Youmag.gr
της Έλενας Χουσνή * Τα πρόσωπά τους ήταν βλοσυρά και ανέκφραστα. Φρύδια σμιλεμένα σε άκαμπτη γραμμή, χείλη σφιγμένα σε μια πεισματική άρνηση, βλέμματα παγωμένα...

της Έλενας Χουσνή *

Τα πρόσωπά τους ήταν βλοσυρά και ανέκφραστα. Φρύδια σμιλεμένα σε άκαμπτη γραμμή, χείλη σφιγμένα σε μια πεισματική άρνηση, βλέμματα παγωμένα στο χρόνο και στην αποστολή που τους είχε ανατεθεί. Και το μυαλό εγκλωβισμένο σε λέξεις, προτάσεις, παραγράφους ενός κειμένου που είχαν όλοι αποστηθίσει, για να του παραμείνουν πιστοί ως το τέλος. Με τα κόμματα και τις τελείες του. Χωρίς θαυμαστικά. Αυτά ταιριάζουν στα σπουδαία πράγματα. 

Τους κοιτούσε και χρέωνε στον καθένα όλες τις καλές και κακές στιγμές που είχαν ζήσει μαζί –συναδελφικά και κάποιες φορές φιλικά– τα τελευταία χρόνια. Εκείνοι τον κοιτούσαν και του χρέωναν την ενοχή που ήταν προαποφασισμένη. Χωρίς ελαφρυντικά, χωρίς απαιτούμενες εξηγήσεις, χωρίς διάθεση να ακούσουν. Μόνο να εφαρμόσουν. Κατά πώς τους είχε παραγγελθεί.

Με τον Χρόνη ήταν στο απέναντι γραφείο για τρία χρόνια. Πλάκες στη δουλειά, εκμυστηρεύσεις στους καφέδες, έξοδοι σποραδικές για γκόμενες. Τώρα αυτός καθόταν στην μονή και μοναχική καρέκλα και ο Χρόνης ήταν ταμπουρωμένος πίσω από την έδρα των κατηγόρων και την αίσθηση δύναμης που του πρόσφερε ή ύπαρξη κι άλλων γύρω του. Αυτός ήταν που μίλησε πρώτος.

Θέλεις να μειώσεις τον λογαριασμό του ρεύματός σου; Είναι απλό!

«Κύριε Παπαδόπουλε γνωρίζετε γιατί είστε εδώ;»

Εκείνος σιώπησε. Του φάνηκε πως η φράση δεν είχε τελειώσει. Νόμιζε ότι θα έδινε κι ο Χρόνης την δική του εξήγηση για την παρουσία του εδώ. 

«Όχι, δεν το γνωρίζω» είπε τελικά.

Πρόσεξε η φωνή του να είναι σταθερή. Είχε αποφασίσει ότι δεν θα επέτρεπε σε κανέναν κόμπο να δέσει τη γλώσσα του, σε κανέναν λυγμό να κρατήσει όμηρο τον λαιμό του, σε κανέναν αναστεναγμό να του κόψει την ανάσα. Θα μιλούσε ψυχρά, ψύχραιμα και αποφασιστικά. Ήξερε ότι δεν είχε καμία ελπίδα να πείσει ανθρώπους που δεν ήταν διατεθειμένοι να πειστούν. Θα έπαιζε το θέατρό τους όσο καλύτερα μπορούσε και θα κρατούσε για τον εαυτό του, ως ενθύμιο, τη σθεναρή του στάση μαζί με την ποινή του. Όποια κι αν ήταν αυτή.

Κάποιοι συνάδελφοί του, λίγοι, είχαν λιγοψυχήσει. Οι δικαιολογίες, δικαιολογημένες και αδικαιολόγητες, πολλές. Μερικούς τους καταλάβαινε. Είχαν οικογένεια –σάμπως αυτός δεν είχε;– είχαν παιδιά –τα δικά του δεν μετρούσαν;– είχαν φόβο – ο δικός του δεν ήταν, φαίνεται αρκετά ισχυρός. Μα υπήρχαν και κείνοι που δεν είχαν τόσα πολλά να φοβηθούν. Κι όμως υποχώρησαν με μεγάλη ευκολία. 

