Youmag.gr
του Χάρη Βαλσαμίδη * Μεσάνυχτα, η αγαπημένη μου ώρα, η ώρα που ζω με όλες μου τις αισθήσεις, η ώρα της αναζήτησης, της απόλαυσης,...

του Χάρη Βαλσαμίδη * Μεσάνυχτα, η αγαπημένη μου ώρα, η ώρα που ζω με όλες μου τις αισθήσεις, η ώρα της αναζήτησης, της απόλαυσης, η ώρα του κυνηγιού.

Είμαι εδώ και κάμποση ώρα στον υπόγειο σταθμό του Γουέστ Εντ και κόβω την κίνηση στην αποβάθρα. Παρακολουθώ τους ανθρώπους. Το πώς κινούνται, το πώς συμπεριφέρονται, το πώς ζουν. Η δική τους ζωή είναι μέρος της δικής μου. Ο χώρος αυτό είναι το στέκι μου εδώ και κάμποσο καιρό, αν και η έννοια του χρόνου για μένα έχει άλλη ερμηνεία, διαφορετική από αυτή που καταλαβαίνουν οι άνθρωποι.

Ο σταθμός αυτός μένει ανοιχτός όλη τη νύχτα και για αυτό το λόγο έρχομαι εδώ, μόλις το σκοτάδι απλωθεί στη πόλη και οι σκιές αρχίζουν να σέρνονται στις γωνιές.

Πακέτα ηλεκτρικών συσκευών για το φοιτητικό σπίτι σε πολύ χαμηλές τιμές!
Ισχύει για αγορές μέχρι εξαντλήσεως των αποθεμάτων.

Όσο περνάει η ώρα αρχίζουν και λιγοστεύουν αυτοί που τον χρησιμοποιούν, αλλά πάντα υπάρχει κίνηση. Το μέρος είναι κάπως απομονωμένο και σιγά-σιγά οι άνθρωποι που τελειώνουν τις δουλειές τους και παίρνουν το τρένο για να πάνε στα σπίτια τους εντελώς εξουθενωμένοι και άχρηστοι για μένα, αντικαθίστανται από αυτούς που τους αρέσει να κυκλοφορούν τέτοιες ώρες. Τους ανθρώπους της νύχτας όπως τους αποκαλώ, τους δικούς μου ανθρώπους.

Αυτοί είναι τελείως διαφορετικοί. Χλωμοί, μιας και το φως του ήλιου δεν το συναντούν και πολύ συχνά, τις πιο πολλές φορές πιωμένοι, ντυμένοι διαφορετικά, συνήθως επιθετικοί και κατά κανόνα οπλοφορούν. Έχουν επάνω τους διάφορα όπλα. Σιδερογροθιές, κλομπ, στιλέτα, ακόμη και πιστόλια.

Μερικές φορές διαλέγουν κάποιον που δείχνει ότι βρίσκεται έξω από τα νερά του και τον ληστεύουν. Έχω δει μαχαιρώματα, καυγάδες, ομαδικές συμπλοκές, βιασμούς και πολλά άλλα. Κάποιον τον πέταξαν μια φορά από την αποβάθρα στις γραμμές την ώρα που περνούσε το τραίνο και γέμισε ο τόπος κρέας κόκαλα και αίμα. Έκανε μέρες να ξεμυρίσει. Προσωπικά δεν με ενοχλούσε καθόλου αυτή η μυρωδιά, αντιθέτως με ερέθιζε θα έλεγα.

Φυσικά εμένα δεν διανοούνται να με απειλήσουν.

Έχουν φαίνεται ανεπτυγμένη κάποια αίσθηση που χωρίς να καταλαβαίνουν τι είμαι, τους κάνει να με αποφεύγουν.

Με κοιτούν και αμέσως γυρνούν το βλέμμα και απομακρύνονται. Κάτι τέτοιο έχω διαπιστώσει ότι συμβαίνει και με τα ζώα. Και αυτά με αποφεύγουν.

Όταν λοιπόν οι άνθρωποι της δουλειάς, που συνήθως είναι κουρασμένοι, φτωχοί τσακισμένοι, θλιβερά απομεινάρια, αποσύρονται και εμφανίζονται οι άλλοι, τότε μεγαλώνει και το δικό μου ενδιαφέρον. Αυτοί με συναρπάζουν, αυτοί που είναι γεμάτοι ζωή.

