Η Γενέθλια Πράξη της Ελευθερίας των Ελλήνων: οι θυσίες στην Μολδοβλαχία δεν έγιναν μάταια…
Η προετοιμασία της Φιλικής Εταιρείας
Στα μέσα του 1820 η ελληνική επαναστατική οργάνωση Φιλική Εταιρεία είχε καταφέρει να απλώσει το δίκτυο των μελών της σ’ ένα μεγάλο μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και στις σημαντικότερες ευρωπαϊκές χώρες. Μέσα από την 7ετή δραστηριότητα των μελών της, είχαν μυηθεί στον επαναστατικό σκοπό ιερείς, διανοούμενοι, έμποροι, στρατιωτικοί, διπλωμάτες και αρματωλοί, οι οποίοι συνέχιζαν να μυούν άλλους, έχοντας πίστη στην επερχόμενη απελευθέρωση των Ελλήνων υπό την προστασία μιας «μεγάλης δύναμης», υπονοώντας την Ρωσία.
Η συντονισμένη οργανωτική τους προσπάθεια προετοίμασε έως έναν βαθμό τη μετέπειτα Επανάσταση, δίνοντάς της μια σχετική συνοχή. Πολλά από τα μέλη της δε, κατείχαν θέσεις κλειδιά, ενώ κάθε μυημένος είχε επιρροή κινητοποίησης σε διάφορα κοινωνικά στρώματα του Ελληνικού Έθνους[1] του οποίου η εθνική αφύπνιση είχε ξεκινήσει μερικές δεκαετίες πριν.[2]
Εκτός από αυτές τις μεμονωμένες προσφορές και ατομικές θυσίες στον αγώνα της Επανάστασης του 1821, αλλά και πριν από τη συγκεκριμένη χρονολογία, συνέβησαν και πολλές ομαδικές θυσίες γυναικών, όλες με σκοπό να αποφύγουν τις απάνθρωπες συλλήψεις και τις βαρβαρικές ταπεινώσεις των Οθωμανών, των ίδιων αλλά και των παιδιών τους.
Η ακριβής ημερομηνία ενάρξεως είχε ορισθεί ως η 20ή Δεκεμβρίου 1820, όμως ήταν διάχυτο το συναίσθημα ότι οι ετοιμασίες σε όλα τα επίπεδα έπρεπε να συνεχισθούν, παράλληλα με τη συγκέντρωση χρηματικών κεφαλαίων απαραίτητων για τις πολεμικές ενέργειες.
Στη σύναξη των κυριότερων Φιλικών στο Ισμαήλι της Βεσσαραβίας στις 7 Οκτωβρίου του 1820, είχε αποφασιστεί το εναρκτήριο έναυσμα της Ελληνικής Επανάστασης να δοθεί στην Πελοπόννησο, αμέσως μετά την έλευση του γενικού επιτρόπου Αλέξανδρου Υψηλάντη μέσω της Τεργέστης.[3]
Στην απόφασή αυτή, βάρυνε πολύ η συντριπτική αναλογία πληθυσμών Ελλήνων και Οθωμανών στην Πελοπόννησο, που ήταν υπέρ των Ελλήνων, αλλά και οι διαβεβαιώσεις του Αρχιμανδρίτη Γεώργιου Δίκαιου ή Παπαφλέσσα για την ετοιμότητα της προπαρασκευής της, παρά τις απόψεις πολλών ειδημόνων για το αντίθετο. Ευνοϊκή συγκυρία αποτελούσε στα τέλη του 1820 και η προσπάθεια της Πύλης να καταστείλει τον αποστάτη Αλή Πασά των Ιωαννίνων, δεσμεύοντας μεγάλο ανθρώπινο και χρηματικό δυναμικό της.
Η μεταβολή της ημερομηνίας της Επανάστασης
Η ακριβής ημερομηνία ενάρξεως είχε ορισθεί ως η 20ή Δεκεμβρίου 1820, όμως ήταν διάχυτο το συναίσθημα ότι οι ετοιμασίες σε όλα τα επίπεδα έπρεπε να συνεχισθούν, παράλληλα με τη συγκέντρωση χρηματικών κεφαλαίων απαραίτητων για τις πολεμικές ενέργειες. Η άποψη του Αλέξανδρου Υψηλάντη μεταβλήθηκε στα τέλη του 1820, βρίσκοντας προσφορότερη την έναρξη από τις παραδουνάβιες Ηγεμονίες της Μολδαβίας και της Βλαχίας και την εν συνεχεία κάθοδο του στην Ελλάδα.