Άτιμο πράγμα ο φόβος. Ακόμη πιο άτιμη η μάχη μαζί του. Δεν ήταν εύκολο, το καταλάβαινε. Δεν ήταν εύκολο ούτε για τον ίδιο.

Μα είχαν αποφασίσει ότι όλοι μαζί θα πήγαιναν σ` αυτό και όλοι μαζί θα έβγαιναν από αυτό, αλώβητοι ή λαβωμένοι. Και τώρα οι πληγές λάβωναν κάποιους και κάποιους άλλους τους άφηναν ανέπαφους.

Με κάθε burger, δώρο αναψυκτικό 330ml!

Η απόφαση είχε βγει σε μια Γενική Συνέλευση. Τρεις μέρες μετά ήταν η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου. Τα νέα κυβερνητικά μέτρα είχαν γονατίσει και τους τελευταίους που δειλά έστω είχαν παραμείνει όρθιοι. Όλοι οι τρόποι αντίδρασης είχαν αποτύχει. Οι απεργίες δεν είχαν συμμετοχή, αφού κανείς δεν είχε το περιθώριο να χάσει ούτε ένα μικρό κομμάτι από το μισθό του. Την λευκή απεργία την είχαν απορρίψει όλοι.

Έγινε λόγος για κατάληψη. Θα την έκαναν οι υψηλόβαθμοι συνδικαλιστές και οι υπόλοιποι θα τους κάλυπταν, οικονομικά και ηθικά. Τέσσερις ώρες συζήτησης και δεν είχαν καταφέρει να βρουν μια κοινά αποδεκτή λύση. Κι όλα αυτά σε ένα κλίμα οργής και κατήφειας. Θυμού και φόβου. Έντασης και παραίτησης. 

Γιατί έτσι είναι τα αδιέξοδα. Τα έχουν όλα.

Και θυμό και φόβο, και ηρωισμό και φυγομαχία, και λάβαρα και σάλπιγγες υποχώρησης. Μια μπρος, μια πίσω. Μια μπρος, δυο πίσω. Δυο μπρος, δυο πίσω. Η ιδέα ήρθε από εκεί που δεν το περίμενε κανείς. Από το Μιχάλη. Τρία χρόνια δεν είχαν ακούσει την φωνή του.

“Να πάμε στην παρέλαση φορώντας μαύρα περιβραχιόνια. Να δείξουμε με ειρηνικό τρόπο ότι πενθούμε γι’ αυτό που συμβαίνει στη χώρα μας. Ότι ο αργός θάνατος στον οποίο μας έχουν υποβάλλει είναι και θάνατος για την πατρίδα που γιορτάζει την εθνική επέτειο μιας ιστορικής νίκης. Να στείλουμε ένα μήνυμα απλό και ηχηρό”.

Η σιωπή που ακολούθησε την πρότασή του, ακούστηκε σαν απόρριψη.

Μα δεν ήταν. Ήταν απόλυτη συμφωνία. Κι έτσι το αποφάσισαν. Θα φορούσαν τα μαύρα περιβραχιόνια. Τα έραψαν, τα πρόβαραν και δυο νύχτες πριν την επέτειο είχαν συμφωνήσει να συναντηθούν για να τα μοιράσουν στους συναδέλφους.

Ήταν εκείνη η μέρα που ήρθε η διαταγή άνωθεν. “Όσοι εμφανιστούν με μαύρα περιβραχιόνια, θα κατηγορηθούν για πειθαρχικό παράπτωμα και για προσβολή εθνικής εορτής”. Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Αποφάσισαν να μην υποκύψουν στην προσπάθεια φίμωσης. Κι έτσι πήγαν όλοι. Με τα μαύρα περιβραχιόνια στο μπράτσο, και την θέληση στο πρόσωπο χαραγμένη, μαύρη κι αυτή σαν το πένθος που θέλαν να φωνάξουν πως ζούσαν. 

