Ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης (Jack the Ripper) παραμένει μία από τις πιο αινιγματικές και διαβόητες φιγούρες στην ιστορία του εγκλήματος, ένας κατά συρροή δολοφόνος που τρομοκράτησε το Λονδίνο το 1888 και η ταυτότητά του δεν αποκαλύφθηκε ποτέ. Ενεργώντας στην υποβαθμισμένη περιοχή του Γουάιττσαπελ στην Ανατολική Πλευρά του Λονδίνου, ο Αντεροβγάλτης δολοφόνησε τουλάχιστον πέντε γυναίκες – τις λεγόμενες «κανονικές πέντε» (Mary Ann Nichols, Annie Chapman, Elizabeth Stride, Catherine Eddowes και Mary Jane Kelly) – μεταξύ Αυγούστου και Νοεμβρίου του 1888.
Οι φόνοι του χαρακτηρίστηκαν από την ακραία βιαιότητα και τον ακρωτηριασμό των θυμάτων, συνήθως ιερόδουλων, με χειρουργική ακρίβεια που τροφοδότησε εικασίες για τις δεξιότητες και τα κίνητρά του. Το ψευδώνυμό του προήλθε από μια επιστολή, γνωστή ως «Dear Boss», που στάλθηκε στην αστυνομία και υπογράφηκε ως «Jack the Ripper», αν και η αυθεντικότητά της αμφισβητείται.
Παρά τις έντονες προσπάθειες της Scotland Yard και την τεράστια δημοσιότητα της εποχής, ο δολοφόνος δεν συνελήφθη ποτέ, αφήνοντας πίσω του ένα μυστήριο που έχει γοητεύσει ερευνητές, ιστορικούς και συγγραφείς για πάνω από έναν αιώνα. Ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης δεν είναι απλώς ένας εγκληματίας· είναι ένα πολιτιστικό φαινόμενο, που ενέπνευσε βιβλία, ταινίες και αμέτρητες θεωρίες για την ταυτότητά του. Οι εικασίες κυμαίνονται από απλούς εργάτες μέχρι μέλη της βασιλικής οικογένειας, αλλά η αλήθεια παραμένει κρυμμένη στον χρόνο.
Οι θεωρίες για την ταυτότητα του πιο διάσημου δολοφόνου
Η έλλειψη συγκεκριμένων στοιχείων – όπως DNA εκείνη την εποχή, αξιόπιστοι αυτόπτες μάρτυρες ή ομολογία – έχει οδηγήσει στη δημιουργία δεκάδων θεωριών για το ποιος ήταν ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης. Μια από τις πιο δημοφιλείς υποθέσεις δείχνει τον Άαρον Κοσμίνσκι (Aaron Kosminski), έναν Πολωνό Εβραίο κουρέα που ζούσε στο Γουάιττσαπελ. Ο Κοσμίνσκι, ο οποίος είχε ψυχιατρικά προβλήματα και μισογυνιστικές τάσεις, θεωρήθηκε ύποπτος από την αστυνομία της εποχής. Το 2014, μια ανάλυση DNA από ένα σάλι που βρέθηκε κοντά στο πτώμα της Catherine Eddowes συνδέθηκε με απογόνους του Κοσμίνσκι, αν και η αξιοπιστία αυτής της απόδειξης αμφισβητήθηκε λόγω πιθανής επιμόλυνσης.
Μια άλλη θεωρία εστιάζει στον Μοντάγκ Τζον Ντρουίτ (Montague John Druitt), έναν δικηγόρο και δάσκαλο που αυτοκτόνησε στον Τάμεση λίγο μετά τον τελευταίο φόνο. Ο Ντρουίτ θεωρήθηκε ύποπτος από τον επιθεωρητή Melville Macnaghten, ο οποίος πίστευε ότι η αυτοκτονία του συνδεόταν με ενοχές. Ωστόσο, δεν υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία που να τον συνδέουν με τους φόνους, και η θεωρία βασίζεται κυρίως σε εικασίες για την ψυχική του κατάσταση.
Μια πιο αμφιλεγόμενη και δραματική υπόθεση εμπλέκει τον Πρίγκιπα Άλμπερτ Βίκτορ, εγγονό της Βασίλισσας Βικτωρίας. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, που προωθήθηκε από τον συγγραφέα Stephen Knight στο βιβλίο «Jack the Ripper: The Final Solution», ο πρίγκιπας, γνωστός ως «Έντι», συνδεόταν με τους φόνους ως μέρος μιας συνωμοσίας για να καλύψει έναν μυστικό γάμο του με μια καθολική γυναίκα. Η θεωρία αυτή, αν και συναρπαστική, θεωρείται από τους περισσότερους ιστορικούς ως φανταστική, καθώς ο πρίγκιπας βρισκόταν μακριά από το Λονδίνο κατά τη διάρκεια ορισμένων φόνων.
Μια ακόμα πιθανότητα είναι ο Τζέιμς Μέιμπρικ (James Maybrick), ένας έμπορος βαμβακιού από το Λίβερπουλ, του οποίου το υποτιθέμενο ημερολόγιο, που «ομολογεί» τους φόνους, εμφανίστηκε το 1992. Το ημερολόγιο περιγράφει λεπτομέρειες των εγκλημάτων, αλλά η γνησιότητά του αμφισβητείται, με πολλούς να το θεωρούν πλαστογραφία. Άλλοι ύποπτοι περιλαμβάνουν τον Γουόλτερ Σίκαρτ (Walter Sickert), έναν καλλιτέχνη που φέρεται να γοητευόταν από τους φόνους, και τον Χέρμαν Μούντι (H.H. Holmes), έναν Αμερικανό κατά συρροή δολοφόνο, αν και οι χρονολογίες και οι αποστάσεις καθιστούν αυτή την υπόθεση απίθανη.
Η κληρονομιά του μυστηρίου
Το μυστήριο του Τζακ του Αντεροβγάλτη παραμένει άλυτο, εν μέρει λόγω της ελλιπούς τεχνολογίας της εποχής και της κακής διαχείρισης των στοιχείων από την αστυνομία. Οι θεωρίες αντικατοπτρίζουν περισσότερο τις εμμονές και τις φαντασιώσεις της κάθε εποχής παρά αδιάσειστα γεγονότα. Ο Αντεροβγάλτης έγινε σύμβολο του φόβου και της σκοτεινής πλευράς της βικτωριανής κοινωνίας, αποκαλύπτοντας τις κοινωνικές ανισότητες και τη φτώχεια του Γουάιττσαπελ. Η διαχρονική του γοητεία έγκειται στο ότι παραμένει ένας γρίφος – ένας δολοφόνος χωρίς πρόσωπο, που συνεχίζει να προκαλεί τη φαντασία μας και να μας υπενθυμίζει τα όρια της ανθρώπινης δικαιοσύνης.