κουβέρτα; Την κουζίνα με τα κεραμιδιά πλακάκια και το αντίγραφο του Γκωγκέν πάνω από το νεροχύτη; 

Την κρατούσε από τους ώμους και την τράνταζε. Μια ανατριχίλα την διαπερνούσε ολόκληρη. 

-Με κατασκόπευες, είπε. Αυτό που έκανες δεν ήταν σωστό

Τώρα ήξερε γιατί είχε φύγει μακριά του. Ήταν ερωτευμένη μαζί του, τον λάτρευε αλλά της ήταν αδύνατο να ανεχθεί αυτή τη συμπεριφορά του. Πριν από λίγο τον ήθελε σαν τρελή, τώρα έτρεμε μην την ακουμπήσει. 

-Έκανα και χειρότερα. Ήρθα στην Αθήνα. Βρήκα τη γειτονιά σου. Γνώρισα τη μητέρα σου. Μίλησα μαζί της. 

-Δεν ήταν σωστό. 

-Ναι; Ήταν σωστό που έφυγες ενώ μ’ αγαπούσες; Μ’ αγαπούσες έτσι δεν είναι; Εγώ δεν έπαψα ποτέ να σ’ αγαπώ. 

-Κι εγώ σ’ αγαπώ Ντενί, είπε αχνά η Δάφνη, αλλά δεν άντεχα την πίεση. Με τρόμαξες. Ζούσα σ’ ένα φόβο, δεν άντεχα. 

-Φόβο; Γιατί; 

-Δεν ξέρω. Έλεγες κι έκανες διάφορα κι εγώ σε πίστευα. Μια φορά είχες πάρει ένα μπαλτά και μου ‘πες ότι θα κόψεις το χέρι σου, έτσι για να μου δείξεις πόσο μ’ αγαπάς. κι εγώ σε πίστεψα. 

-Είχες δίκιο. Μπορώ να το κάνω και τώρα. Να, δες!

Άνοιξε με μανία τη θήκη μπροστά κι έβγαλε έναν μυτερό σουγιά. Πριν προλάβει να τον σταματήσει ανασήκωσε το μανίκι του κι άρχισε να πετσοκόβεται. Το αίμα αναπηδούσε, έβαφε το άσπρο πουκάμισό του. 

-Μη Ντενί! Μη! Μη!

-Εντάξει, είπε ο Ντενί. Με το άλλο χέρι έβγαλε ένα χάπι από την τσέπη του, το κατάπιε. Έχω ένα θερμός πίσω. βάλε μου λίγο νερό. 

Τα νεύρα της Δάφνης είχαν σπάσει τελείως. Έκλαιγε τώρα χωρίς σταματημό. 

-Έλα κοντά μου, είπε ο Ντενί. Είμαι κακός. Σε βασάνιζα. Θυμάσαι όταν ανέβαινα στο περβάζι του παραθύρου και σε έλεγα πως θα πηδήξω; 

Η Δάφνη χαμογέλασε μέσα από τα δάκρυά της. 

-Αυτό ήταν αστείο, είπε. 

-Καθόλου αστείο. 

-Μέναμε στο ισόγειο, αν θυμάσαι. 

-Ισόγειο; Ένα μέτρο ήταν-θα μπορούσα να σπάσω το κεφάλι μου. 

-Σ’ αγαπώ, είπε η Δάφνη γιατί διαισθάνθηκε πως αυτό ακριβώς έπρεπε να πει. 

Πράγματι, ο Ντενί φάνηκε να ησυχάζει. Φαινόταν πολύ κουρασμένος. 

-Βρες ένα ταξί και γύρισε στο ξενοδοχείο, είπε. Δεν μπορώ να οδηγήσω ως εκεί. 

«Άφησαν ένα νούμερο για σας» την πληροφόρησαν στη ρεσεψιόν. Η Δάφνη κύτταξε το χαρτί, δεν υπήρχε όνομα. Ο Φρεντ θα επέστρεφε κατά της εννιά. Ανέβηκε στο δωμάτιο και σχημάτισε τον αριθμό. Μια γυναικεία φωνή, βραχνή, σπασμένη. 

-Οντρέ; 

-Εγώ ολόκληρη. Το περίμενες; 

-Σ’ έψαχνα παντού. Χαίρομαι που σ’ ακούω. 

-Ασε τις γελοίες ευγένειες. Ήσουν με το Ντενί έτσι; Λοιπόν… Ένας άγριος βήχας την εμπόδιζε να συνεχίσει. 

-Δε σ’ ακούω. 

-Κρατήσου μακριά του! Ούρλιαξε η Οντρέ και έβηχε ακόμα. 

-Δεν παίρνω διαταγές από κανένα, είπε η Δάφνη και απόρησε με την ψυχραιμία της. 

