του Γαβριήλ Φρανσουά ** Σήμερα ήταν η τρίτη μέρα που ξύπναγε στο ίδιο αχούρι. Η διάθεση του, χειροτέρευε αυτόματα καθώς αντιλαμβανόταν ότι παντού γύρω του είχε σκόρπια αντικείμενα. Το δεύτερο μεγαλύτερο πρόβλημα του ήταν ότι δεν είχε όρεξη να κάνει τίποτα. Σκότωνε κακούς στον υπολογιστή για να ξεχνιέται, έτρωγε γαριδάκια γιατί του τελειώνανε τα λεφτά και το βράδυ για να τον πάρει ο ύπνος έπινε καμιά μπύρα. Αυτό για τον Μάριο ήτανε πολύ κατάθλιψη. Υπήρχε όμως και το μεγαλύτερο πρόβλημα.
Άκουγε συνέχεια και ολοζώντανα μέσα στο κεφάλι του, τη φωνή της Χριστίνας όταν το απόγευμα που χωρίσανε, του είπε με πολύ κακία “πάντα ήσουν βαρετός, αλλά δε σε αντέχω άλλο, καλύτερα να βρω κάποιον καλύτερο από σένα, δε θα ναι και δύσκολο”. Το θέμα με το παραπάνω, δεν ήταν ότι έπαιρνε τοις μετροιτής τα λόγια τής. ‘Η ότι δεν ήξερε πώς θα τη ξεπεράσει. Το θέμα ήταν ότι άκουγε τη φωνή της σαν να την είχε μπροστά του, ζωντανή.
Δε το είχε πει ποτέ σε κανένα, αλλά είχε τη ικανότητα να ακούει ομιλίες οι οποίες είχανε συμβεί στο παρελθόν.
Συνήθως άκουγε φαντάσματα από φράσεις οι οποίες ειπώθηκαν μερικές μέρες πριν, και αυτό δε κρατούσε για πολύ. Έτσι ήλπιζε να γίνει και τώρα, γιατί δε μπορούσε να ακούει την ίδια μουρμούρα για μέρες. Σε λίγα λεπτά είχε συμμαζέψει τον εαυτό του, είχε κοντύνει αρκετά το μούσι του, και είχε βρει μερικά καθαρά ρούχα που μάλλον ταιριάζανε μεταξύ τους. Ήταν έτοιμος για αναχώρηση.
Βγήκε από τη πολυκατοικία, ζαλισμένος από το λιβάνι της διπλανής. Τουλάχιστον δεν είχε πετύχει κανένα ενοχλητικό σκέφτηκε, ενώ τον στράβωσε ο ήλιος. Κοιτώντας αλλού, έξυσε το κεφάλι του αμήχανα, προσπαθώντας να θυμηθεί πού στο καλό είχε αφήσει το αυτοκίνητο. Του πήρε λίγα δευτερόλεπτα να θυμηθεί ότι το χε δύο τετράγωνα πιο κάτω. Είχε αλλάξει από τη τελευταία φορά που το είχε δει. Ήταν ακόμη πιο σκονισμένο από ότι το είχε αφήσει, και έμοιαζε σαν να ήτανε από πάντα εκεί. Καθάρισε όπως όπως το παρμπρίζ από τα πολλά χώματα, και γύρισε το κλειδί της μίζας. Μετά έναν αρχικό δισταγμό, η μηχανή πήρε μπροστά και ο Μάριος απέκτησε χαμόγελο. Τέλεια, προς τα πού να πάω; είπε φωναχτά στον εαυτό του, και εξίσου φωναχτά απάντησε: Όπου γουστάρω.
Μόλις ξεκίνησε, σκέφτηκε ότι πρώτα έπρεπε να δει αν μπορεί να μείνει το βράδυ στο σπίτι του καλύτερου του φίλου του Τάσου, ώστε να μπορέσει να αλητέψει με την ησυχία του. Ενεργοποίησε το κινητό του και πήρε τηλέφωνο.
“Πού σαι μωρή; Είπε ο Τάσος μόλις το σήκωσε. Ζωντάνεψες;”
“Λίγο έξω από το σπίτι μου, πάω βόλτα. Θα με φιλοξενήσεις το βράδυ; Χώρισα”
“Μάλιστα, γιαυτό είχες εξαφανιστεί. Ναι ρε. Θα σε φιλοξενήσω, μπορώ να κάνω κι αλλιώς;”
“Οκ, θα σε πάρω όταν γυρίσω, τσίου.”
