Youmag.gr
της Αθηνάς Μετζητιέ * Πιστεύω ότι το έχουν νιώσει και άλλοι. Στην αρχή, νόμιζα ότι ήταν κάποιο χάρισμα. Ξεκίνησε μαζί με τη συνειδητή λογική...

της Αθηνάς Μετζητιέ *

Πιστεύω ότι το έχουν νιώσει και άλλοι. Στην αρχή, νόμιζα ότι ήταν κάποιο χάρισμα. Ξεκίνησε μαζί με τη συνειδητή λογική μου και την κριτική μου σκέψη΄ όταν δηλαδή κατάλαβα ότι μπορώ να διαμορφώσω τη δική μου άποψη και γνώμη , είτε την έκρυβα μέσα μου, είτε την εξέφραζα στο μέχρι τότε διευρυμένο κοινωνικό μου περιβάλλον: στους γονείς, στα αδέρφια και στους συμμαθητές μου. Τότε, έπειθα τον εαυτό μου ότι ήμουν ένα ευλογημένο παιδί. Με όποια ενδεχομένως αλαζονεία σε αυτή την ηλικία έκρυβε η συγκεκριμένη πεποίθηση αλλά πραγματικά, πίστευα ότι διέφερα από τους άλλους ανθρώπους, ακόμα και τους ενήλικες. Φανταζόμουν ότι με το χάρισμά μου θα κατακτούσα τον κόσμο, όταν αργότερα θα μεγάλωνα!

Είκοσι και κάτι χρόνια σχεδόν μετά, το ΄χάρισμα΄ δεν με έχει εγκαταλείψει. Αλλά έχει σβήσει η πίστη μου σε αυτό, όπως φεύγει ο ενθουσιασμός και ξεθωριάζει ο έρωτας για το σύντροφο που τελικά παντρεύεσαι. Σκέφτεσαι: «Κάποτε για να βγω ραντεβού με αυτόν τον άνθρωπο η καρδιά μου χτυπούσε γρήγορα και δυνατά καθώς αναρωτιόμουν τι να φορέσω, τι θέματα να συζητήσω για να κάνω εντύπωση, πώς θα τον γοήτευα και θα τον έκανα να μη μπορεί να αντισταθεί στο φιλί μου. Και τώρα; Τώρα είναι ο άντρας μου ή η γυναίκα μου. Απλά…». Έτσι και με το χάρισμα. Έπαθα αυτό που λατρεύουν να περιγράφουν οι συμβουλευτικές στήλες περιοδικών: το απομυθοποίησα! Σαφώς και δεν με έχει ξεχάσει το χάρισμα΄ και για να με εκδικηθεί που αμφιβάλλω για την ύπαρξή του, έρχεται όλο και πιο συχνά, σχεδόν καθημερινά. Μόνο που, ενώ πίστευα πως το έχω μόνο εγώ, τώρα πιστεύω πως το νιώθουν και άλλοι.

Είναι όταν έχεις τα πάντα μέσα στο μυαλό σου. Όλες αυτές οι φορές που το κεφάλι σου είναι γεμάτο από ιδέες, σκέψεις, στρατηγικές κινήσεις, μεθόδους και συμβουλές: συμβουλές κυρίως από και προς τον εαυτό σου. Νιώθεις το κρανίο σου ζεστό, τα μηνίγγια σου χτυπούν με συγκεκριμένο παλμό, σαν χρονόμετρο ωρολογιακής βόμβας πάνω από τους κροτάφους σου. Αυτό είναι το χάρισμα…

Πολλές φορές, το μπέρδευα με τη διορατικότητα. Νόμιζα πώς ό,τι σκεφτόμουν θα έπαιρνε σάρκα και οστά. Αυτό συνέβαινε μέχρι ένα διάστημα. Σκεφτόμουν ότι θα γράψω άριστα στο τεστ των Αρχαίων Ελληνικών και όντως, το γραπτό μου ήταν το καλύτερο της τάξης! Σκεφτόμουν ότι ο ψηλός, απρόσιτος, «φοβερός τύπος» με το τέλειο πρόσωπο και τους τρομερούς κοιλιακούς που όλες πάσχιζαν να κατακτήσουν θα είχε μάτια μόνο για μένα και να που εκείνο το βράδυ ανταλλάξαμε τηλέφωνα και μου ζήτησε να βγούμε! Αργότερα, σκεφτόμουν ότι ο αδερφός μου, χτυπημένος από μια τρομερή μορφή δυστονίας ως παρενέργεια των αντικαταθλιπτικών που έπαιρνε θα μπορούσε και πάλι να περπατήσει και να αυτοεξυπηρετηθεί και πράγματι το χάρισμα του έδωσε πίσω την υγεία του και τη γαλήνη του! Όλα τα προσέδιδα στο χάρισμα. Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι ήταν ίσως η δική μου θέληση, η δική μου αυτοπεποίθηση ή οι δικές μου προσευχές προς τη Θεία δύναμη που βοήθησαν. Είχα απλά το χάρισμα και αυτό φρόντιζε για τα πάντα, χωρίς να χρειαστεί να προσπαθήσω στο ελάχιστο εγώ η ίδια. Το μόνο που έκανα ήταν να δέχομαι αγόγγυστα τα σημάδια που μαρτυρούσαν τον ερχομό του κάθε φορά: αυτόν τον καύσωνα μέσα στο κεφάλι μου.