Στη μεταβολή αυτή συντέλεσαν ένα πλήθος παραγόντων: από το 1717 δεν επιτρεπόταν η είσοδος του οθωμανικού στρατού εκεί, παρά μόνο με ρητή συγκατάθεση της Ρωσίας, ενώ από τον Νοέμβριο του 1820 ο ηγεμών της Μολδαβίας Μιχαήλ Σούτσος είχε προσηλυτιστεί στην Φιλική Εταιρεία, δίνοντας στους επίδοξους επαναστάτες ένα ασφαλές ορμητήριο και παρέχοντας έναν ετοιμοπόλεμο στρατό από πεζούς και ιππείς της Ηγεμονίας.
Τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας εξαπλώθηκαν με ακόμα μεγαλύτερους ρυθμούς τον Ιανουάριο του 1821 προετοιμαζόμενα συνεχώς και πιέζοντας για την μη περεταίρω καθυστέρηση της Επανάστασης, καθώς υπήρχε πάντα η πιθανότητα να αποκαλυφθούν τα πάντα στις Οθωμανικές Αρχές και το Κίνημα να κατασταλεί εν τη γενέσει του.
Πίστευαν -και όχι άδικα- ότι η υποστήριξη της Ελληνικής Επανάστασης θα μπορούσε να αποφέρει την εξασθένηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γεγονός αντίθετο με τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων.
Σύμφωνα με το «Σχέδιον Γενικόν»[4] οι πρώτες εχθροπραξίες προέβλεπαν παράλληλα τον εμπρησμό του οθωμανικού στόλου, κοινή σύμπραξη με την Σερβία, που τότε ήταν αυτόνομη, αλλά και την πιθανή συνεργασία με βουλγαρικά στρατιωτικά σώματα. Για τον σκοπό αυτό δημιουργήθηκε μια Συνθήκη Συμμαχίας με την Σερβία, που θα παραδιδόταν στην ηγεσία της στα μέσα Ιανουαρίου του 1821. Με τον θάνατο μάλιστα του ηγεμόνα της Βλαχίας Αλέξανδρου Σούτσου ήταν πλέον εφικτή η συνεργασία του τοπικού οπλαρχηγού Θεόδωρου Βλαδιμιρέσκου για εξέγερση στην Μικρή Βλαχία. Η συνέλευση των προκρίτων και αρχιερέων στην Βοστίτσα στα τέλη του Ιανουαρίου του 1821 διεξήχθη υπό αυτές τις συνθήκες, ενώ ξεκαθαρίστηκε από τον Υψηλάντη ότι το κίνημα θα λάβει χώρα τον Μάρτιο του 1821.
Προετοιμασίες όμως, τέτοιας έκτασης ήταν εξαιρετικά δύσκολο να περάσουν απαρατήρητες από τα οθωμανικά όμματα, καθώς ανησυχητικά μηνύματα από την Κωνσταντινούπολη περί αποκάλυψης της Φιλικής Εταιρείας, έφτασαν στο Κίσνοβο, όπου ο Υψηλάντης είχε στήσει το τελικό Στρατηγείο του. Η σύλληψη μάλιστα απεσταλμένων του Υψηλάντη, που μετέφεραν αλληλογραφία προς την Σερβία και προς τους Φιλικούς της Νάουσας, έβαλε σε μεγάλο κίνδυνο τις μυστικές προετοιμασίες.
Υπό τις παρούσες συνθήκες, η κήρυξη της Επανάστασης αν καθυστερούσε, θα χανόταν το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Στις 22 Φεβρουαρίου του 1821 ο Υψηλάντης εισήλθε στο Ιάσιο, την πρωτεύουσα της Μολδαβίας, πλαισιωμένος από τους αδελφούς του, κηρύττοντας εν συνεχεία την Επανάσταση στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και υψώνοντας για πρώτη φορά τη σημαία με τα ιερά σύμβολα.
Η σημαία που υψώθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1821 από τον Υψηλάντη έφερε από την μια πλευρά Σταυρό πλαισιωμένο με την φράση «εν τούτω νίκα» και από την άλλη το συμβολικό φοίνικα καιγόμενο με την επιγραφή (αν και δεν διακρίνεται στην εικόνα) «εκ της στάκτης μου αναγεννώμαι».
Την 24η Φεβρουαρίου, εξέδωσε την προκήρυξη «Μάχου Υπέρ Πίστεως Και Πατρίδος»[5] με την οποία καλούσε όλους τους Έλληνες να ξεσηκωθούν και οι οποίοι θα έβλεπαν «μια κραταιάν δύναμην να υπερασπιθή τα δίκαια» τους. Η αντίστροφη μέτρηση προς τη γέννηση του ελληνικού κράτους είχε αρχίσει, ενώ αντίγραφο της προκήρυξης στάλθηκε στο Συνέδριο του Λάιμπαχ[6] όπου από τον Ιανουάριο του 1821 συζητούνταν οι ευρωπαϊκές ενέργειες για την καταστολή της επανάστασης στο Βασίλειο της Νεάπολης.