“Τσίου”
Καθώς ξεκίνησε, σκέφτηκε ότι τώρα τον στοίχειωνε το χειρότερο φάντασμα. Εκείνης.
Φάντασμα. Κλικ. Στοιχειώνουν. Κλικ. Βόλος. Κλικ. Η ιδέα είχε δημιουργηθεί. Είχε αφήσει κάτι ανοιχτούς λογαριασμούς με το θεωρητικά στοιχειωμένο σπίτι της πόλης. Την προηγούμενη φορά που είχε πάει ήτανε σούρουπο και σίγουρα όχι η καλύτερη ιδέα να μπει μέσα.
Έφτασε μετά από μία όμορφη διαδρομή. Το σπίτι έστεκε ακόμα όπως το είχε αφήσει τότε, στην πρώτη του επίσκεψη. Χτισμένο πάνω σε μία στροφή και παρ όλες τις ζημίες που είχε από το χρόνο μέσα και έξω, στεκότανε πεισμωμένο, όρθιο. Έμοιαζε λες και παρακολουθούσε σηκωμένο στις μύτες των ποδιών του, ποιος περνούσε έξω από το μαντρότοιχο του.
Η πόρτα ήτανε ανοιχτή και ευτυχώς υπήρχε αρκετό φως για να χαζέψει μέσα με την ησυχία του. Τα πατώματα ήτανε σε πολλά σημεία τρύπια και στους τοίχους είχε γραμμένα διάφορα συνθήματα, όρκους για αιώνιους έρωτες και λοιπά αιώνια. Οι τοίχοι είχανε και αυτοί το ίδιο μουντό χρώμα με την ατμόσφαιρα εκεί μέσα. Στο φως της μέρας τίποτα δεν ήτανε τρομακτικό, δεν υπήρχε τίποτα το ιδιαίτερο. Έκατσε σε ένα περβάζι του οποίου το παράθυρο έλειπε. Ευτυχώς μπαινόβγαινε κόσμος συχνά φαίνεται και δεν μύριζε κλεισούρα. Άναψε ένα τσιγάρο και σκέφτηκε το πώς άλλαξε η ζωή του από τη τελευταία φορά που είχε πάει εκεί. Ενώ ήταν απορροφημένος στις σκέψεις του, άκουσε κάποιον να μιλάει μέσα στο σπίτι.
Πάλι κοιμάμαι όρθιος φαίνεται, ποιος μπήκε μέσα και δε τον πήρα χαμπάρι; Κατσαδιάζοντας τον εαυτό του, σηκώθηκε να πάει να δει στο δίπλα δωμάτιο. Αφού έφτασε με κόπο αποφεύγοντας πολλές τρύπες, συνειδητοποίησε ότι άκουγε άλλη μια στοιχειωμένη φράση: “να τη κάνεις να σε φοβάται κάθε μέρα και στιγμή”. Άλλο και τούτο. Τι να εννοεί ο ποιητής με μια τέτοια φράση; Το σπίτι έχει τη φήμη του στοιχειωμένου και όπως κάθε τέτοιο οφείλει να κουβαλάει μια κακιά ιστορία. Ρε λες; Η φωνή του τύπου πάντως είχε πολύ ένταση και πάθος. Άναψε ακόμη ένα τσιγάρο και ακούμπησε ήρεμα στο περβάζι, κάνοντας παρέα για λίγο στη φωνή. Τόσα χρόνια περιφερόταν μόνη της ανάμεσα από μουχλιασμένους τοίχους και γύρω από αυτιά που κανένα δεν της έδινε πια σημασία. Μόλις τελείωσε το πακέτο με τα τσιγάρα, άφησε το σπίτι και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Πήγε στον Τάσο για ύπνο.
Όταν ξύπνησε το πρωί, ο Τάσος έλειπε. Ο υπολογιστής ξεροστάλιαζε στο γραφείο χωρίς ίχνος ηλεκτρισμού να διατρέχει τα κυκλώματα του. ‘Έτσι τουλάχιστον ήθελε να τον βλέπει ο Μάριος. Λίγα λεπτά μετά, ο κέρσορας στο Google περίμενε υπομονετικά διαταγές. “Να τη κάνεις να σε φοβάται κάθε μέρα και στιγμή”. Εnter. Μερικά μιλισεκόντ μετά, το Google τον απογοήτευε. Δεν είχε βρει τίποτα σχετικό. Δεν υπήρχε τίποτα το εξωτικό ώστε να κρατήσει όπως ήλπιζε το μυαλό του απασχολημένο. Το απόγευμα έφυγε, και γύρισε στη βάση του.