Εγώ δεν βιάζομαι καθόλου. Έχω δική μου όλη τη νύχτα και πριν αυτή τελειώσει, κάποιον θα πάρω μαζί μου.

Το μεγαλύτερο σημείο αναφοράς στην πόλη τώρα και on line

Κάποιον που να μου τραβήξει τη προσοχή, κάποιον που να μου αρέσει, κάποιον που να αποπνέει μια αύρα, μια αύρα ζωής που τόσο θέλω να την κατακτήσω.

Δεν με ενδιαφέρει αν θα είναι άντρας η γυναίκα. Και τα δύο φύλα μου αρέσουν και με συναρπάζουν το ίδιο. Αυτό που με νοιάζει, είναι να είναι νέος και γεμάτος ζωή.

Τώρα μπαίνει κάποιος που μου κεντρίζει το ενδιαφέρον.

Είναι ψηλός, σχεδόν σα κι εμένα, λίγο αξύριστος, γύρω στα 25, η ηλικία που μου αρέσει, φορά δερμάτινο καφέ μπουφάν και τζιν παντελόνι. Ο γιακάς του πουκαμίσου του έχει μια κόκκινη κηλίδα. Μήπως είναι αίμα; Μυρίζω βαθιά και στα ρουθούνια μου φτάνει μια μυρωδιά από αλκοόλ, καπνό, κάποια κολόνια, κάτι απροσδιόριστο και φόβο. Ναι, κάτι φοβάται.

Τον κοιτώ στα μάτια ψάχνοντας να διαβάσω κάτι μέσα τους αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τίποτε. Το ύφος του με ερεθίζει. Είναι ο πρώτος υποψήφιος της βραδιάς. Είναι δυνατός, γεμάτος ζωή και θα περάσω καλά μαζί του. Θα αντέξει για ώρα αυτά που σκοπεύω να του κάνω. Αρχίζω να αδημονώ, είναι η φάση που έχοντας εντοπίσει το θήραμα, η ανάγκη μου και η επιθυμία μου κυριαρχούν πάνω μου.

Το κυνήγι αρχίζει, θέλω όμως να το κάνω όσο γίνεται πιο αργά, γιατί έτσι με συναρπάζει περισσότερο.

Ψάχνει τις τσέπες του και βρίσκει κάτι κέρματα. Τα μετρά ενώ προχωρά αργά προς το εκδοτήριο εισιτηρίων.

Σε αυτό το σταθμό λειτουργεί ταμείο και μένει ανοιχτό μέχρι τις 0.1.00 και μετά έρχεται ένας ένοπλος φρουρός και παίρνει τον ταμία που φεύγει μαζί με τις εισπράξεις. Υποθέτω, ότι κάτι τέτοιο θα γίνεται και στις υπόλοιπες αλλαγές της κάθε βάρδιας, για να μη συγκεντρωθούν πολλά χρήματα που μπορεί να προκαλέσουν, αλλά εγώ βεβαίως δεν είναι δυνατόν να βρεθώ εκεί στο φως της ημέρας.

Όσοι χρησιμοποιήσουν το τραίνο μετά την ώρα που κλείνει το ταμείο, είτε έχουν εισιτήριο από πριν, είτε βγάζουν από το αυτόματο εκδοτήριο, ή δεν χρησιμοποιούν καθόλου.

Ποιος θα τολμήσει να τους ελέγξει εξάλλου;

Ο τύπος πλησιάζει αργά προς το αυτόματο εκδοτήριο μετρώντας και ξαναμετρώντας τα λιγοστά του κέρματα. Μαζί βγάζει και κάτι κουπόνια που μοιράζουν στους αστέγους, που όμως εδώ του είναι άχρηστα. Τα κέρματα δεν του φτάνουν φαίνεται για το εισιτήριο και κοντοστέκεται.

Αν ο ταμίας ήταν μέσα στο οχυρωμένο του εκδοτήριο πιθανόν να τον λυπόταν, ή και να τον φοβόταν και να του έδινε ένα εισιτήριο, γιατί όσο οχυρωμένο κι αν είναι το ταμείο, όσο απόρθητο κι αν μοιάζει, σα μικρό οχυρό, δεν μπορεί πάντα να προφυλάξει αυτόν που είναι μέσα.

