Youmag.gr
Γκέοργκ Λούντβιχ φον Μάουρερ: Ο Βαυαρός νομικός του νεοσύστατου ελληνικού κράτους Γκέοργκ Λούντβιχ φον Μάουρερ: Ο Βαυαρός νομικός του νεοσύστατου ελληνικού κράτους
Ο «Ελληνικός λαός» πρωτοεκδόθηκε στη Χαϊδελβέργη το 1835, αλλά σε μεγάλο βαθμό αγνοήθηκε στην Ελλάδα και έμεινε αμετάφραστο στη γλώσσα μας για πάνω από... Γκέοργκ Λούντβιχ φον Μάουρερ: Ο Βαυαρός νομικός του νεοσύστατου ελληνικού κράτους

Ο «Ελληνικός λαός» πρωτοεκδόθηκε στη Χαϊδελβέργη το 1835, αλλά σε μεγάλο βαθμό αγνοήθηκε στην Ελλάδα και έμεινε αμετάφραστο στη γλώσσα μας για πάνω από έναν αιώνα. Η πρώτη ελληνική μετάφραση κυκλοφόρησε μόλις το 1943, και το 1976 εκδόθηκε μια νέα μετάφραση σε επιμέλεια του Τάσου Βουρνά. Σ’ αυτή την έκδοση του 1976 βασίζεται εν πολλοίς η επικείμενη επανέκδοση του έργου.

Εξαιτίας της ανηλικότητας του Όθωνα η συνθήκη του Λονδίνου της 25ης Απριλίου/7ης Μαΐου 1832 (άρθρα 9 και 10) προέβλεπε τη σύσταση τριμελούς Αντιβασιλείας που θα ασκούσε «τα κυριαρχικά βασιλικά δικαιώματα καθ’ όλην των την έκτασιν» μέχρι της 1ης Ιουνίου/20 Μαΐου 1835, την ημέρα δηλαδή που θα γινόταν ο Όθων ενήλικος. Για να αποφύγουν τυχόν προστριβές, τα μέλη της Αντιβασιλείας καθόρισαν με ακρίβεια τις αρμοδιότητές τους πριν έρθουν στην Ελλάδα και έτσι κατανεμήθηκαν συγκεκριμένες αρμοδιότητες σε καθέναν εκ των αντιβασιλέων: 

–              Ο κόμης Ιωσήφ Λουδοβίκος φον Άρμανσπεργκ ως προϊστάμενος της Αντιβασιλείας

–              Ο Γεώργιος Λουδοβίκος φον Μάουρερ αναλαμβάνει την ευθύνη της Δικαιοσύνης, Παιδείας και της Εκκλησίας

–              Και ο στρατηγός Κάρολος Γουλιέλμος φον Χάιντεκ την ευθύνη του στρατού σε ξηρά και θάλασσα

Οι κεντρικοί στόχοι της Αντιβασιλείας καθορίζονταν με διάγγελμα που η ίδια εξέδωσε την 6η Φεβρουαρίου 1833 στο Ναύπλιο και το οποίο απηύθυνε εξ ονόματος Όθωνος ελέω Θεού Βασιλέως της Ελλάδος, με κυριότερα μηνύματα ότι η ανεξαρτησία και η ακεραιότητα της χώρας θα διαφυλάσσονταν, οι θυσίες των αγωνιστών θα αναγνωρίζονταν και τα ατομικά δικαιώματα των Ελλήνων θα κατοχυρώνονταν, δίνοντας ένα γενικό αλλά και ουσιαστικό περίγραμμα των πρώτων στόχων της.

Ο Γεώργιος Λουδοβίκος φον Μάουρερ γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1790 στο Ερποτζχάιμ, μια μικρή πόλη στο Παλατινάτο του Ρήνου. Ο πατέρας του Johann Konrad ήταν πάστορας, καλβινιστής, και είχε καταγωγή από την Ελβετία, ενώ η μητέρα του καταγόταν από την περιοχή. Η κατάληψη του Παλατινάτου από τα γαλλικά στρατεύματα ανάγκασε την οικογένεια του Μάουρερ να μετακομίσει και τελικά να εγκατασταθεί στη Χαϊδελβέργη, όπου ο νεαρός Μάουρερ ολοκλήρωσε τις σπουδές του και αναγορεύτηκε διδάκτορας Δικαίου το 1810. Η παραμονή του στο διάσημο Πανεπιστήμιο του επέτρεψε να συσχετιστεί και να επηρεαστεί από διάσημους ιστορικούς, φιλολόγους και ποιητές, όπως οι Thibaut, Grimm, Klüber, Böckh, Voss, Vilken, Zacharia, Daub, Greuzer.

