Η μυρωδιά του παλιού βιβλιοπωλείου χτύπησε τον Νικόλα σαν μια οικεία ανάμνηση. Σκόνη, παλιά χαρτιά, μια υπόνοια βανίλιας από τα χρόνια περασμένα. Ήταν το ίδιο βιβλιοπωλείο όπου, πριν από είκοσι χρόνια, είχε γνωρίσει την Ελένη. Ήταν φοιτητές τότε, γεμάτοι όνειρα και ελπίδες. Εκείνη διάβαζε Έλιοτ, αυτός Κάφκα. Μια τυχαία σύγκρουση ανάμεσα σε δύο ράφια, βιβλία που έπεσαν, ένα αμήχανο χαμόγελο και μια αμοιβαία έλξη που φαινόταν να σιγοκαίει στον αέρα.
Πέρασαν ώρες ατελείωτες μέσα σε αυτό το βιβλιοπωλείο, συζητώντας για λογοτεχνία, μουσική, φιλοσοφία. Οι συναντήσεις τους έγιναν καθημερινές, οι βόλτες τους ατελείωτες. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά, ένας έρωτας νεανικός, παθιασμένος, που έμοιαζε να κρατάει για πάντα.
Όμως, η ζωή είχε άλλα σχέδια. Οι σπουδές τελείωσαν, οι δρόμοι τους χώρισαν. Εκείνη έφυγε για μεταπτυχιακό στο εξωτερικό, αυτός έμεινε πίσω, κυνηγώντας μια καριέρα που δεν τον γέμιζε. Οι αποστάσεις μεγάλωσαν, οι επικοινωνίες αραίωσαν και σιγά σιγά χάθηκαν.
Είκοσι χρόνια μετά, ο Νικόλας στεκόταν ξανά στο ίδιο βιβλιοπωλείο. Η ζωή του είχε πάρει μια συνηθισμένη τροπή. Μια δουλειά γραφείου, ένας γάμος που κατέληξε σε διαζύγιο, μια αίσθηση ότι κάτι έλειπε πάντα.
Ξαφνικά, την είδε. Στεκόταν μπροστά στο ράφι με την ποίηση, όπως ακριβώς την πρώτη φορά. Τα μαλλιά της είχαν ασπρίσει λίγο, κάποιες ρυτίδες είχαν χαραχτεί γύρω από τα μάτια της, αλλά η λάμψη της ήταν η ίδια.
Η Ελένη γύρισε το κεφάλι και τον είδε. Για μια στιγμή, ο χρόνος σταμάτησε. Οι δύο τους στέκονταν ακίνητοι, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον, σαν να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα.
«Νικόλας;» ψέλλισε εκείνη, με μια φωνή που έτρεμε από συγκίνηση.
«Ελένη…» απάντησε αυτός, νιώθοντας την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή.
Οι λέξεις δεν χρειάζονταν. Τα μάτια τους μιλούσαν από μόνα τους. Όλα αυτά τα χρόνια, παρά τις αποστάσεις και τις αλλαγές, η σπίθα του έρωτά τους δεν είχε σβήσει.
Κάθισαν σε μια μικρή καφετέρια δίπλα στο βιβλιοπωλείο, όπως έκαναν τότε. Μίλησαν για τη ζωή τους, για τα χρόνια που πέρασαν, για τις χαρές και τις λύπες τους. Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη με μια γλυκιά νοσταλγία, αλλά και με μια ανανεωμένη ελπίδα.
«Πάντα σκεφτόμουν τι θα γινόταν αν…» είπε ο Νικόλας, κοιτάζοντας την Ελένη στα μάτια.
«Και εγώ το ίδιο» απάντησε εκείνη, με ένα χαμόγελο.
Κατάλαβαν ότι ο χρόνος που είχαν χάσει δεν μπορούσε να αναπληρωθεί, αλλά μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή τους. Ένα κεφάλαιο γεμάτο αγάπη, κατανόηση και μια βαθιά σύνδεση που είχε αντέξει στον χρόνο.
Τις επόμενες μέρες, οι συναντήσεις τους έγιναν και πάλι καθημερινές. Βόλτες στην παραλία, δείπνα σε μικρά ταβερνάκια, συζητήσεις μέχρι αργά το βράδυ. Ανακάλυπταν ξανά ο ένας τον άλλον, σαν να γνωρίζονταν για πρώτη φορά.
Ένα βράδυ, κάτω από το φως του φεγγαριού, ο Νικόλας πήρε την Ελένη στην αγκαλιά του. «Ποτέ δεν σε ξέχασα» της ψιθύρισε.
«Ούτε εγώ εσένα» απάντησε εκείνη, νιώθοντας την καρδιά της να χτυπάει δυνατά.
Ήταν πια σίγουροι. Ο έρωτάς τους δεν ήταν απλώς μια νεανική φλόγα. Ήταν μια βαθιά, αληθινή αγάπη που είχε αντέξει στον χρόνο και τις αποστάσεις. Ήταν γραφτό να είναι μαζί.
Η ζωή τους είχε κάνει έναν μεγάλο κύκλο και τους είχε φέρει ξανά κοντά. Αυτή τη φορά, ήταν αποφασισμένοι να μην αφήσουν τίποτα να τους χωρίσει. Ήταν πάντα ερωτευμένοι. Και τώρα, είχαν μια δεύτερη ευκαιρία να το ζήσουν.
«Πάντα σκεφτόμουν τι θα γινόταν αν…»
Stories Ιαν 15, 2025