της Νιόβης Λύρη *
Η ιστορία αυτή άρχισε ένα μεσημέρι (νομίζω), καθώς περνούσα από το σταθμό Μετρό του Συντάγματος. Στη μεγάλη του αίθουσα γινόταν μια έκθεση ζωγραφικής μαθητών, με θέμα (δεν θυμάμαι τον τίτλο) σχετικό με μετανάστες, πρόσφυγες και τα δικαιώματά τους.
Ως συνταξιούχος Γυμνασιάρχης – και κατά την παρωχημένη ορολογία «γεροντοπαλίκαρο» – δεν ενδιαφέρομαι πια, επιτέλους, για σχολικές εκδηλώσεις και τα συναφή και προτιμώ τα ταξίδια και την απόλαυση της τέχνης, αλλά μια μάλλον χαλαρή διάθεση και η ενστικτώδης οικειότητα (πρώην συνάδελφοι, μαθητές) με τράβηξε ασυναίσθητα μέσα.
Την ξέρετε φαντάζομαι την αίθουσα, κάθε τόσο γίνονται εκεί τέτοιες εκθέσεις. Οργανωμένη και τώρα με τον συνήθη τρόπο, είχε γύρω γύρω μεγάλα ταμπλό, με τις ονομασίες των σχολείων στο επάνω μέρος και από κάτω τα έργα σαν στρατιωτάκια.
Θέλεις να μειώσεις τον λογαριασμό του ρεύματός σου; Είναι απλό!
Κάνοντας αργά το γύρο, κοίταζα κυρίως μήπως συναντήσω κάποιο γνωστό, όσο για τα μαθητικά έργα δεν ήταν παρά τα αναμενόμενα άσπρα, κίτρινα και μαύρα ανθρωπάκια που έδιναν τα χέρια κάτω από χάρτες, σημαίες και υδρογείους, όλα εκθαμβωτικά παρδαλά, ενώ, για να κορυφωθεί το κιτς, τα πονήματα των μεγαλύτερων μαθητών κοσμούνταν και με βαθυστόχαστα τσιτάτα.
Μπορεί και να μην το έβλεπα αν, τυχαία, βάδιζα λίγο πιο μακριά από τα εκθέματα, ή μπορεί να ήταν αναπόφευκτο, πάντως το είδα και, αυτόματα, στάθηκα. Ο τοίχος ψηλά έγραφε Λύκεια Ανατολικής Αττικής και το ταμπλό 2ο Τεχνικό Λύκειο Κρύας Βρύσης. Εκεί, ανάμεσα στις πολύχρωμες μουτζούρες, βρισκόταν αναρτημένο το έργο.
Οι φωνές κόπασαν, τα χρώματα έσβησαν, μια έρημος απέραντη απλώθηκε μπροστά μου. Ωχρός ουρανός μέχρι τον ορίζοντα, φαιό επίπεδο χώμα και τα αμυδρά ίχνη ενός δρόμου σχεδόν ιδεατού, που φιδογύριζε και χανόταν στα ατέλειωτα, σκληρά μίλια της ζέστης και της σκόνης.
Στην άκρη αριστερά στέκονταν πέντε φιγούρες εντελώς όμοιες, σαν πιόνια από μοντέρνο σκάκι. ΄Ήταν πέντε λεπτοί στύλοι, ή μάλλον πέντε ηλεκτρονικοί φανοί – δεν μπορώ να το περιγράψω καλά. Πέντε ολόιδια ψηλόλιγνα πλάσματα με στητά κόκκινα κεφάλια, σαν λάμπες, πέντε μινιμαλιστικά ρομπότ.