Με αφορμή και την κατάληψη του Παλατινάτου από τη Γαλλία, ο Μάουρερ μετέβη στο Παρίσι, όπου επιδόθηκε σε ιστορικές και συγκριτικές μελέτες του Δικαίου, ελληνικού, γερμανικού και γαλλικού, μια επιρροή που θα τη φέρει και στην Ελλάδα με τις νομοθεσίες που εισάγει αλλά και ταυτιζόμενος κυρίως με τον γαλλικό παράγοντα στο νεοπαγές κράτος.

Η εμπειρία του θα αποβεί πολύ σημαντική, αφού με την επιστροφή του το Παλατινάτο είχε προσαρτηθεί στη Βαυαρία και είχε αναληφθεί μια τεράστια προσπάθεια αναδιοργάνωσης της νομοθεσίας και του δικαστικού οργανισμού που βασιζόταν σε γαλλικά πρότυπα.

Έτσι ο Μάουρερ το 1814 διορίστηκε δικαστικός αντεπίτροπος του κράτους (σημερινός αντιεισαγγελέας πρωτοδικών), το 1816 γενικός αντεπίτροπος του κράτους (αντιεισαγγελέας εφετών) και τον επόμενο χρόνο μέλος του Εφετείου του αναθεωρητικού δικαστηρίου, όπου και ανέλαβε δικαστικός επίτροπος του κράτους.

Ο Μάουρερ παράλληλα με τα δικαστικά του καθήκοντα ασχολήθηκε και με τη συγγραφή ακαδημαϊκών μελετών, εκδίδοντας το 1824 το περίφημο έργο του «Geschichte des altgermanischen, namentlich altbayrischen öffentlich-mündlichen Gerichtsverfahrens», με το οποίο άρχισε και η ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία με την ανακήρυξή του ως μέλους της Ακαδημίας των Επιστημών και τον διορισμό του ως καθηγητή της Ιστορίας του γερμανικού και γαλλικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου.

Το 1829 ο Βασιλεύς της Βαυαρίας Λουδοβίκος Α΄ τον ανακήρυξε μυστικοσύμβουλο της Πολιτείας (Geheimer Hofrat und Staatsrat) και το 1831 του απένειμε τον τίτλο του Ιππότη ισόβιου συμβούλου.

Την τελευταία θέση αυτή κατείχε ο Μάουρερ όταν ο Λουδοβίκος τον κάλεσε να συμμετάσχει στην τριμελή επιτροπή αντιβασιλείας της Ελλάδος, που θα συνόδευε τον νεαρό Όθωνα στην Ελλάδα.

Ο Μάουρερ αποδέχθηκε τον διορισμό και ήλθε στην Ελλάδα μαζί με τον Όθωνα, όπου από την πρώτη στιγμή, κατά την κατανομή των αρμοδιοτήτων διοίκησης της νέας χώρας, ανέλαβε με ιδιαίτερο ζήλο το πλέον δυσχερέστερο έργο, όπως ομολογήθηκε αργότερα, που ήταν η οργάνωση της Δικαιοσύνης, της Εκκλησίας και της Εκπαίδευσης, αφήνοντας όμως το διακριτό του στίγμα στον καθέναν από τους τρεις τομείς.

Με την ανάληψη της Αντιβασιλείας η οργάνωση της Δικαιοσύνης και ειδικά η σύσταση δικαστηρίων ήταν η πλέον άμεση ανάγκη, αφού μάλιστα μετά τη δολοφονία του Ι. Καποδίστρια η κυβέρνηση που ακολούθησε στις 20 Οκτωβρίου του 1832 με διάταγμά της είχε καταργήσει όλα τα δικαστήρια εκτός από τα ειρηνοδικεία!