Κάποτε, μπροστά μου, δύο τύποι, κλασσικοί πανκ με σηκωμένο λιγδωμένο μαλλί, καρφιά στη μούρη, χάντρες παντού και σκουλαρίκια, αφού απείλησαν με μαχαίρι τον ταμία να τους δώσει τις εισπράξεις και αυτός αρνήθηκε και αμπαρώθηκε νομίζοντας ότι έτσι θα είναι ασφαλής, έβαλαν φωτιά στο εκδοτήριο. Σε λίγο αυτός πετάχτηκε έξω μισοκαμμένος κι ο τόπος μύρισε καμένη σάρκα.

Οι νεαροί πανκ πήραν όσα λεφτά τους επέτρεψαν οι φλόγες να πάρουν, χωρίς κανείς να τους εμποδίσει, ενώ ο ταμίας ούρλιαζε και κυλιόταν στο πάτωμα καπνίζοντας ακόμη.

Τον βλέπω να κοιτάει τριγύρω του και τον πλησιάζω.

Αμίλητος του δίνω ένα κέρμα, θα του έδινα και περισσότερα γιατί το χρήμα δεν έχει καμία σημασία για μένα, αλλά δεν θέλω να υποθέσει κάτι, τουλάχιστον όχι ακόμη.

Με κοιτά για λίγο και μετά παίρνει το κέρμα ψελλίζοντας ένα ευχαριστώ. Βγάζει το εισιτήριο ενώ είμαι πίσω του, κοντά του και τον μυρίζω. Ωραία μυρωδιά, αν και έχει πιεί κάμποσο αλκοόλ κι αυτό δεν μου αρέσει πολύ. Βγάζει το εισιτήριο και προχωρά προς την άκρη της αποβάθρας. Μετά κοιτάζει γύρω του, ενώ εμένα η λαχτάρα μου ολοένα και μεγαλώνει και βγάζει από την τσέπη του το μπουκάλι με το ποτό.

Μυρίζω βαθιά και η μυρωδιά του τζιν φτάνει στα ρουθούνια μου. Τότε αυτός βγάζει ένα πλαστικό φτηνό ποτήρι και ένα άλλο μικρό μπουκαλάκι που περιέχει κάποιο υγρό. Το ανοίγει και αδειάζει το περιεχόμενο στο ποτήρι. Μια μυρωδιά πικραμύγδαλου φτάνει σε μένα Δηλητήριο. Ανοίγω τις πύλες του παλατιού των αναμνήσεων και μνήμες αιώνων κινητοποιούνται. Αναγνωρίζω ένα πολύ δραστικό καταπότι, που την εποχή του Μεσαίωνα έκανε πραγματική θραύση στους κύκλους των ευγενών, που προτιμούσαν την αυτοκτονία από την δημόσια διαπόμπευση, τους εξευτελισμούς και την γκιλοτίνα.

Ο τύπος γεμίζει το ποτήρι με τζιν και κοιτάζει γύρω του.

Ώστε ήρθε εδώ για να αυτοκτονήσει. Θα μπει στο τραίνο, θα καθίσει σ’ένα κάθισμα, θα πιει το καταπότι μαζί με το τζιν και θα ταξιδέψει στους υπόγειους σταθμούς του Λονδίνου, μέχρι να περάσει στην άλλη μεριά. Κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να το επιτρέψω. Αφού θέλει να πεθάνει, θα του ικανοποιήσω την επιθυμία του, αλλά με τον δικό μου τρόπο. Ίσως περισσότερο επώδυνο και αρκετά πιο αργό, αλλά περισσότερο συναρπαστικό, για μένα κυρίως.

Για να δούμε αν την ώρα της απόλυτης φρίκης, την ώρα του αβάστακτου πόνου, την ώρα που θα βλέπει το αίμα του να τρέχει και την ζωή να τον εγκαταλείπει, αν θα αλλάξει γνώμη για την ζωή και θα αρχίσει να με εκλιπαρεί να τον λυπηθώ. Έτσι κάνουν όλοι.

Ένα τραίνο πέρασε, αλλά δεν σταμάτησε.

Είναι η ώρα που οι οδηγοί νιώθουν ότι κάτι δεν τους επιτρέπει να σταματήσουν και ότι είναι αναγκασμένοι να συνεχίσουν. Τα φώτα του σταθμού αρχίζουν να χαμηλώνουν και η ενέργεια που εκπέμπω κάνει τους ανθρώπους που βρίσκονται εκεί να κυριεύονται από μια αίσθηση υποταγής. Υποταγή στο μοιραίο, όπως το ελάφι την ώρα που οι λύκοι που το έχουν κυκλώσει και νιώθει τα δόντια τους να μπήγονται στο λαιμό του, σταματά να αντιστέκεται και υποτάσσεται.