Κάποια στιγμή το χάρισμα άρχισε να μην υπακούει τη σκέψη μου. Η πρώτη φορά ήταν, θυμάμαι, με εκείνο τον νέο που ζητιάνευε. Τον έβλεπα από μακριά καθώς περπατούσα να κάθεται οκλαδόν στο πεζοδρόμιο και να παίζει μία ξύλινη φλογέρα. Ήταν αδύνατος, με μακριά, μαύρα μαλλιά και ένα πόδι χτυπημένο που, όσο και να προσπαθούσε να το κρύψει με το κάθισμά του, φαινόταν το ξεσκισμένο του σάπιο δέρμα, το μπαγιάτικο ροζ αίμα και οι ιριδίζουσες μελανιές γύρω του, συγγενείς μίας εκ των δώδεκα πληγών του Φαραώ. Καθώς τον πλησίαζα, ψάχνοντας τις τσέπες μου για ψιλά, επικαλέστηκα το χάρισμά μου.

-«Τον καημένο, κοίτα τον! Είναι αδικία» μου είπε το χάρισμα. «Είναι κρίμα!»

-«Τον λυπάμαι. Δεν θέλω να τον ξαναδώ ποτέ εδώ.» απάντησα. «Θέλω να γιατρευτεί το πόδι του, να βρει ξανά τους φίλους του, τους γονείς του, το σπίτι του, τη δουλειά του και να μην τον ξαναδώ εδώ. Θέλω να είναι χαρούμενος… Γελάει! Τον βλέπω να γελάει σε λίγες μέρες και έτσι ανακουφισμένος να είναι για πάντα… Ναι! Μπορώ να τον δω έτσι! Αύριο δε θα βρίσκεται εδώ. Αύριο θα κάνει ένα νέο ξεκίνημα!». Με αυτές τις σκέψεις άφηνα πίσω μου τον επαίτη με τον μαγικό αυλό, όμως τον είδα στο ίδιο σημείο και την επόμενη μέρα και τη μεθεπόμενη και επί δύο εβδομάδες τον έβλεπα να ζητιανεύει όλο και πιο λυπημένος και να παίζει τη φλογέρα του για να ξεσηκώσει σαν μαγεμένη κόμπρα το μολυσμένο μέλος του. Μετά τον έχασα.

«Είναι άδικο! Πού είναι; Τι απέγινε; Να δεις, θα πέθανε. Θα πέθανε σαν το σκυλί! Τα πράγματα δε θα έπρεπε να ήταν έτσι, αλλά εσύ δε μπορείς να κάνεις τίποτα για αυτό. Και έχεις παράπονο για τη ζωή σου…Ντροπή σου! Κρίμα, ο καημένος τι να κάνει τώρα; λες να πέθανε;» με τσίγγλιζε το χάρισμα και το κεφάλι μου όλο και φούντωνε, έτοιμο να εκραγεί.

Από τότε σταμάτησα να πιστεύω στην ‘ευλογία’ που διέθετα. Δεν μπορούσα να καταφέρω τίποτα. Δεν ήμουν τίποτα το ξεχωριστό και προπάντων τίποτα από όλα όσα ευχόμουν δε γινόταν! Το μόνο που μου έμεινε είναι η πίεση, η αδιάκοπη λειτουργία του μηχανισμού που έχει εγκαταστήσει το χάρισμα μέσα στο μυαλό μου.

Τώρα λοιπόν, έρχεται όλο και πιο συχνά. Χωρίς εσωτερικό ή εξωτερικό ερέθισμα. Έρχεται απρόσκλητο και ανενόχλητο και κάθε φορά μου λέει:

