Youmag.gr

Δίηγημα: Η Σπηλιά

Stories 1 Απριλίου, 2020 admin

της Άννας Καντή * Καθώς έστριβε το τιμόνι της βάρκας προς το στόμιο της θαλάσσιας σπηλιάς, κάτι μέσα του τού έλεγε “μην μπεις, πρόσεξε,...

της Άννας Καντή *

Καθώς έστριβε το τιμόνι της βάρκας προς το στόμιο της θαλάσσιας σπηλιάς, κάτι μέσα του τού έλεγε “μην μπεις, πρόσεξε, μην μπεις”. Αλλά μπήκε. Ξημέρωνε, μόλις είχε μαζέψει τα δίχτυα και είπε να κάνει μια περιήγηση, προτού αράξει στο λιμάνι. Βραχώδες το νησί, με πολλά μυστικά κρυμμένα στα βράχια του κι αυτήν τη σπηλιά, στ΄ αλήθεια, πρώτη φορά την ανακάλυπτε. 

Άναψε το φακό του, έσβησε τη μηχανή και έσκυψε για να μη χτυπήσει στο άνοιγμα. Μια απόκοσμη σιωπή τον τύλιξε, ενώ φώτισε ψηλά, να δει αν μπορούσε να σταθεί όρθιος. Μπορούσε. Φώτισε κι απέναντι, το φως βρήκε το τοίχωμα αρκετά μέτρα παραπέρα. Και το πλάτος δεν ήταν πολύ μικρό, μπορούσε να κάνει το γύρο της σπηλιάς με τη βάρκα του. Ακούμπησε με το χέρι το βράχο κι ένιωσε υγρά φύκια φυτρωμένα και ως εκεί που έφτανε το νερό πεταλίδες. 

Με κάθε νέα σύνδεση ρεύματος ή φυσικού αερίου κερδίζετε 50€ δωροκάρτα Shell

Έκανε κουπί ως το κέντρο της σπηλιάς. Του ήρθε τότε και φώναξε: “Ήρθα!” Η φωνή του χτύπησε στο βράχο και μες στην ησυχία αντήχησε ξανά. “’Ηρθεεες… ” ‘Έτσι του φάνηκε πως άκουσε. Ξαναδοκίμασε: “’Ηρθα!” “Ήρθεεες…”, αντήχησε και πάλι. Παραξενεύτηκε. Φώτισε μηχανικά ένα γύρο τη σπηλιά, μήπως δεν ήταν μόνος του. Το ήξερε πως ήταν. 

Εκείνη τη στιγμή, λίγες ηλιαχτίδες απ’ τον πρωινό ήλιο τρύπωσαν στη σπηλιά. Έσβησε το φακό κι απόμεινε για λίγο απορημένος να θαυμάζει το γαλάζιο του νερού και της γαλήνης. Ξάφνου, θυμήθηκε τη μάνα του που τον περίμενε στο σπίτι, Κυριακή σήμερα, της είχε υποσχεθεί να τη συνοδέψει στην εκκλησία. 

Κίνησε να φύγει, είχε χαράξει πια για τα καλά, έβαλε μπρος τη μηχανή, μετά από λίγο έφτασε στο λιμάνι, συμμάζεψε τη βάρκα, πήρε το τελάρο με τα ψάρια, τους έριξε πάγο κι άρχισε να ανηφορίζει για το σπίτι. 

Η μάνα του τον κοίταξε κάπως ανήσυχη, αλλά δεν είπε τίποτα, δε συνήθιζαν να λένε πολλά, τόσα χρόνια μαζί κουράστηκαν πια να μιλάνε. Τους τελευταίους μήνες, εξάλλου, δεν ένιωθε πολύ καλά, περνούσε αρκετές ώρες στο κρεβάτι και η Κυριακή ήταν η μόνη της έξοδος και συναναστροφή με κόσμο. 

Έκανε στα γρήγορα ένα μπάνιο, άλλαξε ρούχα και καθώς πλησίαζαν στην εκκλησία ένιωσε πάλι εκείνη την απέχθεια που ένιωθε από μικρός για τις Κυριακές και την επισημότητα που τις διέπει. Αυθόρμητα, του ήρθε στο μυαλό το όνειρο που είχε δει χρόνια πιο πριν, την εκκλησία στις φλόγες, ο κόσμος να τρέχει αλαφιασμένος κι αυτός σε μιαν άκρη να χαμογελά ανάλαφρος κι ευτυχισμένος. Δεν ήταν κακός, δεν είχε πειράξει ποτέ κανέναν, αλλά για μια στιγμή μονάχα σκέφτηκε “και γιατί όχι, ντουβάρια είναι, θα ξαναχτιστούν, καιρός να αλλάξουμε συνήθειες για λίγο. “

