Youmag.gr
της Μαρίας Μπάστα * “Μυρίζουν; Δεν μυρίζουν; Και γιατί είναι κίτρινα με φουσκάλες τα ούρα μου;” αυτά ρωτούσε τον καθρέφτη της η κυρία Κορνηλία...

της Μαρίας Μπάστα *

“Μυρίζουν; Δεν μυρίζουν; Και γιατί είναι κίτρινα με φουσκάλες τα ούρα μου;” αυτά ρωτούσε τον καθρέφτη της η κυρία Κορνηλία εκείνο το πρωί της τελευταίας της μέρας στη δουλειά.

Όμως, οι καθρέφτες πια έχουν πάψει να έχουν γνώμη και λαλιά από τον καιρό της Χιονάτης και έτσι το μπερδεμένο της είδωλο την κοιτούσε εξίσου απορημένο και ανήσυχο για την κατάσταση της υγείας της.

Η μύτη της, αυτή η λεπτή και καλοβαλμένη κομάντο, ανέλαβε να φέρει σε πέρας τη βρώμικη δουλειά. Την έφερε όσο πιο κοντά μπορούσε στην λεκάνη, πήρε μία γερή μυτιά από το αναδυόμενο άρωμα της ουρίας και επέστρεψε πάλι στο κανονικό της ύψος, μαζί με το υπόλοιπο κεφάλι.

Θέλεις να μειώσεις τον λογαριασμό του ρεύματός σου; Είναι απλό!

Τα νέα ήταν δυσοίωνα, μία άσχημη μυρωδιά σαν πύον έφτασε αρχικά στους πόρους της μύτης της και τελικά στη γραμματεία του εγκεφάλου για να προωθηθεί για οσφρητική επεξεργασία στο κατάλληλο τμήμα έρευνας και υποστήριξης μυρωδιών.

“Πρέπει να πάω στο γιατρό…” σκέφτηκε η Κορνηλία και ένα ρίγος διαπέρασε την πλάτη της. Δεν ήταν φόβος για τον γιατρό αυτό που ένιωθε, αλλά τι θα γινόταν αν αναγκαζόταν να βγάλει τα ρούχα και το εσώρουχό της μπροστά του; Εδώ δεν είχε λυγίσει ούτε όταν ο μπαμπάς της, ο αξιότιμος τυρέμπορας κύριος Αγησίλαος, της είχε φέρει ένα μπάτσο για γαμπρό, όταν εκείνη είχε μόλις αποφοιτήσει από τη Φιλοσοφική.

Στα δύο-τρία ραντεβού που βγήκαν, ο μπάτσος ήθελε πάντα σεξ και η Κορνηλία που φοβόταν για την τιμή της, έσφιγγε τα πόδια της γερά για να μην τον αφήσει να της χαλάσει ό,τι πιο ιερό είχε. Όταν δήλωσε στον μπαμπά της πως δεν θα τον πάρει τον μπάτσο, ο γερο-τυρέμπορας τη χαστούκισε, αλλά έμεινε με το στόμα ανοιχτό όταν έμαθε πως ο ήρως χωροφύλαξ ήτο ανήθικος και διαφθορέας κορασίδων. Έτσι, αντί για προικώον- πακέτο μαζί με την άβουλο κόρη, ο μπασκινάκος μας πήρε μετάθεση για τον Έβρο, ήταν Χούντα άλλωστε και έπρεπε να προσέχει τις ορέξεις και τις ορμές των 26 χρόνων του.

Ο γιατρός λοιπόν, όχι μόνο θα την κοιτούσε σε μέρος που ανέκαθεν ντρεπόταν η Κορνηλία να δείξει, αλλά και ποιος ξέρει τι άλλο θα έκανε εκεί μέσα; Μπορεί να έχωνε μαχαίρια, σφυριά, δρεπάνια και πριόνια, μπορεί ακόμα να ήθελε να χτίσει κανένα τοίχο από τσιμέντο μέσα στο αιδοίο της.

Τα ήξερε αυτά, είχε δει ένα ντοκιμαντέρ παλιότερα στη ΝΕΤ για τα μεσαιωνικά βασανιστήρια, το οποίο την είχε πείσει πως οι άνθρωποι είναι ικανοί για τα πιο φρικτά πράγματα. Γιατί όχι και ο γιατρός;

Με κάθε burger, δώρο αναψυκτικό 330ml!