-Δεν είναι διαταγή, είναι συμβουλή. Μια καλή συμβουλή. Κρατήσου μακριά του, δεν είσαι για τέτοια κόλπα. Εξαιτίας σου έμεινε δύο χρόνια στο ψυχιατρείο. Μ’ ακούς; Μ’ ακούς σκατοελληνίδα; 

-Είμαι Αμερικάνα, είπε ξαφνικά η Δάφνη και κατάλαβε αμέσως πως αυτό που είπε ήταν γελοίο. Στην άλλη άκρη της γραμμής η Οντρέ χτυπιόταν στα χάχανα και τον βήχα. Εντούτοις το εννοούσε…Η ιδιότητά της αυτή την βοηθούσε να νοιώθει μια ανωτερότητα πότε – πότε. 

-Κλείσε το τηλέφωνο, είσαι σουταρισμένη. 

-Ρώτησε το Ντενί γι’ αυτό. Είμαστε είκοσι χρόνια μαζί. 

-Δε μ’ ενδιαφέρει. 

Ρώτησέ τον, ρώτησέ τον πως έβγαλε τα λεφτά που έχει. 

-Κλείσε το τηλέφωνο σιχαμένη!

Η Δάφνη έτρεμε αλλά όχι μονάχα από οργή. Κάτι παράξενο γινόταν μέσα της. Κάτι που έμοιαζε με απέραντη ικανοποίηση. Αυτή η Δάφνη ΜακΚι από την Αθήνα και το Οχάιο, ασφαλής μέσα στο πολυτελές ξενοδοχείο του Παρισιού, αυτό το συγκεκριμένο βράδυ, βρισκόταν στο κέντρο μιας απίστευτης ιστορίας, σαν ηρωίδα ασπρόμαυρης ταινίας, που όμως δεν την άγγιζε καθόλου. Σε δύο μέρες καθισμένη στο café με τη Τζέιν και τη Ροσέλ, θα τους τη διηγόταν ανάμεσα σε καπουτσίνους και άφθονα τοστ. 

Τελευταία μέρα στο Παρίσι. Η Δάφνη τακτοποίησε τις βαλίτσες της γιατί θα πετούσαν πρωί – πρωί. Είχαν κανονίσει με τον Φρεντ να βρεθούν κατευθείαν στο «Chez Valerie» , το ρεστοράν-μπαρ όπου θα γινόταν το αποχαιρετιστήριο πάρτυ με τους σύνεδρους γιατί ο Φρεντ είχε κλείσει ένα επαγγελματικό ραντεβού και δεν πρόφταινε να περάσει να την πάρει. 

Στις οχτώ ακριβώς το τηλέφωνο χτύπησε. 

-Δάφνη; Ήταν ο Ντενί. Είμαι με το αυτοκίνητό μου απέναντι ακριβώς από το ξενοδοχείο. Κατέβα αμέσως γιατί δεν βρίσκω να παρκάρω. 

Έτσι επιτακτικά και η Δάφνη κατέβηκε αμέσως

-Που πάμε; Ρώτησε. 

-Θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη για χθες, είπε ο Ντενί και οδηγούσε. Και θέλω να σου δείξω το σπίτι μου. Γύρισε και της χαμογέλασε. Εκεί που θα έμενες τώρα, αν είχες μείνει μαζί μου, τότε. 

Είχαν φύγει από την πολλή κίνηση, το τοπίο καθαρότερο, στον ουρανό ένα ολοστρόγγυλο φεγγάρι. 

-Δεν πρέπει να αργήσουμε, είπε η Δάφνη. 

Είχαν περάσει τη Βουλώνη, ο Ντενί είχε στρίψει απότομα δεξιά κι από κει και πέρα όλα της ήταν άγνωστα, είχε την αίσθηση πως είχαν βγει έξω από την πόλη. 

-Εδώ, είπε ξαφνικά ο Ντενί και σταμάτησε μέσα σε μια ερημιά. Σχεδόν ερημιά γιατί λίγα λεπτά πριν είχαν διασχίσει μια πυκνοκατοικημένη λαίκή περιοχή. Ήταν ένα ψηλό κτίριο σε μια πλακόστρωτη αυλή. «Εδώ μένω» είπε ο Ντενί, «έχω αγοράσει τον όγδοο όροφο-Θα τα χάσεις όταν το δεις. Μόνο που θα ανεβούμε με τις σκάλες γιατί το ασανσέρ δεν είναι ακόμα έτοιμο». 

Ο Ντενί ανέβαινε πρώτος και η Δάφνη ακολουθούσε λαχανιασμένη. Τις εξηγούσε ποιοι έμεναν σε κάθε πάτωμα ώσπου έφτασαν στο δικό του. Μπήκαν μέσα κι ο Ντενί άναψε όλα τα φώτα. Η Δάφνη θαμπώθηκε. Ποτέ δεν είχε δει μια τόσο μεγάλη σάλα. 

