Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν καταφέρνουν να μαντέψουν σωστά τα συναισθήματά τους, όχι τόσο ως προς την ποιότητά και την υφή τους, αλλά ως προς το βάθος και την διάρκειά τους, κυρίως. Σχεδόν πάντα υπερτιμούμε τη διάρκεια ενός συναισθήματος- θεωρούμε απολύτως λογικό να περιμένουμε ότι με τον σωστό σύντροφο θα είμαστε ευτυχισμένοι «για πάντα», ενώ στις φάσεις τις απελπισίας μας είμαστε απαρηγόρητοι ότι «αυτός ο πόνος δεν θα σταματήσει ποτέ».
Στην πραγματικότητά όμως, καμία χαρά δεν κρατάει για πάντα – και καμία λύπη το ίδιο. Η παραφορά του μεγάλου έρωτα δεν κρατά πάνω από μερικές εβδομάδες, άντε μήνες, αλλά και το βάσανο του χωρισμού, όπως και κάθε λύπη, αποδεικνύεται πως κρατά λιγότερο απ’ ότι φοβόμασταν. Ενίοτε δε, ακόμα και σε προχωρημένη ηλικία, που θα περίμενε κανείς μια εμπειρία ζωής τουλάχιστον, έχουμε τέτοια άγνοια αυτού του βασικού και συχνότατου φαινομένου, που θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί αν πραγματικά παρατηρούμε κάτι από αυτά που συμβαίνουν στους ανθρώπους γύρω μας ή πορευόμαστε τη ζωή θεωρώντας πως τα συναισθήματά μας θα έπρεπε να έχουν μια κινηματογραφική διάσταση.
Το φαινόμενο της εξοικείωσης
Το φαινόμενο αυτό αποκαλείται εξοικείωση (habituation) έχει καθαρά βιολογική βάση- απλά, έτσι είναι φτιαγμένος ο εγκέφαλός μας. Για να το περιγράψουμε λίγο περισσότερο, ας υποθέσουμε πως έχουμε μόλις γνωρίσει κάποιο ιδιαίτερα συναρπαστικό άτομο και «δαγκώσαμε τη λαμαρίνα». Τα νευρικά κυκλώματά του εγκεφάλου μας που ενέχονται σε αυτή τη διαδικασία δέχονται σταθερές ριπές ντοπαμίνης και άλλων νευροδιαβιβαστών, καθώς οτιδήποτε ζούμε με το αντικείμενο του πόθου μας, φουντώνει τον έρωτά μας.
Οι νευροδιαβιβαστές αυτοί ενώνονται με υποδοχείς που βρίσκονται στην επιφάνεια των νευρικών κυττάρων, προκαλώντας ένα ερέθισμα ή αλλιώς διέγερση των κυττάρων.Η διέγερση μεταφέρεται κατά μήκος του νευρικού κυττάρου και αυτό με τη σειρά του απελευθερώνει έναν νέο νευροδιαβιβαστή που μεταφέρει την διέγερση στο διπλανό κύτταρο, με τελικό αποτέλεσμα τη διέγερση όλου του νευρικού κυκλώματος που ενέχεται στα διάφορα συναισθήματα που αθροιστικά αποκαλούμε «έρωτα». Με τον τρόπο αυτό, η διέγερση των υποδοχέων από τους νευροδιαβιβαστές έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός ή περισσοτέρων συναισθημάτων.