Κουνώντας απελπισμένα το κεφάλι της, πήγε στο δωμάτιο της να φορέσει την καθιερωμένη στολή της: ένα άσπρο πουκάμισο με ζωγραφισμένους κύκνους πάνω του, μαζί με την μαύρη και μακριά σαν ράσο φούστα της. Πήρε και τη τσάντα με τα βιβλία της και βγήκε να πάει στο λύκειο που εργαζόταν ως φιλόλογος.

Όταν μπήκε στο γραφείο για την καθιερωμένη μασημένη “καλημέρα”, ο διευθυντής του σχολείου, ένας καλοζωισμένος θεολόγος με κόκκινα μάγουλα, της ανακοίνωσε ότι μετά το μάθημα θα έπρεπε να ξαναπάει στο γραφείο για μία μικρή γιορτούλα. Η Κορνηλία τον χαιρέτησε, τον βεβαίωσε πως θα πήγαινε, και παράλληλα ένιωσε την κύστη της να στέλνει τις πρώτες πιέσεις απελευθέρωσης, αλλά έπρεπε να πάει για μάθημα, όχι στην τουαλέτα.

Πρώτη ώρα είχε με την δευτέρα τάξη, αρχαία ελληνικά. Αυτά τα βρομόπαιδα έκαναν πάρτι κάθε φορά που την συναντούσαν στο πρόγραμμα, πετούσαν σαΐτες πίσω από την πλάτη της κάθε φορά που έγραφε στον πίνακα, κάποτε της είχαν βάλει ένα ολόκληρο χταπόδι στην καρέκλα της για να κάτσει και να γλιστρήσει, και γενικά μόνο που δεν έψηναν κοκορέτσι μέσα στο τμήμα την ώρα της Κορνηλίας.

Ο ήχος των βημάτων της από τα μοβ σαμπό ακούστηκε στην τάξη και ο τσιλιαδόρος φώναξε: “Έρχεται η Γκοντάϊβα, σύρμα ρε!!!”.

Η δύστυχη είχε πέσει θύμα της αχαλίνωτης φαντασίας των μαθητών της: κάποτε μία κοπέλα είχε πει “Φαντάζεστε την Κορνηλία γυμνή πάνω σε άσπρο άλογο;” και όλο το σχολείο γέλασε μέχρι δακρύων με την παράλογη εικόνα. Έτσι, λόγω που δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να καβαλήσει άλογο γυμνή, ταυτίστηκε με την ξεδιάντροπη Αγγλίδα λαίδη.

Η Κορνηλία δαγκώθηκε όταν άκουσε τον τσιλιαδόρο της τάξης, γιατί το προσωνύμιο της “Γκοντάϊβα” της έφερνε στο μυαλό την ανησυχία πως “Τώρα που μιλάμε, μπορεί ένας λιμενοφύλακας στον Καναδά ή ένας Ιάπωνας μαθητής να βλέπουν τη φωτογραφία μου στο ίντερνετ και Κύριος οίδε τι κάνουν με αυτή…!!!!”, καθώς ήταν πεπεισμένη πως τα αλητάκια τής είχαν φτιάξει ανάλογη της Γκοντάϊβα και του άθλου της, φωτογραφία στο photoshop, με το κεφάλι της να φιλοξενείται πάνω σε γυμνό γυναικείο σώμα καβαλάρισσας, η οποία φωτογραφία γύρευε σε ποια πέρατα του ίντερνετ θα είχε φτάσει.

Πράγματι, το άλογο της λαίδης περιέφερε την Κορνηλία και ένα γυμνό ξένο σώμα ανά το γύρο του κόσμου, ενώ οι κύκνοι στο πουκάμισό της αναστέναξαν λυπητερά για τη σεμνή κυρία τους και τα πάθη της, την ώρα που η Κορνηλία έμπαινε στην τάξη για το τελευταίο μάθημα αρχαίων στην ήρεμη μέχρι αηδίας καριέρα της.