Μπροστά τους στεκόταν, αντιμέτωπο, ένα έκτο παρόμοιο πλάσμα, με το κεφάλι όμως σκυφτό και σκοτεινό, σαν να είχε σβήσει ή καεί. Υποκλινόταν ταπεινά μα και περήφανα (ο κορμός παρέμενε ίσιος) στους πέντε λαμπερούς ομοίους του, κι ήταν φανερό πως είχε έρθει όλο τον επώδυνο δρόμο ως εδώ. Αυτό που κοίταζα στην πραγματικότητα ήταν ένα εικαστικό εργάκι με απαλή κερομπογιά, πάνω σε χαρτί από μπλοκ διαστάσεων Α4. Οι γραμμές ήταν λιτές και σχεδόν ευθείες, τα χρώματα στοιχειώδη, η υπογραφή περίπου ορνιθοσκάλισμα: Γιασεμή Ανδρέου, Β1.
Με κάθε burger, δώρο αναψυκτικό 330ml!
Τη νύχτα εκείνη είδα στον ύπνο μου την Κρύα Βρύση – την οποία αγνοούσα παντελώς. Περπατούσα μόνος μου στην ερημιά, κάτω από ένα σταχτοκόκκινο φως και προσπαθούσα να φτάσω στο βάθος μια εξεταστική επιτροπή, αλλά ταυτόχρονα διαπίστωνα με πανικό πως, ξαφνικά, δεν ήξερα να μιλάω καμιά γλώσσα.
Το πρωί στο σαλόνι μου ατένισα με ανανεωμένη εκτίμηση τους πίνακές μου πάνω από το γραφειάκι (στο μεγάλο γραφείο πίνακες δεν χωρούσαν, λόγω των βιβλίων), καθησυχαστικές ανάσες θαλπωρής για τον γέρο που τον δοκιμάζουν εφιάλτες. Αναζήτησα το τηλέφωνο του 2ου Τεχνικού Λυκείου Κρύας Βρύσης. Η έκθεση είχε ήδη τελειώσει, οπότε το παιδί είχε και πάλι το έργο στα χέρια του, αλλά συμφωνήσαμε να πάω μετά τρεις μέρες, για να το ενημερώσουν στο μεταξύ: πως ένας κύριος, παλιός Γυμνασιάρχης, ενδιαφερόταν για τον πίνακα.
Η Κρύα Βρύση ήταν όπως την περίμενα, ένα σύνολο από σπίτια παλιά και καινούργια (συχνά και τα δυο είδη στην ίδια οικοδομή), σούπερ μάρκετ και ΑΤΜ στη θέση γλυπτών, ενώ και το 2ο Τεχνικό Λύκειο ήταν επίσης όπως το περίμενα, βγαλμένο από το ίδιο αρχιτεκτονικό πατρόν με όλα τα σύγχρονα σχολεία.
Συστήθηκα στο Διευθυντή, αρνήθηκα ευγενικά τον καφέ και περίμενα κάπως αμήχανα το κουδούνι.
Λίγο μετά η πολύβουη μάζα των εφήβων της Κρύας Βρύσης κύλησε στις σκάλες ορμητικά, τυλιγμένη την εφήμερη ομοιομορφία της (μπουφάν, σπορτέξ, σκουλαρίκια), μα αντί για την ανομολόγητη θέρμη της οικείας στιγμής, στη συνείδησή μου ξαφνικά ζωντάνεψε μια πολύ πιο ανομολόγητη πλευρά του σχολικού σύμπαντος, που την γνώριζα καλά, έχοντάς την μάλιστα διδαχτεί συχνά με δραματικό τρόπο: πως οι ομάδες μαθητών που ελέγχουν, με πολύπλοκους κανόνες ιεραρχίας, το μαθητικό κόσμο, δεν είναι καθόλου σενάρια αμερικάνικων φιλμ μα η απόλυτη, σκληρή πραγματικότητα.