Ας υποθέσουμε τώρα ότι ζούμε την ιδανική ερωτική συνθήκη, φανταστείτε κάτι σαν ρομαντικό μυθιστόρημα του προηγούμενου αιώνα: το «πρόσωπο» είναι το άλλο μισό μας πορτοκάλι: όλα είναι ιδανικά, τα πράγματα λέγονται με τον σωστό τρόπο, τα αγγίγματα είναι αριστοτεχνικά, οι πόθοι και οι ιδεολογικές αρχές σε αρμονία. Αυτό θα προκαλούσε, με βάση τα παραπάνω, μια σταθερή ροή ντοπαμίνης και άλλων νευροδιαβιβαστών που θα διέγειρε συνεχώς, ενδεχομένως και εκθετικά, τους υποδοχείς των νευρικών κυττάρων και τα νευρικά κύτταρα καθαυτά. Και αν ο εραστής ή η ερωμένη μας εξακολουθούσε σε αυτό το πρότυπο για μεγάλο διάστημα, το ίδιο θα συνέβαινε και στις βιοχημικές διεργασίες που περιγράψαμε. Η διαδικασία αυτή θα μπορούσε να συνεχίζεται επ’ αόριστον, δίνοντάς μας μια ατέρμονη ηδονή, όμως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Γιατί;
Τοξικότητα από διέγερση
Η συνεχής διέγερση των νευρικών κυττάρων, όμως, εγκυμονεί έναν θανάσιμο κίνδυνο: τον κίνδυνο θανάτου τους από υπερβολική διέγερση. Το φαινόμενο αυτό επιστημονικά είναι γνωστό ως τοξικότητα από διέγερση (exitotoxicity). Αν το κύτταρο διεγερθεί πέρα από κάποιο σημείο, κινδυνεύει να …πάρει φλάντζα, να καταστραφεί από τα παραπροϊόντα της διέγερσής του. Ο οργανισμός μας έχει την ικανότητα να αναγνωρίζει τον κίνδυνο τοξικότητας από διέγερση των νευρικών του κυκλωμάτων και αμύνεται με έναν μοναδικά ευφυή τρόπο.
Δεδομένου ότι η διαδικασία μεταβίβασης του νευρικού ερεθίσματος στο κύτταρο είναι σταθερή και η ποσότητα της διέγερσης που θα δεχτούμε (και άρα και των νευροδιαβιβαστών που θα εκλυθούν) έχει να κάνει με παράγοντες που δεν ελέγχουμε (μην ξεχνάτε πως υποθέσαμε την παρουσία ενός θανατηφόρα γοητευτικού ερωτικού αντικειμένου), ο εγκέφαλός μας έχει αναπτύξει μια άλλη μορφή προστασίας: μειώνει τους υποδοχείς που ενώνονται με τους νευροδιαβιβαστές, με μια διαδικασία που ονομάζεται μειορύθμιση (downregulation). Η διαδικασία αυτή συνήθως ενεργοποιείται μετά από μερικές εβδομάδες συνεχούς διέγερσης. Τώρα, η ίδια ποσότητα διέγερσης (νευροδιαβιβαστή), προκαλεί πια μικρότερη διέγερση των νευρικών κυττάρων. Τα νευρικά μας κυκλώματα δεν κινδυνεύουν πια από υπερφόρτιση, όμως, σε αντάλλαγμα, τα συναισθήματά που μεσολαβούν αυτά τα κυκλώματα ατονεί.
Σύνδρομο εγκλεισμού
Ευτυχώς, το φαινόμενο αυτό δεν υπάρχει μόνο για να μας στερεί τις χαρές μας. Γλυκαίνει και τις λύπες μας, και μάλιστα ακόμα και στις πιο ακραίες συνθήκες. Το 2011, στο ιδιαίτερα έγκριτο ιατρικό περιοδικό BMJ, δημοσιεύθηκε μια έρευνα από το πανεπιστήμιο της Λιέγης σε 65 ασθενείς που είχαν υποστεί μια ιδιαίτερα σοβαρή μορφή εγκεφαλικού επεισοδίου που ονομάζεται σύνδρομο εγκλεισμού (locked-in syndrome). Πρόκειται για ένα εγκεφαλικό κατά το οποίο παραλύει κάθε εκούσια κίνηση στο σώμα μας πλην αυτής των βλεφάρων, ενώ το μυαλό δεν επηρεάζεται στο ελάχιστο.