Στο σπίτι τελικά επικρατούσε ησυχία. Σήκωσε το τηλέφωνο και με την ίδια σιχαμάρα που θα είχε αν έκλεινε ραντεβού για πρωκτοσκόπηση και πήρε στον προϊστάμενο του. Τον ενημέρωσε ότι θα γυρνούσε αύριο. Το διαμέρισμα ήτανε διαφορετικό χωρίς την Χριστίνα. Δηλαδή άμα τολμούσε να το παραδεχτεί στον εαυτό του, θα έλεγε άδειο. Αρχίδια εύκολος χωρισμός θα είναι παραδέχτηκε σιωπηλά και όρμησε στο ίντερνετ για να κατεβάσει το die hard και να βρει σε τι χόμπι θα βγάλει τα απωθημένα του. Είχε βραδιάσει ήδη, ευτυχώς. Είχε και πρωινό ξύπνημα αύριο. Να τη κάνεις να σε φοβάται κάθε μέρα και στιγμή. Σκατά, δε βγάζω άκρη. Σκατά, μου λείπει. Καληνύχτα άδειο κρεββάτι. Με αυτά τα λόγια κοιμήθηκε.
Πέντε μήνες μετά, το σπίτι έδειχνε πολύ διαφορετικό από τις πρώτες μέρες του που έφυγε η Χριστίνα. Ο Μάριος είχε βαλθεί να αποδείξει στον εαυτό του ότι δεν ήταν πολλά από αυτά που τον κατηγορούσε εκείνη. Είχε ξυπνήσει μια ώρα πριν πάει στη δουλεία. Ο γαλλικός καφές είχε κάνει αισθητή την παρουσία του στο μικρό σαλόνι, τα πάντα ήτανε τακτοποιημένα και αν είχανε συνείδηση θα νοιώθαν ότι είναι στο στρατό. Μέχρι και χρόνο να στύψει χυμό είχε βρει. Τα τοστ δείχνανε με καμάρι το λιωμένο τυρί στα πλάγια τους, και το σαλόνι μύριζε υπέροχα.
Φυσικά και την σκεφτόταν ακόμα. Με το ζόρι είχε συνηθίσει να κοιμάται μόνος του, αλλά όπως έλεγε συχνά στον εαυτό του, όλα είναι θέμα συνήθειας. Δυστυχώς είχε συνηθίσει και στο να κοιτάει αυτόματα όποιο πράσινο fiat έβλεπε μπροστά του, μήπως και τη δει. Όλα καλά όμως. Ένοιωθε ότι τώρα βρίσκεται σε μια ωραία φάση χωρίς γκρίνιες αλλά με ησυχία.
Μια Τρίτη, τον πήρε τηλέφωνο ο Τάσος, να του πει ότι θα πήγαινε με ένα φίλο του σε ένα μπαρ για μπύρες.
“Έλα και συ, πολύ καιρό έχεις κάτσει μέσα. Μπορεί να είναι και η Γιάννα”
“Ναι μαμά, και που θα πάτε τελικά; στη μαγαζάρα που τη λένε Τζόν;“
“Ε αφού ξέρεις, του Νίκου του αρέσει εκεί. Αν έρθει και η Γιάννα θα χουμε και σίγουρα κάτι ενδιαφέρον στη παρέα, άντε έλα”
“Καλά, άντε θα έρθω, να βγω κι από το σπίτι. Κατά τις δέκα, καλά;“
“Οκ.”Απάντησε ο Τάσος και κλείσανε το τηλέφωνο.
Η ιδέα του να πάει να πίνει με αυτούς εκεί δε του έμοιαζε φοβερή. Αλλά όντως είχε κλειστεί πολύ καιρό μέσα. Ακόμα κι αυτό θα τού κανε καλό. Ετοιμάστηκε για βραδινή έξοδο λοιπόν.