Η διεξαγωγή των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Μολδοβλαχία
Από το Ιάσιο οι Έλληνες επαναστάτες προχώρησαν στη στρατολογία Σέρβων, Βούλγαρων, Μαυροβουνίων, αλλά και στη σύσταση του «Ιερού Λόχου», ενός σώματος από 700 Έλληνες εθελοντές σπουδαστές, που στην πλειοψηφία τους φοιτούσαν σε πανεπιστήμια της Ευρώπης. Η προώθηση προς το Βουκουρέστι των συνολικά 4.700 ανδρών, που ο Υψηλάντης κατάφερε να στρατολογήσει, ήταν ιδιαίτερα αργή, ενώ η σχεδιαζόμενη εξέγερση στην Κωνσταντινούπολη δεν έγινε ποτέ. Παράλληλα ο Βλαδιμιρέσκου προσπάθησε να οικειοποιηθεί την τοπική εξέγερση στην Μικρή Βλαχία και η συνεργασία του με τους Οθωμανούς, ανάγκασε τον Υψηλάντη να τον συλλάβει και να τον θανατώσει. Η εξέγερση του τοπικού πληθυσμού στην Μολδοβλαχία επίσης δεν συντελέστηκε, δεικνύοντας απάθεια στα κελεύσματα για ελευθερία, αφού η εξουσία που ασκούνταν ήδη από τους Έλληνες πρίγκιπες των Ηγεμονιών, θεωρούταν ιδιαίτερα καταπιεστική.
Σταδιακά οι Οθωμανοί συνήλθαν από την αρχική έκπληξη, ενώ τα νέα από το Λάιμπαχ ήταν αποκαρδιωτικά. Αν και η Ελληνική Επανάσταση αποσκοπούσε στην εθνική ανεξαρτησία από ξένο δυνάστη και όχι στον εξαναγκασμό ενός απολυταρχικού ηγεμόνα να παραχωρήσει Σύνταγμα, ο Αυστριακός καγκελάριος Μέττερνιχ έβρισκε στις ενέργειες των Ελλήνων μεγάλο κίνδυνο για την απειλή της ευρωπαϊκής ισορροπίας δυνάμεων, αλλά και για τον θεσμό της μοναρχίας γενικότερα.[7] Πίστευαν -και όχι άδικα- ότι η υποστήριξη της Ελληνικής Επανάστασης θα μπορούσε να αποφέρει την εξασθένηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γεγονός αντίθετο με τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων.
Αν και η Ελληνική Επανάσταση αποσκοπούσε στην εθνική ανεξαρτησία από ξένο δυνάστη και όχι στον εξαναγκασμό ενός απολυταρχικού ηγεμόνα να παραχωρήσει Σύνταγμα, ο Αυστριακός καγκελάριος Μέττερνιχ έβρισκε στις ενέργειες των Ελλήνων μεγάλο κίνδυνο για την απειλή της ευρωπαϊκής ισορροπίας δυνάμεων.
Για τον λόγο αυτό οι προκηρύξεις του Υψηλάντη, που άφηναν υπαινιγμούς για ρωσική βοήθεια, αλλά και σύμφωνα με τον Μέττερνιχ απειλούσαν με πολιτική αποσταθεροποίηση του status quo της Ευρώπης, ανάγκασαν τον Τσάρο Αλέξανδρο Α’ να αποκηρύξει επίσημα την Ελληνική Επανάσταση, διαγράφοντας παράλληλα και τον Υψηλάντη από τον Ρωσικό Στρατό. Παρ’ όλα αυτά οι Μεγάλες Δυνάμεις αρκέστηκαν στην καταδίκη της Επανάστασης (30 Απριλίου 1821) και όχι στη βίαιη καταστολή της, χάρη στις ενέργειες του Ιωάννη Καποδίστρια. Ο αφορισμός του Υψηλάντη και η αποκήρυξη της Επανάστασης από τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’, κάτω από τις πιέσεις του σουλτάνου Μαχμούτ Β’, ήταν καίριο πλήγμα για τον στρατό των επαναστατών, καθώς στερούσε τη θρησκευτική νομιμοποίηση σε συνδυασμό με την άρνηση της εμπλοκής της Ρωσίας σε βοήθεια.
