Ταξίδι στον αέρα της Μαρίας Γρηγοριάδη *
Μικρά σημάδια διασχίζουν τον ουρανό. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Ο Ζαμί κοιτάζει προσηλωμένος, ίσια μπροστά το βορρά, ενώ το χέρι του σφίγγει μηχανικά το πηδάλιο. Τελικά πάλι τσακώθηκε με την Άσι. Της εξήγησε ότι βιαζόταν. Μπορούσε κάλλιστα, εκείνη να πετάξει αργότερα, με το δικό της αεριωθούμενο, και να είναι πιο άνετη. Και να φανταστείς πως κάποτε οι άνθρωποι μετακινούνταν με αυτοκίνητα. Βλέπει τώρα χαμηλά κάτω από τα πόδια του, τα παροπλισμένα φιδίσια μονοπάτια που γυαλίζουν γκρίζα στον πρωινό ήλιο.
Με κάθε νέα σύνδεση ρεύματος ή φυσικού αερίου κερδίζετε 50€ δωροκάρτα Shell
Ανοίγει την εσωτερική επικοινωνία και ενημερώνεται για τη συναισθηματική του κατάσταση. Όχι κι άσχημα, δεδομένου του ξεκινήματος της μέρας. Καμάρωνε πάντα γι αυτή τη σταθερότητα του χαρακτήρα του. Δύσκολα κάποιος θα μπορούσε να τον βγάλει από τη ρότα του. Θέλει να είναι αυτάρκης και ήρεμος και τα καταφέρνει μια χαρά.
Είναι όλοι εκεί
Αναγνωρίζει το χρώμα του κάθε σκάφους, το νέο φτερό που αντικατέστησαν σε τούτο, τα φωσφορίζοντα τζάμια στο άλλο. Δε χαιρετιούνται, απλά όλοι είναι ενήμεροι για το ποιος απογειώθηκε πρώτος, ποιος ξύπνησε πιο χαρωπός, ποιος χαμογελούσε την ώρα της επιβίβασης.
Πλανιέται η σκέψη του αφηρημένη στην εποχή της γης, τότε που ήταν χωμάτινη, αντί για αυτά τα καρφωμένα πάνω της τζάμια που φωσφορίζουν στο πρωινό φως. Αναρωτιέται πώς να ήταν άραγε τα λουλούδια, ναι έτσι τα έλεγαν, και οι δοξασίες αναφέρονται σε κάτι εντελώς παραμυθένιο.
Η τροφή προερχόταν από αυτό το ίδιο το χώμα με κάποιο τρόπο και έκανε μια ολόκληρη διαδρομή μέσα στο ίδιο σου το σώμα. Στο χώμα επίσης φύτευαν τους κατοίκους όταν έσβηναν οι μηχανές τους. Για κάποιες αισθήσεις πρωτόγνωρες, γεύση, όσφρηση, αν θυμάται καλά τις λέξεις που είδε κλεφτά σε ένα κρυμμένο αρχείο. Μια σκέψη του περνά από το μυαλό, πριν προλάβει να την εμποδίσει ή να τη φιλτράρει. Θα ήθελε, με ένα βλεφαρισμό, να τους εξαφανίσει όλους, γνωστούς και άγνωστους.
Φίλους τους πάντες, και να βρεθεί ολομόναχος πίσω, στην πρωτόγονη εκείνη εποχή, κρυμμένος στο αργό μοναχικό του αυτοκίνητο, ναι έτσι τα έλεγαν τα παλιά οχήματα, και να κατευθύνεται αγκομαχώντας με εκατό φτωχά χιλιόμετρα την ώρα στον προορισμό του, ανώνυμος, ασφαλής με τις σκέψεις του εντελώς δικές του, χωρίς να τις μοιράζεται με κανένα άσχετο, άγνωστο.