Το απόγευμα ήταν ωραίο, δεν είχε έρθει ακόμα ο χειμώνας. Η ωραία βραδιά του έφτιαξε την διάθεση. Το αυτοκίνητο ήτανε παραδόξως καθαρό. Καθαρό από μέσα δηλαδή. Άλλος ένας πόντος θετικής διάθεσης. Αν έβρισκε να παρκάρει κι όλας, θα ήτανε τέλεια. Τελικά πάρκαρε σε αξιοπρεπή απόσταση από τη Ροτόντα όπου ήτανε το μαγαζί.
Το Τζον ήτανε ένα μικρό μαγαζάκι, που θα ήτανε συμπαθές αν έπαιζε άλλη μουσική και είχε άλλο διάκοσμο. Ήτανε μία τρύπα ουσιαστικά, που σωζόταν όποτε είχε καλό καιρό γιατί είχε τα τραπεζάκια έξω, στο εξίσου μικροσκοπικό πεζοδρόμιο. Το καλό της όμως ήταν ότι το κλίμα ήτανε παρείστικο. Όταν έφτασε, ο κόσμος ήτανε λιγοστός και ο Τάσος ήρθε μετά από λίγο, μαζί με το φίλο του που γιόρταζε.
Η βραδιά κυλούσε όπως κυλάνε οι πολύ προβλέψιμες βραδιές: Ένα χαζό και χιλιοειπωμένο σχόλιο από δω, μια κουταλιά ποτό και χάζεμα στους περαστικούς, αρκετές δόσεις σχολιασμού της όποιας γκόμενας είναι στο μαγαζί, με έξτρα προσθήκη κοίταγμα των αστεριών για τον ρομαντικό Μάριο.
Όχι πολύ αργότερα, ο Μάριος πρόσεξε μια μελαχρινή να πηγαίνει προς το μέρος τους. Δεν ήτανε πολύ ψηλή, αλλά από μακρυά φαινότανε να έχει ωραίο σουλούπι.
“Κοίτα τι έρχεται” κάνει ο Μάριος στο Τάσο
“Η Γιάννα είναι ρε, δε στο πα΄;”
“Μάλιστα, για δες”.
Όσο πλησίαζε, ο Μάριος διαπίστωνε ότι θα όφειλε να τη θυμόταν καλύτερα. Την είχε ξαναδεί σε μια μάζωξη για κρασιά, όταν την είχε καλέσει και πάλι ο Τάσος. Δεν του είχε κάνει καμιά ιδιαίτερη εντύπωση τότε. Βέβαια τότε ήταν κουρασμένη και την είχαν ζαλίσει όλοι με ερωτήσεις. Μέχρι λοιπόν να κάνει όλον αυτό το νοητικό φλας μπακ, η κοπέλα είχε κάτσει δίπλα του.
Όσο περνούσαν τα λεπτά, αρχίσανε να συμβαίνουν διάφορα, στο Μάριο. Αρχικά πρόσεξε ότι τελικά ήταν πολύ όμορφη. Αυτό από μόνο του, ήταν ένα πρόβλημα. Για την ακρίβεια ήταν η αρχή για να δημιουργήσει πρόβλημα. “Αει στο διάολο, στραβομάρα είχα και δε τη πρόσεξα τότε; Φαντάσου να μην είναι και κανά ζώο.”
Με τη πάροδο του χρόνου, η Γιάννα φαινότανε πιο ελκυστική για τον Μάριο. Αν ήτανε σε κόμικ, θα είχανε αρχίσει να σχηματίζονται καρδούλες πάνω από το κεφάλι του. Δεν ήταν όμως όλα τόσο ρόδινα για τη διάθεση του. Η Γιάννα ήτανε προς το παρόν η μόνη κοπέλα στο μαγαζί. Το θέαμα ήτανε σχεδόν τρομακτικό. Μέτρησε κάπου δεκαοκτώ τύπους γύρω γύρω. Όσο περνούσε η ώρα, είχε την εντύπωση ότι όλοι τους πλησίαζαν όλο και πιο κοντά.
“Ρε συ, τι γίνεται εδώ; όλοι τη Γιάννα θέλουν να φάνε;” φωνάζει στο Τάσο. Η μουσική είχε δυναμώσει, πράγμα βολικό σε τέτοιες περιπτώσεις.