Το λέω γιατί το πρώτο που είδα στη Γιασεμή Ανδρέου, όταν με πλησίασε με μια φιλεναδίτσα της, ήταν το ήρεμο και ελάχιστα φιλόδοξο πρόσωπο του παιδιού που, για διάφορους λόγους, έχει κρατηθεί μακριά από τον ανταγωνισμό αυτής της άγριας μικροκοινωνίας. Αυτό ήταν και το μόνο καλό, γιατί αμέσως μετά απογοητεύτηκα, αν και ενδόμυχα το περίμενα: δεν ήταν παρά ένα ανάλαφρο, λίγο σαχλό κοριτσάκι. Από αυτό λοιπόν γεννήθηκε το ωραίο έργο;
Καμιά ιδιαίτερη ευφυΐα ή πνεύμα δεν είδα πίσω από την τσίχλα, τα ακουστικά που μόλις είχε βγάλει από τα αυτιά, το άχαρο ντύσιμο με το επιμελώς κουρελιασμένο μπλουτζίν. Είχε πάντως μεγάλα σκουρόχρωμα μάτια που χαμογέλασαν με κάποια ευγένεια όταν τη ρώτησα αν είναι η Γιασεμή Ανδρέου. «Σέμη», πετάχτηκε η φιλενάδα της, μα εγώ άφησα ασχολίαστη την κακοποίηση του ωραίου ονόματος, άλλωστε δεν μου έπεφτε λόγος, γιατί η «Σέμη» είχε περάσει κιόλας στο θέμα:
«Σας το χαρίζω», είπε μάλλον αδιάφορα, τείνοντάς μου ένα νάιλον ντοσιεδάκι. «Το έκανα για πλάκα στην ώρα των ελληνικών, βαριόμουνα να γράψω έκθεση για τους μετανάστες».
Με τη σειρά μου είπα κάτι για τιμή (μεταξύ μας, δεν είχα ιδέα πόσο θα μπορούσε να κοστολογηθεί το εργάκι), μα η έκφραση του παιδιού, μαζί και μιας καθηγήτριας που παρακολουθούσε διακριτικά, ήταν τόσο αρνητική που ένιωσα πως κινδύνευα να παρεξηγηθώ θλιβερά (κοριτσάκι δεκαέξι χρονών δεν είναι καθόλου «κοριτσάκι»), έτσι, εκφράζοντας όσο μπορούσα θερμότερες ευχαριστίες και ευχές για πρόοδο, απομακρύνθηκα με το απόκτημά μου στα χέρια.
Ανάμεσα στους πίνακες του σαλονιού μου (που όλοι προέρχονταν από στιγμές ανακάλυψης κάποιας «αλήθειας», φθαρμένης με το χρόνο), το έργο της Γιασεμής («Σέμης»!) αποδείχτηκε για άλλη μια φορά αναπάντεχα ισχυρό. Με τη λιτότητα και την απαλή φωτεινότητά του ξεχώριζε αμέσως, και εγώ το κοιτούσα κάθε μέρα με αμείωτο ενδιαφέρον.
Δεν υπήρχαν σκιές, κι αυτό μπορεί να ήταν λάθος ή αδυναμία, μα μπορεί να ήταν κι επίτηδες, ο ήλιος μεσουρανεί. Τα λιγνά ρομποτάκια έμοιαζαν έτσι απόκοσμα και το τοπίο θύμιζε άλλοτε ξένο πλανήτη κι άλλοτε σκηνικό ελληνικής τραγωδίας. Οι πρωταγωνιστές της ήταν χωρίς εθνικότητα, φύλο ή ηλικία. Και ο δρόμος πίσω προς τον ορίζοντα, ο δρόμος που είχε διανύσει ο μετανάστης, υπαινισσόταν σοφία.
Ο μετανάστης είναι λοιπόν ο μάγος, ο μετανάστης είναι ο μεταμορφωμένος Χριστός. Αλίμονο σε όποιον τον περιφρονήσει, αλίμονο σε όποιον περιφρονήσει τον Ικέτη.