Να βρεθεί πίσω, κοντά στο χώμα. Πριν περάσει το δίλεπτο που του πήρε αυτός ο συλλογισμός, ο μωβ καπνός που εκπέμπεται από τα άλλα οχήματα, του θολώνει την ορατότητα, σημάδι πως ΠΑΛΙ στρέφεται εναντίον του συνόλου.
Στην αρχή είναι πράσινος.
Μα για εκείνους που έχουν επαναλάβει το παράπτωμα χρησιμοποιούν το μωβ. Επιθετικές κινήσεις στριφογυρίζουν γύρω του, κάποια αγγίγματα που βγάζουν σπίθες στις άκρες των οχημάτων, ο ουρανός είχε αγριέψει για τα καλά. Το ισχνό κορμί του, που έτσι κι αλλιώς ασφυκτιούσε κάτω από τη συνθετική φόρμα, έχει ιδρώσει και η πλαστίνη, του πιέζει τον καβάλο.
Ο ιδρώτας αποσυντονίζει τους αισθητήρες ελέγχου του συναισθήματος, και αυτή η αποδιοργάνωση του προκαλεί δυσφορία. Βγάζει το κράνος και τραβά με δύναμη το σκούφο με τα καλώδια. Πρέπει να ελέγχει τη σκέψη του άλλη φορά. Κοίτα τώρα, ένας χαμός. Αύριο θα πρέπει να απολογηθεί στο Συμβούλιο.
Με κάθε burger, δώρο αναψυκτικό 330ml!
Θα είναι όλοι εκεί
Αυτό που δεν αντέχει, είναι οι ειρωνικές ματιές κάποιων, που όλη τη νύχτα δε θα του απευθύνουν ούτε μια φορά το λόγο. Μπορεί μια χαρά να μαντέψει τι περνά από το σάπιο τους εγκέφαλο, μα να, θα ήθελε έστω και μια φορά, να ακούει να το ξεστομίζουν. Η ροή της ανταλλαγής εσωτερικών αισθημάτων και βαθιάς συγκίνησης ταράσσεται, μα οι πάντες υποκρίνονται πως όλα βαίνουν καλώς. είναι υπό έλεγχο. Και σήμερα θα του διαταράξουν το πρόγραμμα, όσοι έχουν πιο πολύ θάρρος ή αναίδεια.
Να τα πάλι τα επιθετικά πυρά. Ροζ και πορτοκαλί αφρός τον τυλίγει, σημάδι πως σκέφτηκε πολύ τον εαυτό του και πρέπει να επανέλθει, στο συλλογικό υποσυνείδητο. Ειδοποίησε στο γραφείο, να προγραμματιστεί η μέρα στο ρυθμό του επείγοντος, ήπιε ένα χάπι ευτυχίας για να βελτιώσει τη διάθεση του, και μπήκε σε διαδικασία κάθαρσης, αφού πρώτα ρύθμισε τον αυτόματο πιλότο. Οι άσπροι καπνοί από τα οχήματα που απομακρύνονταν διακριτικά, δήλωναν κατανόηση και επιείκεια. Θα τα έλεγαν στην αυριανή ολονυχτία έτσι κι αλλιώς, σκέφτηκαν εκδικητικά κάποιοι, αφού το όχημα τους έβγαζε γκρι καπνό.
Χρειάστηκε τρείς δόσεις ονείρου, για να ξεχάσει τον κακότροπο χαρακτήρα, που είχε παλιά. Τότε που έκανε κρυφές, δεύτερες σκέψεις για το συνομιλητή του και ιδίως όταν εκείνος είχε αποχωρήσει. Τότε που, όλες οι δυνάμεις των αντιθέτων, κατάκλυζαν ταυτόχρονα το νου του και ο μόνος τρόπος να ηρεμήσει, ήταν να επανεξετάσει την πρωτογενή εμπειρία. Ακόμη και να διακτινιστεί ως την παιδική του ηλικία, για να δει από κοντά, κάποια πράγματα ξανά. Ή να ξανακάνει ως εκεί, μια διαδρομή που του είχε εντυπωθεί σαν εφιαλτική, ή παραμυθένια, ανάλογα, για να δει επιτέλους, ποια ήταν η ωμή αλήθεια. Ώσπου τον έπεισαν, πως δεν έχει κανένα νόημα να τρέφει έστω και το παραμικρό συναίσθημα, όλα είναι μάταια αφού ο καθένας είναι μόνος.