Έτσι, με το από 22 Φεβρουαρίου 1833 βασιλικό διάταγμα της Αντιβασιλείας ο Μάουρερ προέβη στη σύσταση των πρώτων τριμελών δικαστηρίων στο Ναύπλιο (την τότε πρωτεύουσα), το Μεσολόγγι και τη Θήβα. Το τελευταίο στις 8 Δεκεμβρίου 1833 μεταφέρθηκε στη Χαλκίδα. Παράλληλα όμως έπρεπε και να εκδοθεί ένα πλήθος διαταγμάτων προκειμένου να υφίσταται ομοιόμορφη οργάνωση των παραπάνω, καθώς και μια σαφέστερη νομοθεσία περί των αδικημάτων, την απόδοση της δικαιοσύνης, κ.λπ. Την οργάνωση αυτή ανέλαβε προσωπικά ο Μάουρερ, ο οποίος και πέτυχε σε διάστημα μόλις δύο ετών να τη φέρει σε πέρας αφενός με την εκπόνηση του ποινικού νόμου και αφετέρου με την οργάνωση των δικαστηρίων.

Στον Β΄ τόμο του έργου του ο «Ελληνικός λαός» ο Μάουρερ εκθέτει τους λόγους για τους οποίους προτιμά να μην στερείται η νέα νομοθεσία ισχυρών βάσεων και προτίμησε να προτάξει ολόκληρης της νομοθετικής προσπάθειας τον ποινικό νόμο.

  1. Ο «Ποινικός Νόμος του Μάουρερ» συντάχθηκε αρχικά κατά τον περίφημο βαυαρικό αντίστοιχο νόμο του 1813, που ήταν έργο του Φέρμπαχ, γνωστότερος ως γερμανικός ποινικός νόμος με όλες τις βελτιώσεις που είχε στο μεταξύ υποστεί (1822, 1827 και 1831). Ο νόμος αυτός δημοσιεύτηκε στις 18/30 Δεκεμβρίου 1833 και τέθηκε σε εφαρμογή από την 1η Μαΐου 1834 σε μετάφραση στην ελληνική υπό των Σχοινά και Πολυζωίδη.
  2. Η δε «Πολιτική Δικονομία» συντάχθηκε με βάση τόσο το γαλλικό όσο και το γερμανικό πρότυπο και εμπεριείχε αρκετή ύλη του σήμερα αποκαλούμενου αστικού δικαίου, η οποία και δημοσιεύτηκε στις 2/14 Απριλίου του 1834.
  3. Η «Ποινική Δικονομία» που συντάχθηκε με πρότυπα τη γαλλική και περισσότερο τη βαυαρική δημοσιεύτηκε στις 10/22 Μαρτίου 1834, με την οποία και καθορίστηκε και ο θεσμός των ορκωτών δικαστηρίων, των οποίων που υπεραμυνόταν ο Μάουρερ.
  4. Ενώ, τέλος, ο νέος «Οργανισμός Δικαστηρίων και Συμβολαιογράφων» ακολούθησε τον γαλλικό σχετικό νόμο ως πρότυπο, θέτοντας τον θεσμό των Ειρηνοδικείων, Πρωτοδικείων, Εφετείων και του Ακυρωτικού, που ονομάστηκε Άρειος Πάγος. Το διάταγμα αυτού δημοσιεύτηκε στις 21 Ιανουαρίου/2 Φεβρουαρίου του 1834.

Με νεότερα σχετικά διατάγματα, που εκδόθηκαν τον Ιανουάριο του 1835, διορίστηκε και το πρώτο προσωπικό των νέων δικαστηρίων, ενώ ορίσθηκε η 25η Ιανουαρίου του 1835 ως ημέρα πλήρους εφαρμογής όλων των παραπάνω νέων νομοθετημάτων, εκτός του πρώτου, που είχε ήδη τεθεί σε ισχύ.

Ο Μάουρερ παρά τον απολυταρχισμό που τον διέκρινε αγαπούσε και θαύμαζε την αρχαία Ελλάδα. Ζούσε ασκητικά και εργαζόταν εξαντλητικά. Κι όμως, για το τιτάνιο αυτό πραγματικά νομοθετικό έργο, αν ληφθεί υπόψη η υπάρχουσα τότε υποδομή και τα μέσα της εποχής με τις πρώτες αδυναμίες συνεννόησης προκειμένου το νεοσύστατο Βασίλειο να συνταχθεί με τα ευρωπαϊκά της εποχής πρότυπα, ο Μάουρερ κατακρίθηκε. Η ολοκλήρωση πάντως κατά κοινή ομολογία του τεράστιου αυτού νομοθετικού έργου, όπως έχει επισημανθεί χαρακτηριστικά, «δεν βρίσκει όμοιό της στην ιστορία του δικαίου των νεοτέρων χρόνων».