δι΄ ευχών των αγίων

Είδε τη σκέψη του να φεύγει, να χάνεται στο μαύρο διάστημα κι έπειτα να ξαναγυρνά σ΄αυτόν με μια σφραγίδα πάνω της. Αναρρίγησε, θυμήθηκε την αυγή στη σπηλιά τον αντίλαλο της φωνής του και τρόμαξε λιγάκι. Ευτυχώς, είχαν αργήσει αρκετά για τη λειτουργία, άκουσε το “δι΄ ευχών των αγίων… “του παπά και βιάστηκε να βγει στο προαύλιο, να αποφύγει τις πολλές χαιρετούρες με τους συγχωριανούς του. 

Η αλήθεια ήταν πως από τότε που χάσανε σ΄εκείνη τη φουρτούνα τον πατέρα, είχε κλειστεί στον εαυτό του. Έβλεπε στο βλέμμα των άλλων μια συμπόνια που δεν τον άγγιζε και δεν ήθελε πολλά – πολλά μαζί τους. Τι κι αν ήταν κι αυτός στη βάρκα εκείνο το βράδυ, μικρό παιδί ήταν, σαν από θαύμα σώθηκε ο ίδιος, πώς θα μπορούσε τάχα να βοηθήσει; Αλλά στο βλέμμα των άλλων έβλεπε τη σχεδόν βεβαιότητα, πως, δεν μπορεί, κάποιες ενοχές θα έπρεπε να τις έχει, μα δεν είχε καμιά κι εκνευριζόταν που δεν μπορούσε να τους το πει. 

Με κάθε burger, δώρο αναψυκτικό 330ml!

Η επόμενη βδομάδα πέρασε ήρεμα, ψάρεμα, μετά σπίτι, μπάλωμα τα δίχτυα, άντε κανέναν καφέ το βραδάκι και νωρίς για ύπνο. Προς τη σπηλιά δεν ξαναπήγε, αλλά όταν έφτασε η Κυριακή, καθυστέρησε πάλι λίγο παραπάνω, σκόπιμα αυτή τη φορά κι όταν τελικά έδεσε τη βάρκα του, είδε καπνούς απ΄την πλευρά της εκκλησίας. Έτρεξε προς τα κει, είδε τον κόσμο με λάστιχα και με κουβάδες, πρόσεξε και τα καλά τους ρούχα που ‘χαν μαυρίσει. 

Είχε μεθύσει το προηγούμενο βράδυ ο επιστάτης, του είπανε, ζαβλακωμένος το πρωί πέταξε κάτι κεριά χωρίς να τα σβήσει, έτυχε να ‘χει και χαρτιά ο κουβάς, πήραν φωτιά και πριν το αντιληφθεί κανείς λαμπάδιασαν στασίδια και εικόνες. 

Κοίταζε αποσβολωμένος, μέχρι κι ο παπάς τον χτύπησε στον ώμο, “μην κάνεις έτσι, παλικάρι μου, γεροί να είμαστε, θα χτίσουμε άλλη εκκλησιά. ” Κάποια στιγμή συνήλθε, είχε αρχίσει να σβήνει η φωτιά, έτρεξε προς τη θάλασσα, να δει το μάτι του γαλάζιο, να ηρεμήσει. 

Δεν καταλάβαινε τίποτα και καταπιάστηκε να φτιάχνει κάτι στη βάρκα για να μη σκέφτεται. Ξεχάστηκε εκεί για ώρα. Είχε μικροζημιές η βάρκα, είχε και καιρό να τη βγάλει στο καρνάγιο. Βέβαια, στο ψάρεμα ταλαιπωρούνταν διπλά μ΄αυτές τις αβαρίες, “να ‘χα τουλάχιστον ένα βοηθό”, σκέφτηκε. Και πάλι η σκέψη του σαν γράμμα έφυγε και ξαναγύρισε σε φάκελο με βούλα. Ναι, καλά, αυτά που έβγαζε από το ψάρεμα ίσα που έφταναν για ‘κεινον και τη μάνα του, πού να τα βρει για να πληρώσει βοηθό;

Δεν απόσωσε, όμως, ο θεός τη μέρα του κι άκουσε βήματα να τον πλησιάζουν. Ήταν ακόμα στη βάρκα του. Είχε μιλήσει τηλεφωνικά με τη μητέρα του, της είπε για το συμβάν κι ότι θ΄αργούσε να επιστρέψει. Γύρισε κι είδε το μικρότερο γιο του παπά να στέκεται στην αποβάθρα. 