Με την κατάλληλη ιατρική υποστήριξη, ο ασθενής μπορεί να ζήσει για δεκαετίες. Ουσιαστικά, όμως φυλακίζεται στο σώμα του όπως μια πεταλούδα σε ένα σκάφανδρο. Αυτός ήταν και ο τίτλος του βιβλίου που υπαγόρευσε με τις κινήσεις των βλεφάρων του ο Γάλλος αρχισυντάκτης του ELLE Ζαν Ντομινικ Μπομπι, ο οποίος στα 42 του έπαθε το ιδιαίτερο αυτό εγκεφαλικό επεισόδιο (Το σκάφανδρο και η πεταλούδα, εκδόσεις Ψυχογιός). Το βιβλίο μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο το 2007, με τον ίδιο τίτλο.
Στους ασθενείς αυτούς διδάσκεται ένας βλεμματικός τρόπος επικοινωνίας, οπότε είναι δυνατή η άμεση επικοινωνία μαζί τους. Στην έρευνα λοιπόν που προαναφέρθηκε, εξετάστηκε η ψυχολογική κατάσταση αυτών των ασθενών, καθώς και το αν επιθυμούσαν να υποβληθούν σε ευθανασία. Από αυτούς τους 65 ασθενείς λοιπόν, οι 47 δήλωσαν ευτυχείς και οι 18 (28%) δυστυχείς, και μάλιστα μόνο οι 7 επιθυμούσαν ευθανασία.
Το παράδοξο της αναπηρίας
Επιπλέον, όσο περισσότερο καιρό βρίσκονταν κανείς σε αυτή την κατάσταση, τόσο πιθανότερο ήταν να δηλώσει ευτυχής. Μέσω του μηχανισμού που περιγράψαμε παραπάνω, ακόμα και οι ασθενείς που βιώνουν μια αντικειμενικά τραγική κινητική κατάσταση, παύουν να είναι καταθλιπτικοί. Οι ερευνητές προσδιόρισαν, ότι η διαδικασία αυτή χρονικά χρειάζεται περί το έτος για να ολοκληρωθεί.
Τα ευρήματα αυτά επιβεβαιώνουν αυτό που στους επιστημονικούς κύκλους αποκαλείται «το παράδοξο της αναπηρίας» (disability paradox), κατά το οποίο, δε αντίθεση με ότι θα περίμενε κανείς, ασθενείς με σημαντική αναπηρία αναφέρουν πολύ καλή ποιότητα ζωής, μετά από ένα αρχικό στάδιο προσαρμογής. Εμείς όμως μπορούμε να βγάλουμε και εκτενέστερα συμπεράσματα. Αν ο ανθρώπινος εγκέφαλος εξοικειώνεται με τη λύπη και την απελπισία του συνδρόμου εγκλεισμού, κάθε πόνος, όσο παντοτινός κι αν φαντάζει θα κρατήσει πολύ λιγότερο απ’ ότι αναμένουμε. Το έχουμε ξαναπεί: Πορεύεται ανεξάρτητα από τις αυταπάτες μας.
Βιβλιογραφία
Ian Robertson: The winner effect , Thomas Dunes Books, NY, 2012
Bruno MA, Bernheim JL, Ledoux D, Pellas F, Demertzi A, Laureys S. A survey on self-assessed well-being in a cohort of chronic locked-in syndrome patients: happy majority, miserable minority. BMJ Open. 2011;1(1):e000039. doi: 10.1136/bmjopen-2010-000039
Albrecht GL, Devlieger PJ. The disability paradox: high quality of life against all odds. Soc Sci Med 1999;48:977–88.
Γιατί πέφτουν έξω οι δημοσκοπήσεις
Γιατί Νοέ 21, 2024
Χαμηλή Αυτοεκτίμηση και Εθισμός στο Ίντερνετ
Health Νοέ 19, 2024