Αυτές οι ιδέες, στις οποίες με οδηγούσε το εργάκι, με έκαναν να το εκτιμώ όλο και περισσότερο, εκτός των άλλων επειδή οι απόψεις μου υπέρ των μεταναστών δεν είναι στην πραγματικότητα τόσο μελοδραματικά ακραίες. Άρχισα πάλι να σκέφτομαι τη νεαρή ζωγράφο, τρυφερά: την είχα μάλλον αδικήσει, πώς μπορείς με τη μία να καταλάβεις έναν άνθρωπο;
Πόσο μάλλον μια έφηβη. Οι έφηβοι φοράνε κλισέ, κρύβονται επιδέξια από πρώην Γυμνασιάρχες, οι μυστικοί κήποι τους είναι σφραγισμένοι για μας. Σίγουρα θα είχε κάποια ασυναίσθητη ακόμα ικανότητα, ένα ταλέντο, κάτι θα υπήρχε στην ψυχή του παιδιού κι ας μην το ήξερε. (Θυμήθηκα άλλωστε και την πρώτη εντύπωση, εκείνη την αύρα μοναξιάς, την τάση να κρατιέται έξω από τη μάζα).
Στις πιο καλές στιγμές μου σκεφτόμουνα πώς να τη βοηθήσω, μα οι παιδαγωγικές ιδέες έσβηναν στη ραστώνη του διαμερίσματος, στη γνώση ότι χωρίς οργάνωση – το μόνιμο χαρακτηριστικό αυτής της χώρας- καμιά «παιδαγωγική ιδέα» δεν έχει τύχη και, ας το ομολογήσω, στο βάρος της ηλικίας μου.
Ένα απόγευμα –λίγες μέρες πριν από το σημαντικό αυτής της ιστορίας- καθόμουν στο σαλόνι με τον φίλο μου Κ., που είναι σκηνογράφος, και σχολιάζαμε το εργάκι με συντροφιά λίγο καλό malt, όταν τα λόγια του με έκαναν να δω απότομα τι το σπουδαίο είχε ο μικρός πίνακας της Γιασεμής.
Δεν ήταν το θέμα, ήταν κυρίως η ματιά, η απόσταση. Ενώ δηλαδή όλα εκείνα τα πολύχρωμα σκαριφήματα στην έκθεση δεν ήταν κατά βάθος παρά η ματιά του βολεμένου, ενώ σε όλες τις κερομπογιές, τα ακρυλικά και τις τέμπερες που σχημάτιζαν κίτρινα και μαύρα ανθρωπάκια υπήρχε η αθώα βεβαιότητα ότι σε μας αυτό δεν θα συμβεί ποτέ, η Γιασεμή έδειχνε στο θεατή όχι μόνο τον μετανάστη, αλλά και αυτούς που τον υποδέχονται, ως εξ ίσου αξιολύπητους και μοιραίους. Η απόλυτη ομοιότητα υποδήλωνε πως η θέση των πιονιών ήταν τυχαία. Είχα προσέξει το στοιχείο βέβαια από την πρώτη στιγμή (υποθέτω κι εσείς), αλλά μόλις τώρα κατάλαβα πως όλη η δύναμη του έργου κρυβόταν ακριβώς και μόνον σε αυτό: στο δέος που προκαλούσε η υποσυνείδητη αναστάτωση του θεατή για τη δική του μοίρα.
(Σαν τον λογοτέχνη, που γράφει ως τριτοπρόσωπος αφηγητής: αν τώρα εγώ ήμουν λογοτέχνης, θα παρουσίαζα τον γέρο Γυμνασιάρχη από απόσταση και θα φώτιζα τα τραγικά του λάθη, ενώ και τη μικρή Γιασεμή θα την έβλεπα πιο σφαιρικά).
Δυο τρεις μέρες μετά, απόγευμα (το θυμάμαι καλά), χτύπησε το κουδούνι. Είχα ήδη αναγνωρίσει με απρόσμενη ευκολία το πρόσωπο στη θυροτηλεόραση, όταν η κοριτσίστικη φωνή με πληροφόρησε δειλά πως ήταν «η Σέμη η Ανδρέου», πως δεν με έβρισκε στο τηλέφωνο (τους είχα αφήσει ένα ανενεργό κινητό) και, έλπιζε να μη με ενοχλεί, μου είχε φέρει κάτι.