– “Γεια σου, καπετάνιο μου”, του είπε χαμογελώντας. “Κακό μεγάλο σήμερα, μα κι οι συμφορές για τους ανθρώπους είναι και όλα, στο τέλος, για καλό. Να κι εγώ με τη φωτιά, κάθισα και σκέφτηκα και τ΄αποφάσισα. Τις βαρέθηκα τις ψαλμωδίες και τα μανουάλια. Εγώ είμαι για τη θάλασσα, δεν είμαι γι΄αυτά. Θα με πάρεις κοντά σου, να μάθω τη δουλειά; Δε θέλω τίποτα για μίσθωμα. Θα βοηθήσει κι ο πατέρας μου είπε, όταν του εξομολογήθηκα πόσο την αγαπώ τη θάλασσα και θέλω να τη μάθω. “

Έτριψε το μέτωπό του, ο ήλιος είχε πέσει από ώρα, μα τότε τι τον έκαιγε κι ένιωθε να ζαλίζεται;

– “Σήμερα, ξέρεις, σκεφτόμουν… “, πήγε να πει. Άλλαξε γνώμη. “Θα σε πάρω”, είπε απλώς και έσκυψε να συνεχίσει τη δουλειά του. 

Στα επόμενα ψαρέματα ο νεαρός αποδείχτηκε πολύτιμος. Μάθαινε γρήγορα, τον ξεκούραζε, ήτανε πάντα γελαστός και του έφτιαχνε τη διάθεση, φροντίζοντας παράλληλα να ‘ναι διακριτικός, όταν εκείνος έμοιαζε χαμένος στις σκέψεις του. Τέσσερα χέρια τα καταφέρνουν καλύτερα από δύο και η ψαριά σιγά – σιγά μεγάλωνε, ώστε μετά από λίγους μήνες μπορούσε να χαρτζιλικώνει το πρώην παπαδάκι για τον κόπο του. 

Αλλά ο νους του ήταν συνήθως αλλού. Η σπηλιά. ο αντίλαλος, η σφραγίδα, οι σκέψεις που επέστρεφαν και οι ευχές που έβγαιναν αληθινές… Τι σχέση μπορεί να είχαν όλα αυτά μεταξύ τους; Προσπάθησε να ευχηθεί κάτι μικρό κι ανώδυνο, όπως το ν΄αλλάξει μηχανή στη βάρκα. Μετά ευχήθηκε πιο σοβαρά να βρει μια γυναίκα να ερωτευθεί, να γλιτώσει από τη μιζέρια της μοναξιάς. Δεν έγινε τίποτα. Καμιά από τις προμελετημένες ευχές του δεν είδε να γυρίζει σφραγισμένη και να πραγματοποιείται. “Μπορεί να ήτανε συμπτώσεις τελικά”, άρχισε να καθησυχάζει τον εαυτό του. 

Κάποιο μεσημέρι, είχε μπει το καλοκαίρι για τα καλά, έκοβε βόλτες στο γιαλό και μάζευε κι από κανένα δόλωμα. Ντάλα ο ήλιος τον βασάνιζε, “ε ρε και να ‘ριχνε καμιά βροχή”, ευχήθηκε κι άρχισε να μουρμουρίζει ένα τραγούδι για το χειμώνα. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και μαζεύτηκαν σύννεφα και ξέσπασε καλοκαιριάτικο μπουρίνι. 

“Ώστε είναι ακόμα εδώ”, συλλογίστηκε. Μέσα του, σιγά – σιγά, αυτό το κάτι που δεν καταλάβαινε άρχισε να προσωποποιείται, να γίνεται κάποιος. Κάποιος που άκουγε τις σκέψεις του κι έβγαζε αλήθεια τις ευχές του. Ίσως να ήταν κάποιος που είχε στοιχειώσει από παλιά τη σπηλιά και μπαίνοντας στοίχειωσε και τον ίδιο. 

Μα δεν τον ήθελε άλλο κοντά του τούτον το δαίμονα. Ήταν ευχή, μα ήταν και κατάρα. Δεν ήταν άγιος να εύχεται μόνο καλοσυνάτα πράγματα. Τι να την κάνεις τέτοια δύναμη, αν δεν μπορείς να την ελέγξεις;

Άρχισε να φοβάται τον ίδιο του τον εαυτό. Προσπαθούσε να μη σκέφτεται, να μην προσέχει πολύ τα πράγματα γύρω του, να μην τον επηρεάζουν και κάνει ευχές. Προσπαθούσε να μην επιθυμεί τίποτα ούτε καλό ούτε κακό, μήπως αν περνούσε ο καιρός χωρίς να θελήσει κάτι, θα βαριόταν ο δαίμονας και θα τον παρατούσε ήσυχο. Διαρκώς μουρμούριζε τραγούδια κι έψαχνε τρόπους για να γίνει πιο χαζός. Και έριχνε τώρα τα δίχτυα δυο φορές τη μέρα, για να κουράζεται και να κοιμάται βαριά, να μη θυμάται τα όνειρα και να μην ξέρει αν κάτι που έγινε το είχε στον ύπνο του θελήσει. 

