Η πλάτη που γέρνει κουβαλώντας ένα σάκο γεμάτο μπλούζες, οδοντόβουρτσες, χτένες, κάλτσες κι εσώρουχα, εικόνες κι εμπειρίες, ευτράπελα και νέες γεύσεις, νέους ανθρώπους, νέα αρώματα η βαριά ανάσα και τα παραπονεμένα από το περπάτημα πέλματα.
Η αίσθηση του κατακτητή με τη φωτογραφική στο δεξί και το χάρτη στο αριστερό χέρι, η πνοή της πόλης που ανασαίνει ρυθμικά ̇
Η ιδέα της περιπέτειας και της εξερεύνησης που κυλάει στις αρτηρίες του σώματος από τον εγκέφαλο που επεξεργάζεται με γοργούς ρυθμούς τις εικόνες που λαμβάνει εκ οφθαλμών, συλλέγοντας παράλληλα οποιαδήποτε επιπρόσθετη πληροφορία οπτική ή ηχητική, έως τα πόδια που βαδίζουν με σταθερό ρυθμό προς όποια κατεύθυνση υποδεικνύει ο χάρτης ή το ένστικτο…
Καθώς περπατούσα βιαστικά προς το σταθμό των τρένων, αγχωμένη για το αν θα καταφέρω να φτάσω εγκαίρως στο αεροδρόμιο για την πτήση των δώδεκα, οι σκέψεις αυτές τριγύριζαν ασταμάτητα στο κεφάλι μου, προκαλώντας ένα αίσθημα στενοχώριας για τις μέρες που πέρασαν κι έχουν πλέον καταχωρηθεί και ταξινομηθεί στην ειδική μονάδα «αναμνήσεων» του εγκεφαλικού αποθηκευτικού χώρου.
«PasseigdelaGracias», εδώ είμαστε, αναλογίστηκα και κατέβηκα τρέχοντας τα λιγοστά σκαλοπάτια ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στα κτίρια τριγύρω μου.
Για έξι μήνες πειραματιζόμουν με τα υπέρ και τα κατά της ιταλικής εμπειρίας. Ήταν κάτι παραπάνω από ένα απλό πρόγραμμα Erasmus. Ήταν μια εμπειρία πλήρους αναβάθμισης του σκληρού μου δίσκου. Το νέο μοντέλο του εαυτού μου αποδεχόταν προτάσεις, όπως couchsurfing, autostop, Φλωρεντία, Κάλιαρι, Μπολόνια, Βερόνα, Ρώμη , Μόναχο, Βαρκελώνη δίχως να το επεξεργάζεται επ’ αορίστου και δίχως να παρουσιάζει λογικά επιχειρήματα που μπορεί να εμπόδιζαν τη διεξαγωγή και πραγματοποίηση των παραπάνω προτάσεων.
Για έξι μήνες μοναδικός σκοπός της ζωής μου ήταν να δω, να ζήσω και να γευτώ όσες περισσότερες εμπειρίες μπορούσα. Να τις ρουφήξω σαν ένα σφουγγάρι. Ίσως να ανακαλύψω το δικό μου δυτικό πέρασμα για τις Ινδίες σαν ένας άλλος Κολόμβος με εξορμητήριο τη μεσαιωνική Περούτζια. Ή ίσως να αποδεχτώ κάθε πρόσκληση-πρόκληση που έπεφτε στο διάβα μου σαν ένας άλλος JimCarrey.
«Aeropuerto 2΄»
Πήδηξα μέσα στο τρένο κουβαλώντας το σάκο και τις σκέψεις μου.
Το πρώτο βήμα ήταν εκείνο το συνοπτικό μήνυμα αναζήτησης couchsurfer στη Φλωρεντία. Το παίδευα για μέρες στο μυαλό μου̇ τι να γράψω, τι πληροφορίες να δώσω, αν θα είμαστε τυχερές να βρούμε κάποιον να μας φιλοξενήσει. Και το αποτέλεσμα ήταν καλύτερο κι απ’ όσο φανταζόμασταν. Περάσαμε τη νύχτα σ’ ένα φοιτητικό σπίτι στο κέντρο της Φλωρεντίας διασκεδάζοντας… αλά ιταλικά. Οι οικοδεσπότες μας είχαν μαγειρέψει δείπνο, είχαν φωνάξει τους φίλους τους στο διαμέρισμα και οι κιθάρες με παλιούς άγνωστους ιταλικούς ήχους και ξεχασμένα γι’ αυτούς τραγούδια δε σταμάτησε στιγμή (παρά μόνο όταν οι γείτονες μας χτύπησαν το κουδούνι φωνάζοντας πως θα καλέσουν την αστυνομία).
Μπορεί σ’ εκείνο το ταξίδι να μην εξαντλήσαμε τις αντοχές μας τριγυρνώντας από μουσείο σε μουσείο, αλλά γνωρίσαμε έναν Σικελό και δυο Καλαβρέζους κατοίκους της Τοσκάνης, γυρίσαμε στις ψαγμένες παμπ που μόνο αυτοί γνωρίζουν και μάθαμε πολλά για τη ζωή στη Φλωρεντία, στη Σικελία και στην Καλαβρία.
Έχοντας αυτή την εμπειρία στο νου, όταν ένα βράδυ στα σκαλοπάτια της κεντρικής πλατείας δυο φίλοι από Πολωνία μας ανακοίνωσαν πως έχουν εισιτήριο για Σαρδηνία, σπεύσαμε να επιστρέψουμε πίσω στα δωμάτιά μας και να κλείσουμε το δικό μας εισιτήριο.
