Η Μαρίνα και ο Στέφανος γνωρίστηκαν για πρώτη φορά όταν ήταν φοιτητές, στη δεκαετία των είκοσι τους. Ήταν μια εποχή γεμάτη όνειρα και ενέργεια, γεμάτη βραδιές σε μπαρ και ατέλειωτες συζητήσεις για τη ζωή, τον έρωτα, και το μέλλον. Η φιλία τους τότε ήταν έντονη και βαθιά, αλλά ποτέ δεν εξελίχθηκε σε κάτι ερωτικό, παρόλο που η σπίθα υπήρχε πάντα ανάμεσά τους. Η ζωή, όμως, τους πήγε σε διαφορετικούς δρόμους. Η Μαρίνα έφυγε στο εξωτερικό για δουλειά και ο Στέφανος έμεινε στην Ελλάδα, ακολουθώντας τη δική του πορεία.
Πέρασαν δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια χωρίς να έχουν επαφή. Ο καθένας έζησε τις δικές του εμπειρίες, είχε σχέσεις, επιτυχίες, και αποτυχίες. Μέχρι που, ένα απόγευμα του Οκτώβρη, η τύχη τους έφερε ξανά μαζί. Σ’ ένα μικρό καφέ στο κέντρο της πόλης, η Μαρίνα, που είχε επιστρέψει για επαγγελματικούς λόγους, καθόταν στο τραπέζι της και κοιτούσε έξω από το παράθυρο, όταν ένιωσε ένα βλέμμα πάνω της. Σήκωσε το κεφάλι της και είδε τον Στέφανο να στέκεται στην πόρτα, κοιτάζοντας την σαν να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα από τότε που είχαν χαθεί.
Το βλέμμα τους κλείδωσε αμέσως. Μια απρόσμενη ένταση γέμισε τον αέρα. Ο Στέφανος πλησίασε και κάθισε απέναντί της, αμήχανος αλλά γεμάτος ενθουσιασμό.
“Μαρίνα,” είπε απαλά, σαν να μην μπορούσε να πιστέψει πως ήταν πραγματικά εκεί. “Πόσα χρόνια…”
Η συζήτηση ξεκίνησε αβίαστα, σαν να μην είχαν περάσει δεκαπέντε χρόνια από την τελευταία τους συνάντηση. Τα γέλια τους αντήχησαν στο μικρό καφέ, και οι αναμνήσεις τους έκαναν να νιώθουν ξανά νέοι. Όσο περνούσε η ώρα, η ένταση μεταξύ τους μεγάλωνε. Δεν ήταν απλώς νοσταλγία για το παρελθόν – ήταν κάτι πολύ πιο έντονο, πιο βαθύ, σαν η σπίθα που υπήρχε από τότε να είχε μετατραπεί σε φωτιά.
Μετά από κάποιες ώρες κουβέντας, ο Στέφανος, με την καρδιά του να χτυπάει δυνατά, πρότεινε να φύγουν από το καφέ. Η Μαρίνα, χωρίς δεύτερη σκέψη, συμφώνησε. Βγήκαν στον δρόμο χωρίς κανένα συγκεκριμένο προορισμό στο μυαλό τους, αλλά και οι δύο ήξεραν τι ήθελαν.
Περπάτησαν μέχρι ένα μικρό, φτηνό ξενοδοχείο σε μια ήσυχη γωνιά της πόλης. Χωρίς να μιλήσουν πολύ, ανέβηκαν τα σκαλιά και μπήκαν στο δωμάτιο. Η πόρτα έκλεισε πίσω τους, και τότε ήταν που η ένταση που είχε μαζευτεί όλη τη νύχτα ξέσπασε.