Η μάνα του πρόσεξε την αλλαγή και ανησύχησε. Πρώτη φορά στη ζωή τους άρχισε να του συζητάει πώς θα γίνει να βρει μια γυναίκα, η ίδια άλλωστε, του έλεγε, πόσο θα ζούσε να τον προσέχει; Εκείνος έκανε πως δεν άκουγε, μα ώρες – ώρες γινόταν κουραστική και μια φορά μόλις που συγκρατήθηκε να μην ξεστομίσει μια βρισιά, που ήξερε πως θα τη μετάνιωνε πικρά. Πρόλαβε ευτυχώς, κι είδε τη σκέψη του κάτι σκόρπια γράμματα να φεύγουν, να ξανάρχονται, να αιωρούνται και να διαλύονται. 

Δεν πήγαινε άλλο. Δεν ήταν πια ζωή αυτή που ζούσε, μονάχα ένα μαρτύριο. Πήρε τη βάρκα και ξανοίχτηκε. Σαν μαγεμένος έστρωσε πορεία προς τη σπηλιά. Δεν είχε πάρει μαζί του τον μικρό, μάλιστα του είχε πει να ξεκινήσει να ψάχνει για μεγαλύτερο καΐκι. 

Έριξε δίχτυα και παραγάδια απέναντι από τη σπηλιά κι απέμεινε να κοιτάει το άνοιγμα και να περιμένει να τα μαζέψει. Όχι, δεν ήταν πια ζωή αυτή. Θα πήγαινε και θα λογαριαζόταν με το δαίμονα. Πώς είχε έρθει έτσι στο μυαλό του ακάλεστος; Θα πήγαινε και θα λογαριαζόταν. “Ξανάρθα”, θα του έλεγε. “Έβγα κι εσύ να γνωριστούμε. “Κι ύστερα, “φύγε από το μυαλό μου”, θα του έλεγε. “Φύγε και ό, τι θες γι΄αντάλλαγμα. “Γιατί δεν ήταν πια ζωή αυτή κι ήθελε να πεθάνει. 

Σηκώθηκε, όλος ο νους του μια σφραγίδα κι άρχισε να τραβά τα παραγάδια. Είχε πάρει να ξημερώνει. Τραβούσε και κοιτούσε πέρα τον ορίζοντα, στην πλάτη του η σπηλιά. Τραβούσε με το ένα χέρι την πετονιά, με τ΄άλλο γύριζε το βίτσι, τα μάτια του πάντα καρφωμένα στον ορίζοντα. Τραβούσε κι ο ήλιος είχε πάρει να σηκώνεται. Κι όταν έφτασε ακριβώς εκεί απέναντι από το στόμιο της σπηλιάς, τον τύφλωσε και του ‘φυγε το βίτσι από το χέρι. Τινάχτηκε η πετονιά, πρόλαβε κι είδε ένα από τα μεγάλα αγκίστρια, με τα οποία συνήθως έπιανε ξιφίες και σκυλοπαλαμίδες, να γυαλίζει στον αέρα, να ‘ρχεται καταπάνω του, δεν πρόλαβε να σκύψει και το αγκίστρι καρφώθηκε στο λαιμό του, αίμα πετάχτηκε από την καρωτίδα, πέφτοντας γύρισε προς τη σπηλιά. “Θα σε νικήσω δαίμονα”, ψιθύρισε. 

Η Άννα Καντή γεννήθηκε το 1976 στις Σέρρες. Εδώ και πολλά χρόνια διαμένει στη Θεσσαλονίκη, όπου πρωτοήρθε για σπουδές στο τμήμα των ΜΜΕ του ΑΠΘ, τις οποίες και παράτησε, καθώς συνειδητοποίησε ότι αλήθεια και καθεστωτική δημοσιογραφία δε συμβιβάζονται. Γράφει από μικρό παιδί και ελπίζει πως κάποια μέρα ο άνθρωπος θα θυμηθεί γιατί λέγεται άνθρωπος. Από το Μάη του 2011 συμμετέχει στη συλλογική έκδοση του ανοιχτού λογοτεχνικού εντύπου “Τεύχος”.