Άλλο ένα couchsurfing. Άλλη μια εκδρομή σε στυλ καλοκαιρινών διακοπών στα μέσα του Οκτώβρη. Προσγειωθήκαμε σ’ ένα αεροδρόμιο γεμάτο φοινικόδεντρα, σε μια πόλη κοραλί, δίπλα σε μια παραλία γεμάτη λιαζόμενα κορμιά. Αυτή τη φορά μείναμε στο σπίτι ενός δικηγόρου τόσο εξυπηρετικού που ήρθε να μας πάρει από το αεροδρόμιο με το αυτοκίνητο. Το πιο χαρακτηριστικό πράγμα που θυμάμαι ήταν όταν πλησιάζαμε στο σπίτι του και μας έλεγε «Thisismypalace! Thisismypalace!», κάνοντας μια μετάφραση google-translate στο κεφάλι του από το ιταλικό “palazzo” που σημαίνει πολυκατοικία. Σκουντιόμασταν μεταξύ μας και καταπίναμε πνιχτά γελάκια.
Σ’ εκείνο το εξωτικό νησί της Ιταλίας, που μου θύμιζε τόσο πολύ Ελλάδα, με τον καυτό του ήλιο και τη ζεστή θάλασσα, μας ήρθε η τρελή ιδέα να νοικιάσουμε αυτοκίνητο και να κάνουμε το γύρω του νησιού. Και γιατί όχι; Τέσσερα κορίτσια στο τιμόνι, με το GPS φωστήρα κι οδηγό μας και το ραδιόφωνο στο τέρμα διασχίσαμε τη Σαρδηνία απολαμβάνοντας ένα αξέχαστο roadtrip. Βουτήξαμε στη δύση του ηλίου σε παραλίες ερημικές, συναντήσαμε γαϊδουράκια στη μέση του δρόμου στη μέση της νύχτας καθώς μιλούσαμε για τον SantaClaus και τον SaintNicholas και το δικό μας Άγιο Βασίλη από την Καππαδοκία, κατασκηνώσαμε έξω από ένα κάμπινγκ μέσα στο αυτοκίνητο, εισβάλαμε στα κρυφά για να επωφεληθούμε από τις ντουζιέρες του ξεφεύγοντας τελευταία στιγμή από το καχύποπτο βλέμμα του φύλακα και πετάξαμε στην άσφαλτο για να προλάβουμε την πτήση της επιστροφής αφήνοντας το ντεπόζιτο άδειο. Γιατί αυτό θα πει Erasmus.
Και τα ταξίδια δεν είχαν τελειωμό. Στη Μπολόνια μείναμε σε κάποιον άλλο φοιτητή και ήπιαμε ιρλανδικές μπύρες με τους φίλους του συζητώντας για την παράλογη οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, τη νυχτερινή ζωή της Ρουμανίας, το βαρύ χειμώνα της Πολωνίας. Στη Βερόνα γράψαμε το όνομά μας κάτω από το μπαλκόνι της Ιουλιέτας- όχι γιατί περιμένουμε τον έρωτα της ζωής μας, αλλά γιατί θέλαμε ν’ αφήσουμε το δικό μας σημάδι σαν ομάδα. Στο Μόναχο γευτήκαμε παραλλαγές αχνιστού κρασιού στα πάμπολλα ChristmasMarkets που ξεφύτρωναν σε κάθε γωνιά της πόλης… Κι έτσι δίχως καν να το καταλάβω έφτασε κι αυτό… Το τελευταίο ταξίδι στη Βαρκελώνη.
Ήταν η τελευταία φορά που γέμισα το σάκο μου, φόρτισα τη μηχανή μου, έκανα την αναζήτησή μου στο Google, έκλεισα εισιτήρια. Κι όλα έμοιαζαν τόσο καταθλιπτικά όταν άφηνα τον αέρα να οργώσει τα μαλλιά μου στην παραλία Barceloneta κουκουλωμένη με κασκόλ και σκουφιά, όταν άγγιζα τη CasaMila κι όταν έβγαζα φωτογραφίες τη SagradaFamiglia… Γιατί αναρωτιόμουν… Πότε θα τα κάνω αυτά ξανά; Πότε θα ετοιμάσω το σάκο μου; Πότε θα παραμερίσω υποχρεώσεις και σχολή για να κλείσω εισιτήριο στο άψε σβήσε; Πότε θα βρεθώ με τους νέους διεθνείς φίλους μου για περιπέτειες σε άλλα μέρη που περιμένουν να τα εξερευνήσουμε;
«Σύντομα», απάντησα αυτόματα.
Φυσικά και σύντομα. Γιατί το πρόγραμμα Erasmus, ήταν κάτι παραπάνω από ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Ήταν η γνωριμία μου με μια άλλη νοοτροπία- την νοοτροπία του «ΖΩ ΤΩΡΑ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ».
Το τρένο μειώνει ταχύτητα καθώς πλησιάζουμε στον τερματικό σταθμό. Σε λίγα λεπτά θα βρίσκομαι στο αεροδρόμιο για την επιστροφή. Σε λίγες μέρες θα βρίσκομαι πίσω στην παλιά μου καθημερινότητα.
Στην παλιά μου καθημερινότητα με έναν νέο τρόπο ζωής.
Εις το επανιδείν!
Χαμηλή Αυτοεκτίμηση και Εθισμός στο Ίντερνετ
Health Νοέ 19, 2024
Online εκπαίδευση και σεμινάρια υψηλής ποιότητας
Culture Νοέ 17, 2024