Youmag.gr
της Λίνας Φυτιλή * Ήθελα να μιλήσω αλλά δεν τολμούσα. Πίστευα ότι έτσι συμβαίνει στα δύσκολα κόλπα, ο αδύναμος χάνει πάντα. Έκανα να ψιθυρίσω...

της Λίνας Φυτιλή *

Ήθελα να μιλήσω αλλά δεν τολμούσα. Πίστευα ότι έτσι συμβαίνει στα δύσκολα κόλπα, ο αδύναμος χάνει πάντα. Έκανα να ψιθυρίσω μια λέξη. Δεν μπόρεσα.

Ξαναπροσπάθησα. Ο μόνος ήχος που ακούστηκε ήταν οι ρόδες των ποδηλάτων πάνω στον κακοτράχαλο δρόμο. Στη σειρά ποδηλατούσαν όλοι, πότε προσπερνούσε ο ένας, πότε ο άλλος. Τελευταίος ακολουθούσε ο Άκης.

Έτρεχαν σαν τρελοί μες το μαύρο σκοτάδι. Ανά πάσα στιγμή ίσως τους σταματούσε κάποιος αστυνομικός και τους έλεγε: «Τι κάνετε όλοι μαζί μες τη νύχτα; Πού πάτε τέτοια ώρα;»

Τα ποδήλατα και τους οδηγούς τους, τα ήξερα. Τους είχα δει πρώτη φορά ένα σούρουπο στον κεντρικό να κοντράρονται με δεξιοτεχνία, φτάνοντας ως την κατηφόρα του Καφάτη. Οι νεαροί καβαλούσαν τις σέλες κι οδηγούσαν σαν μανιασμένοι. Σε καμία περίπτωση δε συμμετείχα σ’ αυτό το κόλπο, ούτε και στα υπόλοιπα.

Αυτή ήταν η αιτία των υποτιμητικών σχολίων που εισέπραττα, των φτυσιμάτων και των χλευασμών. Δεν είχα όμως άλλους φίλους, έτσι συμβιβαζόμουν και με χειρότερες συμπεριφορές. Κι αυτοί εδώ αν έκαναν χειρότερα! Φώναζαν, έβριζαν, ενοχλούσαν τις ηλικιωμένες κυρίες, βουτούσαν τα πορτοφόλια και τις τσάντες τους.

Τους περιεργαζόμουν, από απόσταση πάντα. Μερικές φορές φοβόμουν τόσο πολύ που απομακρυνόμουν τρέχοντας. Κάποιοι απ’ αυτούς μ’ ακολουθούσαν.

Έτρεχαν πιο γρήγορα, μ΄ άρπαζαν από το γιακά. Με κλοτσούσαν. Μ’ αποκαλούσαν άνανδρο και δειλό. Μια μέρα μου έσπασαν κι ένα δόντι. Ήταν η φορά που όρμησαν σε μια κοπέλα, μετά από μια άθλια κρασοκατάνυξη. Στεκόμουν μακριά ως συνήθως, καθώς θυμόμουν τα λόγια της νονάς μου: «Μην τους πλησιάζεις, είναι ξεδιάντροποι. Κι εσύ έχεις το αίσθημα της ντροπής, δεν το έχεις;»

Γι’ αυτό το λόγο δεν πήγα κανένα βράδυ μαζί τους στο δρόμο με τα κόκκινα φώτα. Φυσικά άρχισαν πάλι τις κοροϊδίες. Ότι δεν ξέρω από γυναίκες, ότι είμαι ένας άχρηστος, ένας… Το διατυμπάνιζαν μπροστά σε όλους τους συμμαθητές μου. Ήμουν τόσο λυπημένος που δεν πήγα στο πρωινό μάθημα.

Το άλλο πρωί ήρθαν να με δουν και με έσυραν έξω με το ζόρι. Μου έδωσαν ένα ποδήλατο ολοκαίνουριο.

«Ανέβα» μου είπαν «και τρέξε».

Ανέβηκα αλλά τα πόδια μου ήταν τόσο ψηλά και το ποδήλατο τόσο χαμηλό που αδυνατούσα να βολευτώ. Άρχισαν να γελάνε και να με φωνάζουν «κρεμανταλά».

«Άντε κατέβα, δεν κάνει αυτό για σένα» είπε στο τέλος ο Βασίλης. Πρότεινε να πάμε στο δρόμο με τα κόκκινα φώτα. Δεν ήθελα. Με τράβηξαν όλοι μαζί προς τα εκεί.

«Σήμερα δεν τη γλιτώνεις…»

Προσπάθησα να τρέξω. Με κυνήγησαν και δυστυχώς ο Βασίλης με άρπαξε από το μπράτσο. Έβαλα όλη μου τη δύναμη αλλά μόνο προσωρινά ξεγλίστρησα. Την αμέσως επόμενη στιγμή μια μεγάλη πέτρα κατρακύλησε ανάμεσα στα πόδια μου. Περδικλώθηκα κι έπεσα στο τσιμεντένιο οδόστρωμα. Από το κεφάλι μου έτρεχαν αίματα κι έχασα τις αισθήσεις μου.

