Youmag.gr
της Ευτυχίας Κανάρη * Κουβαλούσε μια ξύλινη βαλίτσα με λαβή από καφέ δερματίνη. Ήταν φορητό καβαλέτο, που μέσα του είχε τέμπερες, πινέλα, παστέλ, μολύβια,...

της Ευτυχίας Κανάρη *

Κουβαλούσε μια ξύλινη βαλίτσα με λαβή από καφέ δερματίνη. Ήταν φορητό καβαλέτο, που μέσα του είχε τέμπερες, πινέλα, παστέλ, μολύβια, κάρβουνα, τα μπλοκ ζωγραφικής του, ό,τι χρειαζόταν για να αποτυπώνει όσα έβλεπε στην πόλη.

Πεινούσαμε. Οι ζωγραφιές του πατέρα μου, όποτε πουλιόντουσαν, δε μπορούσαν να μας εξασφαλίσουν ούτε τα βασικά. Η μητέρα μου άρχισε να δουλεύει καθαρίστρια σε σπίτια. Έλειπε ολόκληρη την ημέρα σχεδόν, κι έτσι ο πατέρας άρχισε να κουβαλάει τα καλοκαίρια, πέρα απ’ την ξύλινη βαλίτσα του, κι εμένα, μικρό αγόρι τότε.

Πιάναμε ένα ωραίο σημείο στο Κέντρο της Αθήνας, συνήθως με θέα την Ακρόπολη, και καθόμασταν εκεί με τις ώρες.

Με κάθε νέα σύνδεση ρεύματος ή φυσικού αερίου κερδίζετε 50€ δωροκάρτα Shell

Την πρώτη φορά που παρακολούθησα αυτά που έφτιαχνε ο πατέρας, απόρησα. Ζωγράφιζε το τοπίο που έβλεπε κάθε φορά, μα πλάι απ’ το κέντρο της και προς τα κάτω, άφηνε το χαρτί κενό.

«Μπαμπά, γιατί δεν το ζωγραφίζεις όλο; Δεν είναι ωραίο έτσι άδειο.»

«Τα κενά τα γεμίζουν οι άνθρωποι, Κωστή. Και για να γεμίσεις κάτι, πρέπει να είναι αδειανό…»

Δεν κατάλαβα τι εννοούσε, μέχρι που ήρθαν οι πρώτες πελάτισσες. Μια καλοντυμένη γυναίκα που κρατούσε απ’ το χέρι ένα μικρό κορίτσι, το οποίο το έβαλε να καθίσει απέναντι απ’ τον πατέρα μου.

«Διάλεξε, κορίτσι μου, όποια ζωγραφιά σου αρέσει καλύτερα!», είπε εκείνος, δείχνοντάς της ό,τι είχε ζωγραφίσει μέχρι εκείνη την ώρα. Διάλεξε μία ασπρόμαυρη. Κι έτσι ο πατέρας μου άρχισε να ζωγραφίζει το κορίτσι στο κενό της ζωγραφιάς. Όταν τελείωσε, είχα μαγευτεί.

«Καλύτερα τώρα, Κωστή;»

«Αχ ναι, μπαμπά!»

Κι αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με τη σημασία που έχουν τα κενά για τους ανθρώπους.

Άρχισα να παίρνω κι εγώ χαρτιά και τις δικές μου ξυλομπογιές και προσπαθούσα να κάνω ό,τι έκανε κι ο πατέρας. Άφηνα κι εγώ κενά για τους ανθρώπους. Μόνο που επειδή εμένα δεν ερχόταν κανένας άνθρωπος να κάτσει απέναντί μου και να τα γεμίσει, αποφάσισα να τα γεμίζω μόνος μου. Ζωγράφιζα το μπαμπά κάτω από την ταμπέλα ενός σουβλατζίδικου, δίπλα σε έναν μεγάλο αδέσποτο σκύλο, μπροστά από ένα κατάστημα παπουτσιών στην Ερμού, ζωγράφιζα τη μαμά μου κάτω απ’ την Ακρόπολη, μπροστά απ’ τη Βουλή, δίπλα στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη στη Σταδίου…

Με κάθε burger, δώρο αναψυκτικό 330ml!

«Ψυχή μου εσύ! Ποτέ δε μ’ αφήνεις πίσω!», μου έλεγε η μάνα μου καθώς στερέωνε τις ζωγραφιές μου στο ψυγείο με μαγνητάκια. Κι ας μην καταλάβαινε κανείς, αν δεν το έλεγα εγώ, ποιος απεικονιζόταν κάθε φορά στις ζωγραφιές μου. Δεν είχε σημασία. Ακόμα και το κορίτσι εκείνο του Θησείου ζωγράφιζα, πότε στο Σύνταγμα, πότε στο Μοναστηράκι και στην Πλάκα, πάντα σε φόντο ασπρόμαυρο που της άρεσε. Όπου πηγαίναμε εμείς με τον πατέρα, την έπαιρνα μαζί μου κι εκείνη. Γιατί ήταν το πρώτο μου σύμβολο για τα κενά που γεμίζουν οι άνθρωποι…

Έχουν περάσει είκοσι χρόνια από τότε. Στο Σύνταγμα έπαψα να ζωγραφίζω ανέμελα κι έφτασα πια εκεί μόνο να διαμαρτύρομαι. Ο πατέρας, σβήνοντας πριν από καιρό, γέμισε ένα κενό στο πάνω, πλέον, μέρος μιας ζωγραφιάς μου… Την κουβαλάω μαζί μου μέσα στις βαλίτσες μου. Τώρα που σχεδόν αναγκάζομαι να φύγω απ’ την Ελλάδα, αφήνοντας πίσω τη μητέρα μου, σε μιαν ασπρόμαυρη Αθήνα, μ’ ένα τεράστιο κενό…

Η Ευτυχία Κανάρη γεννήθηκε το 1982 και μεγάλωσε στη Σαλαμίνα, αφιερώνοντας κάποια χρόνια διαμονής σε αθηναϊκές γειτονιές. Μαθήτευσε περιστασιακά σε διάφορους τομείς της τέχνης, όπως ζωγραφική και μουσική, όμως αυτό που δεν εγκατέλειψε ποτέ είναι η συγγραφή. Έχει βραβευτεί για τη συμμετοχή της σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και έχει ολοκληρώσει έργα όπως το θεατρικό «Παρούσες απουσίες», το μυθιστόρημα «Θάνατος, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας» και ποιητικά όπως το «27», «Χαμένος Ήλιος», «Σε σκότωσα», «Συλλαβίζοντας τον Παράδεισο», «Κλωστή και Πανσέληνος» κ.α.