Ήταν συγκινημένη, κοίταξε τους μαθητές και κάτι έκανε να πει για την τελευταία φορά που έμπαινε σε τάξη, αλλά τα βαριεστημένα βλέμματα και των τριών φυλών της τάξης: emo-κάγκουρες-ροκάδες, δεν μπορούσαν να συμμετάσχουν στη συναυλία από θλιβερά βιολιά που διηύθυνε η Κορνηλία. Έτσι, ξεκίνησε το μάθημα ρωτώντας για τους χρόνους του “άγω”, και αφού κανείς δεν βρέθηκε να τους θυμάται, τους απήγγειλε για εκατομμυριοστή φορά η ίδια. Στο “ήγαγον” θεώρησε καλό να γράψει τον Αόριστο Β’ στον πίνακα γιατί “Όλοι πρέπει να ξέρουμε τους δεύτερους αόριστους”, αλλά το χρατς – χρουτς της κιμωλίας δεν στάθηκε ικανό να σκεπάσει ένα “Άει γαμήσου μωρή και εσύ, πρωί πρωί” που μία βραχνή φωνή αγοριού μόλις είχε ξεβράσει στην παραλία της διδασκαλίας της.

Γύρισε με το χέρι μετέωρο, την κιμωλία ακόμα στα δάχτυλά της, και το στόμα στρογγυλό ως ένδειξη του μίνι εγκεφαλικού που της έφερε η δήλωση του νεαρού. Πριν όμως προλάβει να μπινελικώσει τα παλιόπαιδα με ό,τι πιο hard core βρισιά μπορούσε να ξεστομίσει, δηλαδή “Άει στον κόρακα!”, η κύστη της της έστειλε σήματα sos: άντεχε ακόμα μεν, αλλά καλά θα ήταν να πήγαινε τουαλέτα a-s-a-p!!!! Αυτό ήταν!!!

Ανέβηκε στην έδρα στενοχωρημένη και ανήσυχη, όχι μόνο γιατί είχε χάσει την όρεξή της για μάθημα, αλλά κυρίως έπρεπε να σφίξει τα πόδια για να αποτρέψει το μοιραίο κατούρημα.

Δεν ήταν ώρα ακόμα για τουαλέτα, το διάλειμμα θα ερχόταν σύντομα και ποτέ άλλωστε δεν είχε φύγει στη μέση του μαθήματος για να πάει στο wc. Ξεφυσώντας από αγωνία, απήγγειλε στίχους του Ιακωβάκη Ρίζου Νερουλού, που ήταν ο αγαπημένος της ποιητής, αφού ήταν η τελευταία της ώρα ως φιλόλογος σε σχολείο και είχε δικαίωμα να κάνει ό,τι ήθελε. Τα παιδιά άλλωστε την είχαν διαγράψει προ πολλού από τις αισθήσεις τους και επιδίδονταν σε δαχτυλισμούς στις οθόνες των i-phones τους.

Και αφού πέρασαν αιώνες, κάποτε χτύπησε το κουδούνι!!! Η κύστη της Κορνηλίας είπε στους κύκνους του πουκαμισού της να της μεταφέρουν ότι “Βιάσου, η Σμύρνη μάνα καίγεται!!! Θα έχουμε ατυχήματα αν δεν πας καμπινέ, λέμεεεε!!!!!” και εκείνη ήταν έτοιμη να υπακούσει αν ο διευθυντής δεν την παρέσερνε στο γραφείο για την μικρή τελετή για την συνταξιοδότησή της.

Σε ποιον να υποχωρούσε; Στην κύστη ή στον χοντρό θεολόγο;

Στην κουρτίνα ένα είχε ανακούφιση και αναίδεια προς την προϊσταμένη αρχή, αν όμως διάλεγε την κουρτίνα δύο, θα ήταν ως την έσχατη ώρα η τυπική και σωστή Κορνηλία έστω και με κίνδυνο να κατουρηθεί. Ο τυρέμπορας μπαμπάς Αγησίλαος την κοίταξε αυστηρά, και η δύστυχη αφέθηκε να τη σύρουν ως το γραφείο των καθηγητών.

Χαιρέτησε τις συναδέλφισσες που αντάλλασσαν συνταγές για τυρόπιτα, τον μαθηματικό που μιλούσε μόνο για εξισώσεις φτύνοντας σάλια και μαθηματικούς νόμους, και τελευταίο τον φυσικοχημικό του σχολείου: έναν τελειωμένο χίπη στην ηλικία της, με Harley μηχανή και μπλούζες ροκ συγκροτημάτων που δεν έβγαζε ποτέ.