Όταν συνήλθα, είχε πέσει μαύρη νύχτα. Έκανε κρύο. Τα ρούχα μου ήταν βρόμικα και το αίμα είχε ξεραθεί πάνω στα μαλλιά μου. Δεν βρισκόμουν στο δρόμο αλλά σ’ ένα στενάχωρο δωμάτιο, στοιβαγμένος, ανάμεσα σε γεμάτα με άχυρο, τσουβάλια.

Σύρθηκα ως την πόρτα και τη μισάνοιξα. Τουρτούριζα. Από τη χαραμάδα είδα την ομίχλη που πύκνωνε. Τα μάτια μου τρεμόπαιξαν μερικές φορές. Φαντάστηκα ότι η πάχνη έπεφτε τούφες- τούφες πάνω στα χέρσα χωράφια και τα σκέπαζε σαν λευκό σεντόνι.

Ύστερα νόμισα ότι είδα μπροστά μου τη νονά μου που μου έφερνε φαγητό και μια μάλλινη κουβέρτα για να σκεπαστώ. Μου χαμογέλασε αλλά όταν άπλωσα το χέρι για να τα πάρω, η εικόνα της χάθηκε. Το κεφάλι μου με πονούσε, δεν είχα καν δύναμη να φωνάξω βοήθεια. Ούτε τόλμησα να κουνηθώ, ώσπου αφουγκράστηκα τον ήχο του νερού που κυλούσε κάτω από τα πόδια μου. Ήξερα καλά τα νερά της λίμνης γιατί ερχόμουν εδώ βόλτες τα απογεύματα. Μερικές φορές οι φίλοι μου με παρακολουθούσαν ενώ ψάρευα, καθόμουν στις όχθες της ή μάζευα τα σκουπίδια και τα πεταμένα μπουκάλια.

Ένα απόγευμα όμως πέταξα ο ίδιος ένα σφραγισμένο μπουκάλι μ΄ ένα χάρτινο σημείωμα μέσα. Δεν το είπα σε κανέναν, με την ελπίδα ότι κάποιος θα το ανακάλυπτε μετά από καιρό. Αλλά η μεγαλύτερη ανακάλυψη, ίσως η μοναδική για μένα, ήταν τα παγωμένα νερά.

Στην αρχή έβρεχα μόνο τα πόδια μου, μέχρι που σιγά – σιγά ξεθάρρεψα. Βουτούσα ακόμη και στο καταχείμωνο. Η αίσθηση του κρύου νερού με ζωντάνευε, ας έτρεμα σαν το ψάρι. Η καρδιά μου σκιρτούσε μέσα στον παφλασμό των κρυστάλλινων νερών. Κολυμπούσα ατελείωτα, ενώ ένιωθα το γλυκό νερό στα ρουθούνια. Κι έπειτα έβλεπα το πράσινο τοπίο και το κάτασπρο χωριό που χανόταν πίσω από τη θολή μεμβράνη της ομίχλης. Κι ο ήχος από τις βάρκες έσβηνε μαζί με τις μακρινές φωνές των φίλων μου. Όσο πήγαινα πιο βαθιά, ξαπλωμένος σε ύπτια θέση, αντίκριζα τον ουρανό. Παρατηρούσα μες την πηχτή νύχτα τα αστέρια που τον κεντούσαν. Η διαδρομή έμοιαζε ατελείωτη, γιατί τα μικρά κυματάκια με παρέσυραν ολοένα πιο βαθιά.

Δε φοβόμουν. Ήξερα βέβαια ότι η νονά μου θα κοίταζε με αγωνία το ρολόι της και θ’ ανησυχούσε, αφού ποτέ άλλοτε δεν είχα αργήσει. Δεν μ’ ένοιαζε. Ενώ απομακρυνόμουν, διέσχιζα πόλεις και χωριά, φωτισμένα νησιά κι απόκρημνες ακτές. Ένας ξαφνικός φόβος με κυρίεψε και θυμήθηκα τα λόγια της νονάς μου, λίγο πριν τον ύπνο: «Δούλος του Θεού νοούμαι και κανένα δε φοβούμαι…» Χούφτωσα με την παλάμη το στήθος μου, στο σημείο της καρδιάς που πετάριζε δυνατά και θυμήθηκα το παιχνίδι που έπαιζα με τη μαμά, όταν ζούσε. Ήταν δυσάρεστο να το θυμάμαι, ειδικά μια τέτοια στιγμή που είχα ξανοιχτεί πολύ.