Υποχωρώντας οι Έλληνες επαναστάτες, υφιστάμενοι συνεχείς λιποταξίες κατέφυγαν στο Δραγατσάνι[8] της Βλαχίας. Εκεί υποχρεώθηκαν να δώσουν μάχη με υπέρτερες οθωμανικές δυνάμεις, με καταστροφικά αποτελέσματα για εκείνους, αφού ο Ιερός Λόχος, το πλέον πιστό σώμα αλλά άπειρο στρατιωτικά, αποδεκατίστηκε. Ο Υψηλάντης, ζητώντας καταφύγιο, πέρασε τα αυστριακά σύνορα και εν συνεχεία συνελήφθη στις 15 Ιουνίου, παραμένοντας φυλακισμένος στο φρούριο του Μούγκατς[9] για επτά χρόνια. Η τελευταία πράξη του δράματος εκτυλίχθηκε τον Σεπτέμβριο του 1821 στην Μονή Σέκου, όπου ο οπλαρχηγός Γεωργάκης Ολύμπιος βρήκε τραγικό τέλος, ενώ ο Ιωάννης Φαρμάκης αιχμαλωτίστηκε με δόλο. Παρ’ όλα αυτά η φλόγα της Επανάστασης, συνέχισε να καίει στη νότια Ελλάδα…
Η έναρξη της Επανάστασης στον Μοριά
Οι θυσίες στην Μολδοβλαχία δεν έγιναν μάταια. Οι ειδήσεις για τα πεπραγμένα του Αλέξανδρου Υψηλάντη έφτασαν στην Μάνη πριν τα τέλη του Μαρτίου. Βάση του Σχεδίου Γενικού, στις 17 Μαρτίου ο προύχοντας της Μάνης, Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, που είχε μυηθεί στην Φιλική Εταιρεία από το 1818, σήκωσε το λάβαρο της Επανάστασης στην Τσίμοβα, σημερινή Αρεόπολη, ενώ στις 23 απελευθέρωσε την Καλαμάτα.
Αναλογιζόμενοι πάντως ότι τα γεγονότα της Αγίας Λαύρας γιορτάζονται κατά παράδοση ως επέτειος της έναρξης της ελληνικής Επανάστασης, αξίζει να αναλογισθεί κανείς ότι ίσως την τιμή αυτή θα άξιζε το πέρασμα του Προύθου από τον Υψηλάντη.
Εκείνες τις μέρες ο Μητροπολίτης Πάτρας Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλόγησε τα επαναστατικά όπλα της επαρχίας του, στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, ενώ στις 25 βρισκόταν στην Πάτρα με τους άνδρες του για να βοηθήσει τους εκεί επαναστάτες που ξεσηκώθηκαν στις 21 Μαρτίου. Ταυτόχρονα και λίγο αργότερα επαναστάτησαν οι οπλαρχηγοί και οι πρόκριτοι στην υπόλοιπη Πελοπόννησο, την Στερεά Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου.
Αναλογιζόμενοι πάντως ότι τα γεγονότα της Αγίας Λαύρας γιορτάζονται κατά παράδοση ως επέτειος της έναρξης της ελληνικής Επανάστασης, αξίζει να αναλογισθεί κανείς ότι ίσως την τιμή αυτή θα άξιζε το πέρασμα του Προύθου από τον Υψηλάντη [10] …
Πηγές
Μαραβελέα Γ.Α.(1983), Η Επανάσταση του 1821 σε σαράντα μονογραφίες, Αθήνα:Γ.Ε.Σ.
Τσίμπανη-Δάλλα Τ.(2000), Αρχείον Εμμανουήλ Ξάνθου, β’ και γ’ τόμοι, Αθήνα:Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία Ελλάδος.
Φιλήμων, Ι.(1834), Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρίας, Ναύπλιο:Τυπογραφίο Κονταξή και Λουλάκη.
Χριστοδουλίδης, Θ.(2004), Διπλωματική Ιστορία τριών αιώνων, από τη Βιέννη στις Βερσαλλίες 1815-1919, Αθήνα:Σιδέρης.
Douglas, D.(1983), O Αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία 1821-1833 (επιμ.μτφ. Ρένα Σταυρίδου Πατρικίου), Αθήνα:Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
[1] Dakin (2004) 67.
[2] Παπασωτηρίου (1998) 44.
[3] Φιλήμων (1834) 203.
[4] Τσίμπανη-Δάλλα (2000) κδ .
[5] Μαραβελέας (1983) 72.
[6] Χριστοδουλίδης (2004) 48. Πρόκειται για την σημερινή πρωτεύουσα της Σλοβενίας, Λουμπλιάνα.
[7] Χριστοδουλίδης (2004) 49.
[8] Πρόκειται για τη σημερινή πόλη Dragasani της νοτιοανατολικής Ρουμανίας.
[9] Πρόκειται για το σημερινό Μουγκάτσεβο της Δυτικής Ουκρανίας.
[10] Dakin (1983) 84.