Φτάνω εμπρός του και πετάω το τσιγάρο μου μέσα στο ποτήρι με το τζιν και το δηλητήριο. Με κοιτά στα μάτια και μέσα τους βλέπει αυτό που τον περιμένει. Η έκφρασή του αλλάζει και η έκπληξη γίνεται τρόμος. Τον πιάνω από το χέρι, προσπαθεί αντανακλαστικά να το τραβήξει, αλλά τον σφίγγω, βάζω δύναμη και τον πονώ. Θα μπορούσα εύκολα να του το σπάσω και να συνεχίζω να το σφίγγω μέχρι να το λιώσω τελείως, ενώ θα τον κοιτώ στα μάτια, να βλέπω τη φρίκη του και να ακούω τα ουρλιαχτά του, αλλά κάτι με εμποδίζει.

Κάτι στο βλέμμα του.

Δεν αντιστέκεται, αλλά ούτε υποτάσσεται. Συνεχίζει να με κοιτά. Κάτι διακρίνω, κάτι υπάρχει μέσα σε αυτόν τον άνθρωπο. Η διέγερσή μου είναι ακόμη πολύ δυνατή και η επιθυμία μου να τον πάρω μαζί μου ακόμη δυνατότερη, ωστόσο για πρώτη φορά νιώθω περίεργα. Για πρώτη φορά λυπάμαι έναν άνθρωπο μετά από χιλιάδες χρόνια. Τότε ήταν γυναίκα και το ξίφος μου την είχε στο έλεός του, ήταν γυμνή εμπρός μου και ανυπεράσπιστη. Δεμένη πισθάγκωνα διατηρούσε την αξιοπρέπειά της, το μόνο που της είχε απομείνει και με κοιτούσε χωρίς να ικετεύει.

Γύρω μας, μέσα σε φλόγες που έκαιγαν τα πάντα, μέσα σε ουρλιαχτά τρόμου και απόγνωσης, μέσα σε αίμα που κυλούσε, οι σύντροφοί μου έκαιγαν, έσφαζαν και βίαζαν. Θα μπορούσα να την κάνω ότι θέλω. Να την βιάσω, να την πάρω μαζί μου, να την βασανίσω, να την κάνω κομματάκια. Όμως την άφησα, της έλυσα τα δεσμά και την άφησα ελεύθερη, χωρίς να ξέρω γιατί. Έτσι και τώρα, κάτι στο βλέμμα αυτού του άντρα, που δεν με παρακαλάει, δεν με ικετεύει, αλλά μόνο με κοιτά, μου την θυμίζει.

Τον αφήνω και για πρώτη φορά από τότε που έγινα αυτό που είμαι, νιώθω λύπηση.

Ώστε μπορώ ακόμη να νιώθω κάτι και όχι μόνο δίψα για αίμα; Είναι κάτι που δεν μπορώ να κατανοήσω. Τον αφήνω να φύγει, αλλά ωστόσο η δίψα μου δεν με αφήνει να φύγω με άδεια χέρια. Αρπάζω μια κοπέλα που βρίσκεται δίπλα μου, από τα μαλλιά και την σέρνω μαζί μου στα απύθμενα σκοτάδια, ενώ ο τύπος μένει πίσω μου στην αποβάθρα κυριευμένος από μια περίεργη αίσθηση.

Πριν χαθώ μαζί με τη κοπέλα μέσα στις σκιές, του ρίχνω μια τελευταία ματιά. Είναι ακόμη εκεί όρθιος και ακίνητος και με κοιτάζει. Ένας άνθρωπος μισοχαμένος στους ίσκιους της αποβάθρας, ένας άνθρωπος που μόλις συνάντησε την απόλυτη φρίκη και ξέφυγε από αυτή για κάποιο λόγο που δεν κατάλαβε ούτε αυτός ούτε κι εγώ, ένας άνθρωπος που μπορεί να αυτοκτονήσει ή να συνεχίσει να ζει έχοντας στο μυαλό του την εικόνα των ματιών μου και αυτό που διάβασε μέσα τους.

Ο Χάρης Βαλσαμίδης είναι καθηγητής σε Γυμνάσιο και προπονητής καλαθοσφαίρισης. Έχει εκδώσει μόνος του το ΜΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΙΘΑΚΗ; ΤΑ 250 ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΑ και το ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ και έχει γράψει πολλές ιστορίες.