Ηλίθιε, σκέφτηκα μέσα μου, φοβάσαι. Με είχε πιάσει εκείνος ο φόβος που ερχόταν πότε–πότε κρυφά και μ’ έπνιγε. Με μια μεγάλη απλωτή προχώρησα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Ένα ψηλό κάστρο ορθωνόταν μες τα νερά και γύρω του καθρεφτιζόταν η πόλη με τα ψηλά μονοκόμματα σπίτια. Ο ουρανός είχε μαυρίσει.

Μες το ατελείωτο σκοτάδι βιαζόμουν περισσότερο και κολύμπησα πάλι προς την όχθη. Ήξερα πια ότι είναι θέμα μερικών λεπτών για να επιστρέψω στο σπίτι. Στην πόλη. Στη γειτονιά με τους κακότροπους φίλους και τα φτηνιάρικα ποδήλατα.

Σκεφτόμουν: θα προσπεράσω το δρόμο με τα κόκκινα φώτα χωρίς να ρίξω μια ματιά, ύστερα τα μανάβικα, τα ψαράδικα και το γωνιακό ανθοπωλείο. Θα φτάσω σπίτι. Θα με υποδεχτεί η αδερφή μου.

«Σεργκέι όλα καλά;» θα μου πει.

«Ντα» θα της απαντήσω και θα τρέξω στο δωμάτιο με σκυφτό κεφάλι. Ύστερα, οι ήχοι του σπιτιού θα με απορροφήσουν: το καπάκι της κατσαρόλας που μαγειρεύει η νονά, το τσάι που κοχλάζει στο τσαγιερό, ο θόρυβος του πλυντηρίου που ανακατεύει τα ρούχα στο μεγάλο του στόμα, οι κουβέντες της αδερφής μου στο τηλέφωνο, ο βρόγχος του πατέρα. Αν ο πατέρας πεθάνει μες τον επόμενο μήνα , όπως μας διαβεβαίωσαν στο νοσοκομείο- μέχρι δυο μήνες ζωής του έδωσαν την τελευταία φορά- ίσως χρειαστεί να γυρίσουμε πίσω. Κάθε τόσο τις ακούω που το κουβεντιάζουν. Εμένα δεν με ρωτούν ποτέ αλλά αν με ρωτήσουν θα τους πω ότι δε θέλω να γυρίσω πίσω. Εδώ είναι τώρα η ζωή μου. Καλή, κακή, δεν έχει σημασία.

Ακόμη κι αν επιμένουν με δάκρυα στα μάτια λέγοντάς μου, ότι μόνος σ’ αυτή τη χώρα θα αφανιστώ, πάλι δεν θα το κουνήσω ρούπι. Θα τις αγκαλιάσω σφιχτά και θα τις συνοδέψω μέχρι το σταθμό. Αυτές θα μου αγγίζουν τα μάγουλα δακρυσμένες, θα μου λένε γλυκόλογα και τρυφερές λέξεις. «Να προσέχεις…» Θα σηκώσω το χέρι μου, χαϊδεύοντας φευγαλέα τις σκιές τους, ενώ θ’ απομακρύνονται.

Μόλις μείνω μόνος, θα κοιτάξω τα πόδια μου ανάμεσα στα φθαρμένα δερμάτινα παπούτσια. Θα βρω τυχαία το γυάλινο μπουκάλι με το σημείωμα που είχα πετάξει εκείνο το απόγευμα στη λίμνη. Στο βάθος οι φίλοι μου θα κάνουν πάλι κόντρες με τα ποδήλατα κι άλλα περίεργα κόλπα. Θα σπάσω το μπουκάλι με προσοχή, θ’ ανοίξω το χαρτί. Κάτω από το χλωμό φως της μέρας θα διαβάσω: «Τι είναι αυτό που σε στοιχειώνει; Ο ρηχός ορίζοντας της κατεστραμμένης χώρας σου ή η πηχτή καταχνιά που τη σκεπάζει;»

Την απάντηση την ξέρω.

Μόνο εδώ η καρδιά μου χτυπάει νυχθημερόν ακούραστη. Μες τα γαλανά νερά της λίμνης, τα αδύναμα όνειρά μου πλέουν για πρώτη φορά στη δική τους σχεδία. Στα κρύα νερά που με τυλίγουν τις νύχτες σαν δέρμα, ονειρεύομαι. Αυτή είναι τώρα η χώρα μου, λέω. Αυτή η ρευστή επιφάνεια είναι για μένα η μόνη πατρίδα.

Η Λίνα Φυτιλή γεννήθηκε στη Λάρισα και εργάζεται στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Το 1997 δημοσιεύτηκε το βιβλίο της “Οι νύχτες της άχρωμης κιμωλίας” (Καστανιώτης). Το 2003-2004 εκδόθηκε η εργασία της “Η Ευέλικτη Ζώνη στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση” (συνεργασία εκπαιδευτικών και μαθητών) από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο-Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου. Το μυθιστόρημά της “Τώρα είναι αργά” μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Απόπειρα.