Ω ναι, του πήρε καιρό να το χωνέψει.
Γι αυτό έχει καταγραφεί στις δύσκολες περιπτώσεις. Αταξινόμητος παραμένει, και το σημερινό θα δυσχεράνει ακόμη πιο πολύ την κατάσταση του. Ξέρει την τιμωρία σε περίπτωση που… Αέναες περιστροφές γύρω από τον πλανήτη, με φουλ τις μηχανές. Ολομόναχος. Είναι δοκιμασμένη συνταγή, αφού το μυαλό μετατρέπεται σταδιακά σε ένα είδος πολτού, που ανέχεται τα πάντα. Κάθε αντίσταση εκμηδενίζεται εν τη γενέσει της, κάθε αντίθεση ομογενοποιείται.
Όσοι το έχουν περάσει δηλώνουν πλήρεις, και αντιμετωπίζουν τους άλλους, που δε το χρειάστηκαν, με μια υπεροψία και μια αίσθηση ανωτερότητας που δε κρύβεται, όσο ομοιόμορφα κι αν έχει σμιλευτεί κάθε ακρότητα τους. Το βράδυ μπαίνει στην αίθουσα συνεδριάσεων. Τα βλέμματα που καρφώνονται πάνω του, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για το τι τον περιμένει. Έπρεπε να αποβάλει την ασθένεια μέσα του. Αυτήν της ανεξάρτητης σκέψης.
Individuality είναι ο επίσημος ορισμός. Το παράπτωμα θανάσιμο. Τελεσιδικούν με συνοπτικές διαδικασίες. Καθώς επιβιβάζεται, ρίχνει μια τελευταία ματιά για να κρατήσει μιαν εικόνα της στιγμής. Ένα είναι σίγουρο. Κάτι, κάπου τον πρόδωσε. Αφού, ως τώρα ήταν απόλυτα βέβαιος, πως ζούσε στο παρόν που του ταιριάζει. Πρώτη του φορά, σα να ξυπνούσε μια πανάρχαια μνήμη, που τον τραβούσε προς τα πίσω, μια επιθυμία να γίνει χωμάτινος, ότι κι αν μπορούσε να σημαίνει αυτό, να αγγίξει να εμπλακεί, να νοιώσει. Πρόσωπα γύρω του ανέκφραστα, ουδέτερα, ασαφή.
Για πρώτη φορά ήταν όλοι εκεί.
Ο Χασάν ακολουθεί τα πρόβατα του, που βόσκουν αμέριμνα. Δεν έχει κανένα στον κόσμο, εκτός απ’ αυτά. Σχολείο δε μπορεί να πάει, αφού δεν έχει ούτε παπούτσια να φορέσει. Καμιά φορά απελπίζεται. Για το όπου θέλει να πάει πρέπει να βασιστεί μοναχά στα δυο του ποδάρια. Ούτε λεφτά για ζωντανό δεν έχει. Ούτε ένα ρούχο της προκοπής. Μα το κεφάλι του είναι γεμάτο όνειρα κι ευτυχισμένες σκέψεις. Και το μυαλό του ταξιδεύει, πιο μακριά κι από τον άνεμο. Σκέψεις και ταξίδια που δε μοιράζεται με κανέναν άλλο, μην τον πουν και τρελό, μα πάντως σπάνια βαριέται. Κάποτε θα τα μοιραστεί τα όνειρα και τις σκέψεις του και όλα.