-Όλα αυτά είναι δικά σου; 

-Έχω λεφτά τώρα, είπε ο Ντενί. τα χρειαζόμουν για σένα. 

-Μα εγώ δεν ήθελα από σένα λεφτά, είπε η Δάφνη. Δε μ’ ενδιέφεραν ποτέ τα λεφτά. 

-Τότε τι ήθελες; ρώτησε ο Ντενί. 

-Εσένα, είπε η Δάφνη και του γύρισε την πλάτη. 

-Τώρα σου φυλάω το καλύτερο, είπε ο Ντενί. Δώσε μου το χέρι σου. 

Διέσχισαν ένα διάδρομο με βαριές βιβλιοθήκες και φτάσαν μπροστά σε μια σιδερένια πόρτα. Ο Ντενί άνοιξε και άναψε το φως. «Μπες μέσα» είπε «Έλα, μη φοβάσαι, προχώρα. Τι βλέπεις; »Της έσφιγγε το μπράτσο δυνατά, η φωνή του έτρεμε. «Πες το λοιπόν δυνατά! Δυνατά να καταλάβω ότι θυμήθηκες. »

-Το δωμάτιό μας τότε, είπε η Δάφνη και νόμισε πως θα έκανε εμετό. 

Ήταν όντως το δωμάτιό τους. Έτσι όπως το είχε αφήσει. Το μεγάλο στρώμα από νοβοπάν στο πάτωμα, η γαλάζια κουβέρτα και τα σεντόνια. Η ξεκοιλιασμένη αυτοκρατορική πολυθρόνα που ο Ντενί είχε κουβαλήσει από τα παλιατζίδικα με τη μεγάλη μαξιλάρα για να κρύβει τη φθορά της. Το μικρό ξύλινο τραπέζι, οι αφίσες στους τοίχους και προπάντος η μπρούτζινη λάμπα με το κόκκινο αμπαζούρ που την άφηναν αναμμένη νύχτα μέρα γιατί το φως που έμπαινε από το παράθυρο που έβλεπε στην αυλή ήταν λιγοστό. 

-Είναι υπέροχο αυτό που έκανες, υπέροχο. Το έφτιαξες όπως ήταν τότε-κουβάλησες όλα τα πράγματα- η λάμπα, η πολυθρόνα- υπέροχο, έλεγε η Δάφνη και ξανά αυτό το ανακάτεμα στο στομάχι. 

-Έχω αυγά και μπέικον στο ψυγείο. Θα τηγανίσω να φάμε-θυμάσαι; Όπως τότε. 

-Είναι αργά Ντενί, πρέπει να φύγουμε. 

-Α όχι, είπε ο Ντενί, Δε θα φύγουμε. Θα μείνεις εδώ. 

-Δε γίνεται, είπε απελπισμένα η Δάφνη, αύριο φεύγω με την πρωινή πτήση. 

-Δεν κατάλαβες. Δε θα φύγεις καθόλου. Εδώ θα μείνεις. Τηλεφώνησε στον άντρα σου και πες του πως θα φύγει μόνος του. 

-Εντάξει αλλά άσε να…

-Τι; Ήρθε κοντά της και την αγκάλιασε. Της έβγαλε τη μπλούζα και την φιλούσε παντού. Η Δάφνη τον φιλούσε και κείνη, τον κρατούσε σφικτά. Ξαφνικά την άφησε απότομα. «Ψεύτρα!» είπε «ψεύτρα!-Μικρή παγωμένη Δαφνούλα. Με δουλεύεις για να κερδίσεις χρόνο. Τίποτα σπουδαίο δεν αντέχεις. Μόνο την ησυχία σου ζητούσες πάντα». 

-Την ησυχία μου αλλά με σένα, είπε η Δάφνη λυπημένα. 

-Εντάξει θα γίνει κι αυτό. Πάρε τώρα στο τηλέφωνο τον άνδρα σου. 

Δεν γίνονται έτσι τα πράγματα, είπε η Δάφνη και είχε την αίσθηση πως αυτά τα έλεγε κάποια άλλη μέσα σ’ ένα όνειρο. Θα πρέπει να του μιλήσω πρώτα, να του πω. 

-Τι; 

-Πως θα μείνω μαζί σου, είπε η ξένη φωνή. 

-Κουρασμένος, είπε ξαφνικά ο Ντενί, είμαι πολύ κουρασμένος. Να, πάρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου και φύγε μόνη σου. 

Η Δάφνη άπλωσε το χέρι της. 

-Όχι ακόμα. Πρώτα θα δεις αυτό. 

Άνοιξε το παράθυρο και μ’ ένα πήδημα βρέθηκε στο περβάζι. 