«Κοίτα πώς είσαι! Κοίτα πού βρίσκεσαι! Δεν είσαι πια παιδί. Ζεις σε αυτόν τον κόσμο με τους φτωχούς να ζητιανεύουν δύο τετράγωνα πιο κάτω από τη βίλα του επιχειρηματία, ο οποίος δε σπούδασε και δεν παιδεύτηκε αλλά βγαίνει ευθαρσώς στις τηλεοπτικές εκπομπές και ισχυρίζεται ότι ξεκίνησε από το μηδέν και ότι έχτισε την αυτοκρατορία του πετραδάκι πετραδάκι, ενώ εσύ σπούδασες, μιλάς τέλεια τρεις γλώσσες αλλά είσαι άνεργη και δε μπορείς να βρεις δουλειά. Δε βρίσκεις δουλειά στο αντικείμενο που σπούδασες γιατί δεν υπήρχαν ποτέ εδώ οι υποδομές για κάτι τέτοιο ή δεν έχεις μπάρμπα στην Κορώνη. Έτσι λοιπόν είσαι άνεργη. Είσαι όμως και κακομαθημένη. Γιατί δεν πιάνεις δουλειά στο καφενείο; Η δουλειά δεν είναι ντροπή. Εμπρός! Να σερβίρεις καφέδες και μεζέδες στα γεροντάκια. Να μαραζώνεις κάθε φορά που θα σου θυμίζω ότι έχεις τόσα προσόντα και τόσες φιλοδοξίες και όμως εσύ ακουμπάς πιατάκια με ελληνικούς καφέδες δίπλα στις πράσινες τσόχες και με το που γυρνάς την πλάτη σου για να πας μέσα στην κουζίνα, να σε χουφτώνει ο χοντρός εβδομηντάρης που επί δεκαετίες ασκούσε σωματική και λεκτική βία στη γυναίκα του! Αυτό να κάνεις! Μετά θα σου βγει το όνομα στη γειτονιά ότι τελικά κάνεις τις ερωτικές χάρες όλων των θαμώνων του καφενείου γιατί αλλιώς πώς εξηγείται το αυτοκίνητο που έχεις και τα ρούχα σου τα ωραία και τα λούσα σου; Μη νομίζεις, και η Αθήνα ένα μεγάλο χωριό είναι… Και μετά δε θα θέλει κανείς να σε παντρευτεί. Μόνη σου θα μείνεις, έχοντας απογοητεύσει τους πάντες και τα πάντα, μα κυρίως τον εαυτό σου, εσένα και εμένα, το χάρισμά σου, το ταλέντο σου! Να το πάρουμε όμως από την αρχή. Μην πανικοβάλλεσαι. Εσύ αυτό που πρέπει να κάνεις είναι το εξής: …»

Και μπαίνει σε πιο εντατική λειτουργία ο μηχανισμός και βράζει η χύτρα και χτυπούν τα μηνίγγια και να που οι παλμοί κατεβαίνουν και φτάνουν στα μάτια και αυτά δακρύζουν. Δακρύζουν γιατί η ζέστη είναι αφόρητη και το κεφάλι μου πρέπει να ξεδιψάσει.

«Μην πανικοβάλλεσαι», συνεχίζει το χάρισμα. «Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα πλέον εσύ. Μην σκέφτεσαι, μην ονειρεύεσαι. Κράτα μόνο μία μικρή ελπίδα, αλλά και αυτήν, άστην για το τέλος. Τώρα θα κάνεις αυτό που σου λέω εγώ. Άκουσέ με προσεκτικά γιατί τελικά, μόνο εγώ μπορώ να κάνω κάτι. Δεν κουράζομαι, μπορώ να σου μιλάω επί ώρες. Εγώ και μόνο εγώ υπάρχω και το ξέρεις».

Το ξέρω. Το μόνο που μου έχει μείνει είναι αυτό. Αναπολώ τις παλιές, καλές μέρες που απλά σκεφτόμουν κάτι και το χάρισμα δούλευε για μένα και τότε, αθώα και αμόλυντη καθώς ήμουν, ζητούσα τόσο απλά πράγματα…Τώρα το χάρισμα απαγορεύει την όποια συμμετοχή μου. Έχει θρονιαστεί στο βάθρο του και με έχει κυριεύσει. Με πνίγει καθημερινά στην αδράνεια, την απογοήτευση και την οκνηρία και το μόνο που κάνει είναι να μου επισημαίνει την ύπαρξή του!

Αυτό αποφάσισε να γράψω αυτή την μαρτυρία και αυτό είναι πάλι που την ίδια στιγμή ορίζει πως η ιστορία μου δεν θα ενδιαφέρει κανέναν. Εγώ όμως, πιστεύω πραγματικά ότι πολλοί θα βρουν τον εαυτό τους σε αυτές τις αράδες. Όταν περπατάω στο δρόμο μπορώ να καταλάβω από τους τόσους ανθρώπους που βλέπω και προσπερνάω, ποιοι είναι χαρισματικοί σαν και εμένα. Και εκείνοι με καταλαβαίνουν. Το βλέπω στις ματιές τους. Έχουμε έναν κώδικα αναγνώρισης, κάτι σαν ραντάρ και είμαστε πολλοί! Κάποια στιγμή, θα κάνει ένας την αρχή, θα μας μαζέψει όλους και μαζί θα εξοντώσουμε τα χαρίσματά μας. Θα γίνουμε πάλι φυσιολογικοί άνθρωποι. Όπως τότε, που ήμασταν παιδιά.

Για την ώρα όμως, μένει ο καθένας μας με το χάρισμά του, γεμάτοι λόγια, χωρίς πράξεις. Με ένα κεφάλι που βράζει…

Η Αθηνά Μετζητιέ γεννήθηκε, μεγάλωσε και εξακολουθεί να μεγαλώνει στην Αθήνα, με εξαίρεση τα πέντε φοιτητικά της χρόνια στην υπέροχη Κέρκυρα. Όπως συνηθίζει να δηλώνει, γράφει “ερασιτεχνικά, μα πάνω απ’όλα προσωπικά”