Η αυτονόμηση της Εκκλησίας της Ελλάδος ήταν επίσης από τους πρωταρχικούς στόχους της βαυαρικής Αντιβασιλείας και ειδικότερα του Μάουρερ. Προτεστάντης και νομομαθής ο ίδιος, πίστευε στο δικαίωμα της κοσμικής εξουσίας να ρυθμίζει τα εκκλησιαστικά πράγματα, δηλαδή την υποτέλεια του sacerdotium στο imperium, κάτι που ήταν και σύμφωνο βέβαια με το δίκαιο της Ανατολικής Εκκλησίας. Για την Ελλάδα εξάλλου ο ίδιος πίστευε ότι η Επανάσταση του 1821 δεν έγινε μόνο για την πολιτική αλλά και για τη θρησκευτική ελευθερία και ότι η ανεξαρτησία της Ελλαδικής Εκκλησίας από το Πατριαρχείο ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη της Βασιλείας στην Ελλάδα. Φοβόταν βέβαια και ότι μια τελείως ανεξάρτητη Εκκλησία θα μπορούσε να μετασχηματιστεί σε ένα μικρό Βατικανό, εξ ου και η διαδικασία της αυτονόμησής της θα έπρεπε να οργανωθεί με έναν τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετεί τα κρατικά συμφέροντα και χωρίς να τίθεται επ’ ουδενί σε αμφισβήτηση η κρατική εξουσία.

Η Εκκλησία της Ελλάδος κηρύσσει μονομερώς το αυτοκέφαλό της το 1833 από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και παραμένει σχισματική για δεκαεπτά χρόνια. Η απόφαση αυτή του Μάουρερ συνέκλινε με τη βούληση πολλών εκπροσώπων του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, και του Κοραή βέβαια, ο οποίος θεωρούσε την αυτόνομη Ελλαδική Εκκλησία ως βασική προϋπόθεση για την ολοκλήρωση της εθνικής χειραφέτησης, αν και στο ιδεολογικό πεδίο οδήγησε σε μάλλον αντίθετα αποτελέσματα από το αναμενόμενο.

Τέλος, καθοριστική ήταν η συμβολή του στη θέσπιση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα, όπου εισάγει στην Ελλάδα τον γαλλικό αντίστοιχο νόμο του Guizot προσαρμόζοντάς τον στην ελληνική πραγματικότητα, όπου καθιέρωσε την υποχρεωτική και δωρεάν εκπαίδευση των παιδιών 5-12 χρονών. Παράλληλα, υποχρέωνε κάθε Δήμο να ιδρύσει ένα δημοτικό σχολείο.

Μετά από μια σειρά φαινομένων εχθρικής στάσης του προέδρου της Αντιβασιλείας κόμη Άρμανσπεργκ προς το πρόσωπο του Μάουρερ, που ήταν προϊόν των έντονων διαφωνιών του δεύτερου ως προς την άσκηση εξουσίας του πρώτου, ο Μάουρερ με διαταγή του Βασιλέως της Βαυαρίας ανακλήθηκε τον Ιούλιο του 1834 μετά από μόλις 17 μήνες παραμονής στην Ελλάδα, ενώ στις 21 Ιουλίου του ίδιου έτους δημοσιεύτηκε και το σχετικό βασιλικό διάταγμα της διακοπής του ως μέλους της Αντιβασιλείας.

Επιστρέφοντας ο Μάουρερ στη Βαυαρία ανέλαβε τα προηγούμενα καθήκοντά του και το 1847 ανέλαβε υπουργός στην κυβέρνηση του Άμπελ, για λίγο όμως χρονικό διάστημα, μετά την παραίτηση της κυβέρνησης.

Όταν επισκέφθηκε αργότερα την Ελλάδα, το 1858, στις εορτές της 25ετηρίδας της βασιλείας του Όθωνα, σύσσωμοι οι Έλληνες δικαστές τον τίμησαν με ειδικό χρυσό μετάλλιο που έφερε την προτομή του και ειδικό επίγραμμα σε ένδειξη ευγνωμοσύνης.