-Θα με δεις πρώτα να πέφτω. Τώρα είμαστε στον όγδοο, αν κατάλαβες δεν είναι το ισόγειο. 

-Δε θα το κάνεις, είπε ήρεμα η Δάφνη. Μια θανατερή ηρεμία. 

-Δάφνη δες. Δες με!

Είναι στο Οχάιο, μέσα σε ένα ξένο αυτοκίνητο που παίρνει φωτιά. Οι φλόγες θεριεύουν, τη γλύφουν. Όχι δεν είναι όνειρο, είναι πραγματικότητα. Μόνη σε μια ερημιά. Σ’ ένα αποτρόπαιο δωμάτιο στον όγδοο όροφο. Μ’ ένα ψηλό γαλλικό παράθυρο κι ο Ντενί μόλις έδωσε μια και βούτηξε στο κενό. Είχε μεγαλώσει στην Κυψέλη με μια απαίσια μητέρα και μια μικρότερη αδερφή που πέθανε. Είχε ένα όνειρο να πάει στο Παρίσι. Γνώρισε έναν άνδρα κι έμεινε μαζί του δύο χρόνια που τη γέμισαν κατάθλιψη. Παντρεύτηκε έναν άλλο κι έφυγε μαζί του στο Οχάιο. Ο πρώτος καιρός κύλησε σ’ ένα λήθαργο που διέκοπταν τις νύχτες εφιάλτες. Είχε συνηθίσει και τις άρεσε. 

Η Δάφνη έκλεισε την πόρτα πίσω της, κατέβηκε προσεκτικά τις πολλές σκάλες, έφτασε στην είσοδο, την άνοιξε και βγήκε έξω. «Είμαι τυχερή» σκέφτηκε. «Αυτός τα άφησε όλα ξεκλείδωτα». 

Πρώτα είδε το αυτοκίνητο, «αυτός» πεσμένος λίγο πιο μακριά. Τον είδε κι ένιωσε μια βαθειά αποστροφή. «Ήταν ένα σκουπίδι» είπε μέσα της. «Ένα σκουπίδι που έπαιρνε ναρκωτικά και τρομοκρατούσε τον κόσμο. Σίγουρα τα διακινούσε κιόλας, η Οντρέ είχε πει την αλήθεια, από κει και τα πολλά χρήματα που είχε». 

Τα δόντια της χτυπούσαν. Γινόταν θόρυβος φοβερός μέσα στο κεφάλι της. «Είμαι τυχερή που έχει φεγγάρι απόψε αλλιώς θα έχανα τον προσανατολισμό μου σ’ αυτή την ερημιά». Άρχισε να περπατά γρήγορα προς την αντίθετη κατεύθυνση απ’ όπου είχαν έρθει. 

Σε λιγότερο από μία ώρα είχε φτάσει στο ξενοδοχείο. Πήρε στο κινητό του τον Φρεντ. 

-Δεν θα το πιστέψεις, του είπε, αλλά νυστάζω. Με πείραξε το κλίμα. Πάω να κοιμηθώ-μη με ξυπνήσεις όταν έρθεις. καλή διασκέδαση, ακούω μουσική. Και Φρεντ…

-Ναι; 

-Δε θέλω να ξαναφύγουμε από το σπίτι μας. 

-Α όχι! είπε ο Φρεντ και γέλασε δυνατά, εγώ πέρασα υπέροχα. Υπέροχα!

Επαναλάμβανε μ’ ένα γέλιο που της φάνηκε σαν ασελγές. 

[Το διήγημα αποτέλεσε (με κάποιες μικρές μετατροπές) τμήμα του μυθιστορήματός “Ραγδαία επιδείνωση” (Πατάκης, 2008)]

Ο Θανάσης Χειμωνάς γεννήθηκε το 1971 στην Αθήνα. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με δύο διηγήματα στην εφημερίδα “Τα Νέα”. Είναι πτυχιούχος φιλολογίας του πανεπιστημίου του Στρασβούργου, σπούδασε κινηματογράφο στο ίδιο πανεπιστήμιο και δημοσιογραφία στο Λονδίνο. Έχει εκδώσει τα βιβλία Ραμόν (Κέδρος, 1998), Σπασμένα Ελληνικά (Κέδρος, 2000), Aνεξιχνίαστη ψυχή (Πατάκης, 2003), Μπλε Ώρα (Πατάκης, 2005), Ραγδαία Επιδείνωση (Πατάκης, 2008), Δεν την αγαπάω πια (Πατάκης, 2010). Το 2002 ο «Ραμόν» εκδόθηκε και στην Γαλλία από τον εκδοτικό οίκο AlterEdit, ενώ το 2003 ακολούθησαν τα «Σπασμένα Ελληνικά».