Τον συμπαθούσε ιδιαίτερα τον φυσικό γιατί κάποτε την είχε αποκαλέσει “Κορνηλίτσα, Λίτσα, Λιτσάκι μου!!!”, άσχετα αν όλοι στην πόλη τον κακολογούσαν για τα μεθύσια του από την Παρασκευή το βράδυ μέχρι την Κυριακή το απόγευμα, τους τρεις γάμους του, και τα έξι νόμιμα και νόθα παιδιά του. Ήταν όμως γερός επιστήμονας και έτσι όλοι ξεχνούσαν πως ρουφούσε ουίσκι σαν νεροφίδα, μιας και οι μαθητές του κατανοούσαν με άνεση τους νόμους του Νεύτωνα και το γιατί τα μπαλάκια κουνιούνται μεταδίδοντας την κίνηση τους το ένα στο άλλο, στο γνωστό διακοσμητικό γραφείου.

Η Κορνηλία έκατσε στην αναπαυτική πολυθρόνα του γραφείο της, και προσπάθησε να χαλαρώσει.

Η ουροδόχος κύστη της όμως είχε άλλη άποψη και έστειλε τις πρώτες υγρές της μελωδίες στο εσώρουχο της φιλολόγου. Εκείνη τινάχτηκε απότομα προς τα εμπρός και έκανε αυτό που ήξερε να κάνει πάντα: έσφιξε τα μπούτια της για να αποτρέψει το αμάξι της φύσης να βγει στην έξοδο “Ρόμπα Ξεκούμπωτη” στη διασταύρωση των λεωφόρων Σώματος-Κοινωνίας.

Ο θεολόγος διευθυντής είχε ήδη αρχίσει το λογύδριο του για την “Λαμπρή συνάδελφο που συνταξιοδοτείται” και αφού κανείς δεν έδινε σημασία, αποφάσισε να τελειώνει με την απονομή ενός δώρου-έκπληξη που είχαν αγοράσει όλοι για την Κορνηλία: της είχαν πάρει ένα μίξερ, λες και τόσα χρόνια στα σχολεία δεν είχαν γίνει πανέ τα μυαλά της, λες και ήθελε βοήθεια να τα κάνει ακόμα πιο νιανιά!!!

Ο διευθυντής τής πρότεινε το κουτί με τη συσκευή, και όπως η Κορνηλία σηκώθηκε μερικά εκατοστά για να τεντωθεί, η βαρύτητα χαλάρωσε την πίεση που ασκούσαν τα πόδια της και τα ούρα κατόρθωσαν επιτέλους να βρουν την προαιώνια οδό για την έξοδό τους.

Ένα στιγμιαίο εγκεφαλικό ανείπωτης ντροπής χτύπησε την φτωχή καθηγήτρια και όπως πριν στην τάξη, έτσι και τώρα δεν μπορούσε να κουνήσει ούτε το χέρι της, ούτε το στόμα της μπορούσε να αρθρώσει λέξεις.

Το εσώρουχό της, η φούστα της και η δερμάτινη καρέκλα φιλοξενούσαν μία μικρή λίμνη, τη δημιουργία της οποίας η Κορνηλία δεν μπορούσε παρά να γιορτάσει με το γνωστό τραγούδι ανακούφισης: “Ουφφ!!”. Όλοι στο γραφείο είχαν αντιληφθεί τι είχε συμβεί -ακόμα και το ούφο της ομάδας, ο σαλιάρης μαθηματικός δηλαδή- και είχαν παγώσει από αμηχανία. Οι κύκνοι στο πουκάμισό της κρύφτηκαν στα πούπουλά τους από ντροπή και ο γερό-τυρέμπορας μπαμπάς Αγησίλαος ανέλαβε να μαλώσει την άθλια κόρη του με την πιο φριχτή και επιτιμητική του επίσκεψη στο μυαλό της.