Με κάποιον. Με κάποια. Αν και είναι μικρός το ξέρει είναι σίγουρος γι αυτό. Απόψε πετάχτηκε αλαφιασμένος. Ονειρεύεται ξύπνιος. Το χει συνήθειο, όταν υπάρχει άφθονη βοσκή και τα πρόβατα δεν τον απασχολούν. Μα αυτό ήταν πάνω από κάθε φαντασία. Και δεν ξέρει από που του ’ρθε. Γράμματα δεν ξέρει, μονάχα το όνομα από κάθε χορτάρι και βότανο, γνωρίζει με κλεισμένα μάτια, κάθε χείμαρρο, κάθε βοσκοτόπι, κάθε κρυφό μονοπάτι για να σκαρφαλώνει σβέλτα το βουνό. Αυτά ξέρει μα τα ξέρει καλά. Είναι ερωτευμένος, με την Άνοιξη, με τα λουλούδια, με τα μικρά αρνάκια„ με το σκύλο, τις κορφές και τα λιβάδια.
Η ψυχή του τραγουδά ολημερίς, μα μετά από την κούραση και την απελπισία για τα πόδια του, αποσταμένος, ξαπλωμένος, οραματίζεται έναν ουρανό γεμάτο από χιλιάδες, ατομικές, πτητικές μηχανές.
Μιλιούνια σα πυκνά κοράκια.
Θα είχε κι εκείνος μια δικιά του, αφού θα ήτανε το μόνο μέσο, και θα πετούσε προς το βορρά σίγουρα, κι από κει όπου τον έβγαζε ο δρόμος, σε πολιτείες μαγεμένες με σιντριβάνια χρυσά, που οι δρόμοι κι οι πλατείες θα ήσαν γεμάτες με πεσμένα τάλαρα κι αυτός, θα έσκυβε να τα μαζεύει, ώσπου να γέμιζαν οι τσέπες απ το κουρελιασμένο πανωφόρι του, και θα γύρναγε πάλι εδώ, να δει άλλη μια φορά τα πρόβατα του πριν κινήσει, για ακόμα πιο μακριά, κι όποτε του ‘κανε όρεξη θα κατέβαινε, θα ανέβαινε στον ουρανό, σα σταυραετός, σαν αγριοπούλι θα έσχιζε τα σύννεφα, και θα έβλεπε επιτέλους την πίσω μεριά του βουνού, την άλλη πλευρά προς τα κει που είναι η μεγάλη πολιτεία με τα χρυσά σιντριβάνια, και τις μαγεμένες βασιλοπούλες.
Το μόνο που ονειρεύεται ευτυχισμένος, απεγνωσμένος, αλλόκοτος είναι να ξεφύγει, από τη σκλαβιά του τόπου και του σώματος. Να ξεφύγει από τη γη. Να ταξιδέψει να πετάξει να δει πρώτος στο μέλλον. Ξύπνησε και δεν ήταν κανένας δίπλα του.
Η Μαρία Γρηγοριάδη γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης. Σπούδασε Ζωγραφική στην Α.Σ.Κ.Τ. της Αθήνας, Χαρακτική και Σκηνογραφία, με υποτροφία για τη Σκηνογραφία, μεταπτυχιακή υποτροφία για τη Ζωγραφική, από το 1994 εκθέτει ατομικά στη Αίθουσα Τέχνης Μέδουσα στην Αθήνα.(1994, 1997, 2000, 2005, 2011…). Έχει λάβει μέρος σε πολλές ομαδικές εκθέσεις, (Βουλγαρία, Ντουμπρόβνικ, Βέλγιο, Πεκίνο, Παρίσι), διδάσκει τέχνη από το 1988 σε διάφορες βαθμίδες της εκπαίδευσης, έργα της υπάρχουν σε πολλές συλλογές, στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Γιατί πέφτουν έξω οι δημοσκοπήσεις
Γιατί Νοέ 21, 2024
Χαμηλή Αυτοεκτίμηση και Εθισμός στο Ίντερνετ
Health Νοέ 19, 2024