“Είσαι υπερβολικός. Πάντως πολύ σε βλέπω να της μιλάς”
“Πρέπει να ναι γαμάτη”
“Κατάλαβα..”. Το ύφος του Τάσου συμπλήρωνε στη φράση: “ πάλι θα μας πρήζεις για δέκα μέρες”
H βραδιά κυλούσε πολύ ωραία, με εξαίρεση τους διάφορους τύπους που μαζευόταν σα τις μύγες. Αλλά εκείνος της μονοπωλούσε το ενδιαφέρον, οπότε όλα καλά.
“Ξέρεις ποια φράση μου τη σπάει πολύ;” της λέει σε κάποια στιγμή.
Η φράση που του έσπαγε τα νεύρα ήτανε το “ πλάκα κάνω”. Αν την έλεγες μετά από ένα αστείο, για εκείνον έδειχνε άνθρωπο χωρίς αληθινό χιούμορ.
“Μιας και λέμε αστεία, το έλα μωρέ πλάκα κάνω;“ απαντάει εκείνη. Ο Μάριος εντυπωσιάστηκε σιωπηλά και δεν απάντησε. Γιατί αλλιώς θα έδειχνε ηλίθιος και χαρούμενος ταυτόχρονα. Όχι πολύ ελκυστικός συνδυασμός. Την ίδια παρόρμηση συγκράτησε πολλές φορές στη συνέχεια, γιατί αρχίσανε να μαζεύονται πολλά κοινά. Παρόμοια επαγγέλματα, ίδιες θρησκευτικές αναισθησίες. Το ίδιο χιούμορ. Μέχρι που του εκμυστηρεύτηκε και κάτι που δε το είχε πει σε πολύ κόσμο.
“Θα σου πω κάτι, αλλά ούτε θα γελάσεις, ούτε θα το πεις σε κανένα” Εντάξει; του κάνει γελώντας. Ο Μάριος αντί γέλιο άκουσε μελωδίες άρπας και φλάουτα.
“Εντάξει πες, αλλά θα σε κοροϊδεύω σιωπηλά μέχρι το τέλος του χρόνου.”
“Καμιά φορά, ακούω φράσεις που έχουν είδη ειπωθεί σε ένα χώρο”. Ο Μάριος πριν της εξηγήσει ότι συμβαίνει και στον ίδιο, έκανε μια αξιοσημείωτη γκριμάτσα. Μετά της το είπε, και ήτανε η σειρά της Γιάννας να κάνει γκριμάτσα
“Ωραία, αφού γελάσαμε, άκου να σου πω τι άκουσα σε ένα σπίτι στο Βόλο.”
“Είμαι όλη αυτιά” είπε έχοντας ένα μειδίαμα στο πρόσωπο, με τα μάτια της να λάμπουν.
“Να τη κάνεις να σε φοβάται κάθε μέρα και στιγμή”. Το άκουσα στο στοιχειωμένο -και καλά- σπίτι του Βόλου.
Τώρα το μειδίαμα της είχε μετατραπεί σε ένα αντικειμενικά ωραίο χαμόγελο. Για τον Μάριο οι πελάτες, η φασαρία, ο ουρανός και οτιδήποτε άλλο, χάθηκαν. Κάτι πρέπει να ήξερε αυτή, και ο Μάριος περίμενε την απάντηση της.
“Ήταν μια φράση που έλεγε ο προπάππους μου, και μου την έμαθε ο παππούς μου. Ο προπάππους μου ήταν ο πρώτος που είχε μείνει στο σπίτι. Εννοούσε, να κάνεις τη ζωή να σε φοβάται κάθε μέρα και στιγμή, αντί να φοβάσαι εσύ να την ζήσεις. Καμία σχέση με ότι άλλο μπορεί να σου πέρασε από το μυαλό!”. Ο Μάριος χαμογέλασε κι αυτός πονηρά και αυτάρεσκα. Η βραδιά θα προχωρούσε πολύ όμορφα, ήταν σίγουρος.
O Γαβριήλ Φρανσουά τα τελευταία χρόνια είναι στη Θεσσαλονίκη και σπουδάζει Κτηνιατρική. Γράφει μικρές ιστορίες όπου εκεί τα πάντα είναι δυνατά.
Χαμηλή Αυτοεκτίμηση και Εθισμός στο Ίντερνετ
Health Νοέ 19, 2024
Online εκπαίδευση και σεμινάρια υψηλής ποιότητας
Culture Νοέ 17, 2024