Στιγμές μετά ένιωσα έναν πρωτόγνωρο ηλεκτρισμό, καθώς το σπίτι μου δεχόταν για πρώτη φορά στη ζωή του ένα κοριτσάκι.
Παρά το πάντα άχαρο ντύσιμο (όχι όμως τώρα με κουρελιασμένο, μα με ένα σχεδόν ακέραιο μπλουτζίν), τα εφηβικά κλισέ ήταν εδώ μέσα αδύναμα και στα μεγάλα σκουρόχρωμα μάτια της πέρασε αστραπή, σαν σε βαθύ καθρέφτη του ανθρώπινου είδους, όλη η ατέλειωτη σειρά μαθητριών μου που σήμερα θα ήταν μαμάδες ή και γιαγιάδες ή δεν θα ζούσαν ή θα διέπρεπαν σε κάτι, ανθρώπων μοναδικών όσο η Σέμη, που άπλωνε τώρα, για λογαριασμό όλων τους, μέσα στο σπίτι μου τη δική της ζέστη. Μου μιλούσε με συστολή και ταυτόχρονα έξαψη, εξηγώντας μου πως μια συζήτηση με καθηγήτρια την είχε κάνει να δει το θέμα πιο σοβαρά, γι’ αυτό μου ζωγράφισε το έργο καλύτερα.
Ταυτόχρονα ξετύλιγε το τελάρο που κουβαλούσε και αποκάλυπτε ένα μεγάλο, σε καμβά και με ακρυλικό, περιποιημένο αντίγραφο του αρχικού έργου.
Ο πίνακας ήταν ίδιος με το πρωτότυπο –ίδιο θέμα, ίδια απόσταση στη ματιά- μα σε μεγαλύτερες διαστάσεις και σχολαστικά προσεγμένος στις λεπτομέρειες. Ωστόσο ένα βλέμμα στάθηκε αρκετό –μολονότι η ερμηνεία του αισθητικού γεγονότος είναι, αλήθεια, πολύ δύσκολη: το έργο δεν έλεγε τίποτα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά έτσι ήταν. Ήταν ένα αντίγραφο. Το παιδί είχε απλώς αντιγράψει τον εαυτό του, όπως κάνουν συχνά, με άγχος, οι επιτυχημένοι δημιουργοί.
Έκρυψα την απογοήτευσή μου κερνώντας την καφέ και αφήνοντάς την να καμαρώσει το πρωτότυπο, που ήταν πάντα αναρτημένο ανάμεσα στους άλλους πίνακές μου. Φαινόταν να το θαυμάζει και η ίδια, να εκπλήσσεται, μην καταλαβαίνοντας πώς τα κατάφερνε αυτό το πράγμα, που το είχε κάνει για πλάκα, να στέκεται τόσο ισάξια μαζί με αληθινούς πίνακες.
Με το αντίγραφο σε καμβά να μου βαραίνει ήδη το σπίτι, ούτε εγώ καταλάβαινα πια.
Της είπα με τρόπο: και το πρώτο ωραίο είναι όμως, και ίσως κάτι να έπιασε γιατί το προσωπάκι σκοτείνιασε, όμως λίγο μετά οι θερμοί αποχαιρετισμοί έδειξαν να την καθησυχάζουν και ξαναφωτίστηκε.
Ήταν λοιπόν η ομορφιά του πρωτότυπου τόσο ανεξήγητη; Δεν έχω τάσεις προς τη μεταφυσική, μα φαίνεται πως στο φτωχό χαρτί με την κερομπογιά ήταν εμψυχωμένη η ανεπανάληπτη λάμψη μιας στιγμής, η αυθόρμητη έμπνευση, η απλή ιδιοφυΐα. Εκεί βρισκόταν αιχμάλωτη η πρώτη σύλληψη της ιδέας, εξ αρχής δεμένη με την απαλή, ανεπιτήδευτη αρμονία των μορφών. Τι είναι λοιπόν τελικά η τέχνη; Αναρωτήθηκα για απειροστή φορά. Μια στιγμή αλήθειας, απάντησα μάλλον ανέμπνευστα.