Ο Μάουρερ πέθανε στο Μόναχο στις 9 Μαΐου του 1872. Γιος του ήταν ο Κόνραντ φον Μάουρερ, επίσης καθηγητής πανεπιστημίου.

Ο Ελληνικός λαός

Το ιδιαίτερα σύνθετο και ογκώδες έργο του Μάουρερ κατέχει ξεχωριστή σημασία όχι μόνο για την κατανόηση της Ελλάδας και των Ελλήνων κατά τον 19ο αιώνα αλλά και για τη ματιά ενός ευρυμαθούς ξένου πάνω στην τότε ελληνική πραγματικότητα και στη νοοτροπία των κατοίκων, αλλά είναι και η έκφραση μιας ειλικρινούς αγάπης για τη χώρα για την οποία, αν και δεν ήξερε σχεδόν τίποτα όταν ήρθε, αφού υπήρχε «ολοσχερής άγνοια των ελληνικών σχέσεων και αναγκών ως και της αληθούς κατάστασης της χώρας», εργάστηκε σκληρά και ουσιαστικά συγκρότησε ένα νομικό υπόστρωμα σε χρόνο ρεκόρ. Το έργο του είναι εμβληματικό ως μια μοναδική πηγή από το εσωτερικό της αντιβασιλείας για το πρώτο διάστημα εγκατάστασής της, αλλά και των προτεραιοτήτων που έθεσε ως διοίκηση.

Ο ίδιος ο Μάουρερ δεν κάνει μόνο ένα έργο προσωπικού απολογισμού αλλά και αποκατάστασης της προσωπικής του τιμής. «Σκέφτηκα λοιπόν ότι είχα χρέος για να προστατεύσω την τιμή μου», επισημαίνει χαρακτηριστικά για την ανάγκη του να γράψει αυτό το βιβλίο, αλλά και για να απαντήσει και σε συμπατριώτες του που τον κατηγορούσαν για το έργο του. Τον πρώτο τόμο του έργου του τον αφιερώνει στους Έλληνες, στους οποίους απευθύνεται πάντα με σεβασμό, ενώ στον δεύτερο τόμο περιγράφονται αυτά που έγιναν για τους Έλληνες χωρίς όμως να κάνει προσωπική επίδειξη. Ο τρόπος που αναφέρεται στους Έλληνες προκαλεί εντύπωση και για τον σεβασμό αλλά και για τις οδηγίες που δίνει, που αιτιολογούν και βασικές του επιλογές κατά τη διάρκεια της αντιβασιλείας του:

«Μαζί με την ελευθερία σας κερδίσατε και την ανεξαρτησία της Εκκλησίας σας. Στηριχθείτε σ’ αυτήν για να γίνει πιο στέρεη η πίστη των πατέρων σας. Δημιουργήστε κυρίως τον κλήρο σας, που θα οδηγήσει τον κάθε Έλληνα στο δρόμο της μόρφωσης, που θα βαδίζει μπροστά σας με το Σταυρό στο χέρι, αφού έδωσε την απαραίτητη ευλογία του στον Αγώνα σας για το μεγαλύτερο και πολυτιμότερο από τα ανθρώπινα αγαθά».

Είναι πολύ σημαντική η έμφαση που δίνει στην ανεξάρτητη από το Πατριαρχείο Ελλαδική Εκκλησία, που είναι σε μεγάλο βαθμό και δικό του δημιούργημα, αλλά και πόσο τη συνδέει και με την πραγματική ελευθερία της Ελλάδας.

Ο Μάουρερ θέλει να αφήσει ένα έργο παρακαταθήκη για τους Έλληνες, αλλά και να καταδείξει τη δυσκολία που αντιμετώπισε η βαυαρική διοίκηση ερχόμενη στην Ελλάδα, αφού διέθετε ψεύτικες πληροφορίες, όπως ο ίδιος ομολογεί.

H σκιαγράφηση του ελληνικού λαού από τον Μάουρερ είναι εντυπωσιακή. Δεν χρησιμοποιεί μόνο τη δική του εμπειρία αλλά και γνωστές πηγές της εποχής, παραδίδοντας ένα έργο που συνδυάζει το βίωμα, τη δράση στο πεδίο αλλά και κείμενα κυρίως του γαλλικού Τύπου της εποχής, κάτι που είναι σύμφωνο με την εκπαίδευση του, αλλά και για να δείξει και τη διαφοροποίησή του από τον άλλο αντιβασιλέα, τον Άρμανσπεργκ, ο οποίος με τη συνδρομή του αγγλικού παράγοντα τον εκδίωξε από την Ελλάδα.