Η Μαρίνα πλησίασε τον Στέφανο, και εκείνος την αγκάλιασε σφιχτά, σαν να μην ήθελε να την αφήσει ποτέ ξανά. Τα χείλη τους συναντήθηκαν με πάθος, και τα σώματά τους ενώθηκαν αμέσως. Κάθε άγγιγμα, κάθε φιλί, ήταν γεμάτο ένταση και προσμονή, σαν να περίμεναν αυτή τη στιγμή όλα αυτά τα χρόνια.
Η νύχτα ήταν γεμάτη από άγρια και παθιασμένα συναισθήματα. Ήταν σαν να είχαν γνωριστεί σε βάθος χωρίς ποτέ να έχουν εξερευνήσει αυτό που πραγματικά υπήρχε ανάμεσά τους. Στο μικρό εκείνο δωμάτιο, δεν υπήρχε κανένα παρελθόν ή μέλλον – μόνο το παρόν, η στιγμή που ζούσαν με κάθε κύτταρο του σώματός τους. Ήταν σαν να ήξεραν πάντα ότι αυτό θα συνέβαινε κάποτε, σαν όλα όσα τους είχαν χωρίσει να ήταν απλώς ένας δρόμος για να φτάσουν εδώ.
Κανείς από τους δύο δεν μιλούσε πολύ. Τα σώματά τους έλεγαν όσα δεν είχαν πει ποτέ με λόγια. Ο Στέφανος χάιδευε τα μαλλιά της Μαρίνας, ενώ εκείνη άφηνε τα χέρια της να εξερευνούν κάθε γωνιά του σώματός του, σαν να προσπαθούσε να αποτυπώσει κάθε στιγμή στη μνήμη της. Η ένταση και η αμοιβαία επιθυμία κορυφώθηκαν, και όταν τελικά ξάπλωσαν εξαντλημένοι, οι ανάσες τους συγχρονίστηκαν σε μια ήρεμη μελωδία.
Καθώς η νύχτα προχωρούσε, ξάπλωσαν δίπλα δίπλα στο κρεβάτι, κοιτώντας το ταβάνι. Τα χέρια τους ήταν ακόμα πλεγμένα, σαν να φοβόντουσαν πως αν αφήσουν ο ένας τον άλλον, η μαγεία της στιγμής θα εξαφανιζόταν.
“Ήταν πάντα εκεί,” ψιθύρισε η Μαρίνα, σπάζοντας τη σιωπή.
“Τι εννοείς;” ρώτησε ο Στέφανος, γυρίζοντας το κεφάλι του να την κοιτάξει.
“Αυτό που συνέβη απόψε,” απάντησε εκείνη. “Το νιώθαμε από τότε, αλλά δεν τολμήσαμε ποτέ να το ζήσουμε. Τώρα καταλαβαίνω πως ήταν πάντα εκεί, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή.”
Ο Στέφανος χαμογέλασε αχνά και έσφιξε το χέρι της. “Ίσως αυτή η στιγμή να έπρεπε να έρθει τώρα. Μετά από όλα όσα ζήσαμε, είμαστε έτοιμοι να τη ζήσουμε όπως πρέπει.”
Κοιμήθηκαν μαζί εκείνο το βράδυ, και όταν ξύπνησαν το επόμενο πρωί, το φως του ήλιου γέμιζε το δωμάτιο με μια ζεστή λάμψη. Ο κόσμος έξω συνέχιζε να κινείται, αλλά μέσα σ’ εκείνο το φτηνό ξενοδοχείο, για τη Μαρίνα και τον Στέφανο, ο χρόνος είχε σταματήσει για λίγο, δίνοντάς τους την ευκαιρία να ζήσουν κάτι που περίμενε για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια.
Χαμηλή Αυτοεκτίμηση και Εθισμός στο Ίντερνετ
Health Νοέ 19, 2024
Online εκπαίδευση και σεμινάρια υψηλής ποιότητας
Culture Νοέ 17, 2024
Τι είναι η Μέθοδος Miyawaki; Πώς εφαρμόζεται;
Good News Νοέ 16, 2024