Τον ογκώδη καμβά τον βόλεψα στην κρεβατοκάμαρα, ταίριαζε με την κάζουαλ ατμόσφαιρά της. Είχε χειμωνιάσει για τα καλά και διάβαζα πια στο κρεβάτι, καθώς με ταλαιπωρούσε και ένα ελαφρύ μα επίμονο κρυολόγημα, που στην ηλικία μου πρέπει να προσέχει κανείς. Ξεκούραζα λοιπόν κάθε τόσο τα μάτια κοιτώντας δίπλα μου το ακρυλικό, καθώς ήταν ακουμπισμένο σε μια σιφονιέρα σε μικρή απόσταση από το κρεβάτι, κι αθέλητα το βλέμμα διέκρινε όλο και πιο πολύ τις τέλειες γραμμές, τα στρωτά χρώματα, την προοπτική.
Χωρίς να το θέλω έτσι ψηλάφιζα νοερά, βράδυ το βράδυ και μέσα στη γλυκιά, μοναχική νύστα μου, την προσπάθεια του παιδιού.
Έβλεπα τα ζαρωμένα φρύδια, τα σφιγμένα χειλάκια, το ανήσυχο βλέμμα να αναζητά γύρω τα σωληνάρια, τα πινέλα, το νερό. Φανταζόμουν τέλος την συγκινητικά ακραία προσοχή με την οποία θα ήταν σκυμμένη την ώρα της υπογραφής, καθώς αντί για ορνιθοσκάλισμα αυτή τη φορά είχαμε λέξεις τέλεια γραμμένες, γράμματα καλλιγράφου που θα χρειάστηκαν αρκετές δοκιμές.
Ένα βράδυ, διαβάζοντάς τα ξανά, αφέθηκα επιτέλους στο μαγεμένο μέσα και σ’ αυτό το έργο χρόνο, στην τρυφερή δίνη που ακτινοβολούσε ευτυχία. Η κρούστα ράγισε τότε, η καρδιά μου μια στιγμή χτύπησε άρρυθμα και φοβήθηκα, μα συνήλθα έπειτα, έσβησα το φως και ξάπλωσα στο ήσυχο δωμάτιο τακτοποιώντας τη θερμοφόρα μου, ενώ, με το πρόσωπο χωμένο στο μαξιλάρι άφηνα να αντηχούν ξανά και ξανά στο νου μου (ή μήπως τις ψιθύριζα;) οι δύο τελευταίες λέξεις, ο καταληκτικός ίαμβος της υπογραφής, με το φωνήεν στο τέλος αβέβαιο, έτσι που άλλαζε το νόημα.
Γιατί το κοριτσάκι, μη γνωρίζοντας (αν και μπορεί να το έκανε επίτηδες, φαινόταν αντισυμβατικό παιδί), δεν είχε γράψει στην υπογραφή τίποτα για κύριο Γυμνασιάρχη ή για σεβασμό, μα μόνο απλά (αλλά με εκείνα τα γράμματα που θα του πήραν πολύ χρόνο το καθένα), Στον κύριο Τάδε, με αγάπη, Σέμη.
Η Νιόβη Λύρη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1957, σπούδασε φιλολογία και εργάστηκε πολλά χρόνια στη Μέση Εκπαίδευση. Σήμερα ασχολείται συστηματικά με το γράψιμο. Έχουν εκδοθεί τρία μυθιστορήματά της (“Μαχαίρι στην μπότα”, Οδυσσέας, “Οι εθελοντές”, Ελληνικά Γράμματα και “Πρωινό Ιντερσίτυ”, Εστία)
Τι είναι το Weatherstripping;
Τι Οκτ 29, 2024
Ήταν πάντα εκεί
Stories Οκτ 10, 2024