Η αρχική θέση του Μάουρερ για την Ελλάδα και τις κοινότητες των Ελλήνων, που τις συγκρίνει με τις γερμανικές φυλές, κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκε ως παράδειγμα της λανθασμένης εικόνας του Βαυαρού αντιβασιλέα, η ανάλυσή του όμως καταδεικνύει ότι είχε προχωρήσει σε βαθιά ανάλυση του ελληνισμού της εποχής.

Ο Μάουρερ εξάλλου ήδη από το 1835 καταφέρνει και εντοπίζει τις παθογένειες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με κυριότερη τον απομονωτισμό της, έναν απομονωτισμό που όταν οι Έλληνες μπόρεσαν να τον σπάσουν μέσα από την εμπορική κινητικότητα –ως σημαντικά λιμάνια της εποχής αναφέρει την Πρέβεζα, την Πάργα, τη Βόνιτσα και τη Βιτρινίτσα (τον σημερινό Τολοφώνα)– που σε συνδυασμό με την εκπαίδευση –εκεί αναφέρει ως εμβληματικά παραδείγματα τα πανεπιστήμια της Πάδοβας και της Μπολόνιας, όπου σπούδαζαν πολλοί Έλληνες– έφερε μια εκπαιδευτική άνοιξη στους Ρωμιούς· και όπως επισημαίνει και ο ίδιος χαρακτηριστικά: «Οι ιδέες εκείνες για τα ανώτερα συμφέροντα του ανθρώπου που αναμόρφωσαν ριζικά ολόκληρο τον κόσμο μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα και βρήκαν και εδώ έδαφος να αναπτυχθούν μέσα σε σχολεία που ιδρύθηκαν σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα». Παράλληλα, δεν παραβλέπει να υπογραμμίσει τη διείσδυση των Ρωμιών στον οθωμανικό κρατικό μηχανισμό, υπογραμμίζοντας τις περιπτώσεις του Παναγιωτάκη (εννοεί τον Παναγιώτη Νικούσιο) και του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου (τον εξ απορρήτων), που καθιέρωσαν και έδωσαν βαρύτητα στον θεσμό του Μεγάλου Διερμηνέα της Υψηλής Πύλης, επί της ουσίας του Υπουργού Εξωτερικών. Εμπόριο, εκπαίδευση, σπάσιμο του απομονωτισμού, προσαρμοστικότητα: ο Μάουρερ στον «Ελληνικό λαό» παρουσιάζει μια από τις πιο διεισδυτικές ματιές και μια από τις πιο ζωντανές μαρτυρίες για την Ελλάδα και τον ελληνισμό πριν και μετά την οθωμανική κυριαρχία, αλλά και την πιο εκ των έσω κατάθεση για τον μετασχηματισμό στο ελληνικό κράτος, που ιδρύθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνισμού.

Παρ’ όλ’ αυτά, ο «Ελληνικός λαός» του Μάουρερ δεν κατέκτησε ίσως τη θέση που του έπρεπε στο πλάι έργων ξένων όπως η Ιστορία του Φίνλεϋ ή και του Γκόρντον. Οι προσλήψεις της Αντιβασιλείας αλλά και της Βαυαρικής Διοίκησης εν γένει ακόμα και ως καθεστώτος σχεδόν κατοχής –για ένα κομμάτι της ιστοριογραφίας υπήρξε ο όρος «Βαυαροκρατία»– συμπαρέσυραν και τη μελέτη αυτού του πραγματικά μοναδικού αλλά και πλούσιου σε πληροφορίες πονήματος, που δίνει μια συγκροτημένη και πλήρη εικόνα των πρώτων και πιο καθοριστικών ετών της βαυαρικής διοίκησης στην Ελλάδα, που καθόρισαν αποφασιστικά τη μορφή και την εικόνα της Ελλάδας ακόμα και δύο αιώνες αργότερα.

του Στέφανου Καβαλλιεράκη, Δρ. Μεσογειακών και Ανατολικών σπουδών Πανεπιστήμιου Στρασβούργου, διευθυντή του Μουσείου Πόλεως των Αθηνών–Ιδρύματος Βούρου-Ευταξία