Η Κορνηλία όμως είχε ήδη μπει στη λίμνη της αναίδειας, και χωρίς πολλά ξαπόστειλε τον Αγησίλαο, όπως οι μαθητές της: “Άει γαμήσου και εσύ, ρε πατέρα!!!” και έτσι σφραγίστηκε μία ετεροχρονισμένη και από δεκαετίες αργοπορημένη εφηβική επανάσταση μίας κοπελίτσας, που κάποτε είχε σχέδια να γίνει αρχαιολόγος, να σκάβει στα βουνά και να παντρευτεί από έρωτα έναν επαναστάτη σαν τον Τσε Γκεβάρα.

Η Κορνηλία λέγοντας αναίδειες στη μορφή του μπαμπά, ξαναγύρισε σε εκείνο το κοριτσάκι και έτσι ανέβηκε πάνω στο γραφείο της.

Τέντωσε τα χέρια της οριζόντια και πήρε το πιο επίσημο ύφος της: “ΜΗΔΕΝΑ ΠΡΟ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ ΚΑΚΑΡΙΖΕ” είπε χαμηλόφωνα, για να φωνάξει με όλη τη δύναμή της αμέσως μετά: “ΜΗΔΕΝΑ ΠΡΟ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ ΚΑΚΑΑΑΑΡΙΖΕΕΕΕΕ!!!!!”.

Αν οι υπόλοιποι καθηγητές πριν είχαν παγώσει, τώρα δεν μπορούσαν να βγάλουν λέξη από το στόμα τους, μάλλον φοβόντουσαν πως “Η τρελή αποτρελάθηκε και θα μας περιλάβει με τα τασάκια…”. Έτσι, όλοι με πρώτο το διευθυντή, χωρίς να μείνουν να ακούσουν τα αρχαία κακαρίσματα της Κορνηλίας, έβγαλαν φτερά και έφυγαν όσο πιο μακριά μπορούσαν από το γραφείο.

Έμεινε μόνη η Κορνηλία, ή μάλλον όχι μόνη, ο φυσικός με τη Harley ήταν πολύ αλάνι για να φοβηθεί: αντίθετα γούσταρε τρελά τη νέα έκδοση της πρώην γυναικούλας, και έτσι την κοιτούσε με ένα γοητευτικό χαμόγελο.

Η επαναστατημένη τέως άβουλη κόρη τον έδειξε με το δάχτυλό της: “Εσένα σε θέλω να με πας βόλτα με τη μηχανή σου!” του είπε αποφασιστικά, την ώρα που οι κύκνοι το έσκαγαν από το πουκάμισό της, λόγω της αχαρακτήριστης συμπεριφορά της Κορνηλίας. “Ό,τι γουστάρεις και αγαπάς, ζαργάνα μου!!!” απάντησε ο φυσικός του σχολείου και της πρότεινε το χέρι του για να φύγουν αγκαζέ. “Ε, μην λερώσω και τη σέλα της Harley, περίμενε να βγάλω τη φούστα μου και φύγαμε!” σκέφτηκε μεγαλοφώνως η Κορνηλία.

Η λαίδη Γκοντάϊβα έφευγε από το σεμνό επαρχιακό σχολείο που δίδαξε τόσα χρόνια πιασμένη αγκαζέ με τον Ιππότη του Ηλεκτρομαγνητισμού, μπροστά στα έκπληκτα μάτια του θεολόγου διευθυντή και των υπολοίπων μισερών καθηγητών του σχολείου.

Η ουροδόχος κύστη της Κορνηλίας είχε μολυνθεί με τα πιο χυδαία και αναρχικά μικρόβια, και η επανάσταση είχε στεφθεί με απόλυτη επιτυχία!

Η Μαρία Μπάστα γεννήθηκε το 1978 στον Πύργο Ηλείας, όπου και κατοικεί σήμερα ως μόνιμη ακόλουθος της πυργοδέσποινας. Σπούδασε Κλασσική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας και Αρχαίο Μύθο στο University of Wales Trinity Saint David. Η πρώτη γνωριμία με τις λέξεις άρχισε στην εφηβεία ως έκφραση ενός έρωτα που δεν βγήκε ποτέ βόλτα στα στενά. Συνεχίζει να γράφει από τον προηγούμενο αιώνα μέχρι την πρώτη δεκαετία -και κάτι ψιλά- του δύο χιλιάδες μετά Χριστόν. Ελπίζει να γράφει μέχρι για πολλά χρόνια μετά.