Ο κόσμος είχε κατακλύσει τους δρόμους.

Παιδιά με τις στολές της παρέλασης παρατάσσονταν σιγά – σιγά, φαντάροι κουβέντιαζαν χαλαροί με τα όπλα ακουμπισμένα δίπλα τους, η φιλαρμονική έκανε την τελευταία υπαίθρια πρόβα της, πριν την έναρξη της παρέλασης. Η εξέδρα των επισήμων είχε στηθεί, όπως πάντα, μπροστά στο ιστορικό κτίριο του Δημαρχείου. Γαλανόλευκα σημαιάκια έντυναν τα άσπρα κάγκελα ενώ το ξύλινο δάπεδο, θλιβερό από την πολυχρησία και την εγκατάλειψη, είχε ένα ξεθωριασμένο καφέ χρώμα που έκανε το μπλε της σημαίας να φαίνεται θαμπό. 

Η δοξολογία είχε τελειώσει λίγη ώρα πριν και οι επίσημοι είχαν φτάσει στο σημείο περπατώντας. Για λόγους ασφάλειας είχε δημιουργηθεί ένας διάδρομος μακριά από τον συγκεντρωμένο κόσμο. Παρ’ όλα αυτά οι κραυγές διαμαρτυρίας και οι φωνές αντηχούσαν από το πρώτο βήμα τους μέχρι το τελευταίο που έκαναν πριν στηθούν αγέρωχοι και βλοσυροί πάνω στην εξέδρα. Μόνο στη θέα των μαθητών που έπαιρναν θέση, το πλήθος σιώπησε, από σεβασμό στα παιδιά τους. 

Είχαν ακροβολιστεί μέσα στο πλήθος.

Ο καθένας με το περιβραχιόνιο στην τσέπη, σε απόσταση τριών μέτρων μεταξύ μας, από την αρχή μέχρι το τέλος του δρόμου. Με το άκουσμα της πρώτης νότας της φιλαρμονικής, βγάλαν τα περιβραχιόνια και τα φορέσαν. Αμέσως μπήκανε μπροστά, πέρασαν κάτω από την κορδέλα που είχε τοποθετηθεί σαν όριο και παρατάχθηκαν σε στάση προσοχής κατά μήκος του δρόμου. Μαύρα παντελόνια, άσπρα πουκάμισα, μαύρα περιβραχιόνια. Το άσπρο της σημαίας μας και αντί του γαλάζιου ένα βαρύ πένθιμο μαύρο, σαν την καταδίκη του μελλοθάνατου. 

Το πλήθος αιφνιδιάστηκε. Ένα σούσουρο υπόκωφο, σαν τον σεισμό που πλησιάζει, έπειτα εκκωφαντικό σαν τα ρίχτερ που πολλαπλασιάζονται, στο τέλος πανηγυρικό σαν την βροχή που ξεπλένει τη σκόνη, απλώθηκε και τους αγκάλιασε. Κι εκείνοι στάθηκαν εκεί αγέρωχοι, ανέκφραστοι και αποφασισμένοι.

Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Οι επίσημοι αποχώρησαν, το πλήθος προσπάθησε να τους προστατέψει από την αστυνομία. Τους αγκάλιασε, έφτιαξε μια ασπίδα προστασίας γύρω από τον καθέναν και χτυπήθηκε βάναυσα. Γύρισε στο σπίτι του με το πρόσωπο ματωμένο και τα χέρια πληγιασμένα. Μα και με ένα χαμόγελο απέραντης χαράς. Σε τρεις ημέρες τον κάλεσαν σε απολογία. Μια εβδομάδα μετά καθόταν εδώ, απέναντι στους συναδέλφους, τους μοναδικούς που είχαν δεχτεί να γίνουν μέλη αυτού του βδελυρού οργάνου.

«Καταλαβαίνετε ότι αυτό που κάνατε αποτελεί προσβολή σε μια εθνική επέτειο την οποία αμαυρώσατε με την στάση σας;»

Πόσο γελοίο ακουγόταν αυτό το “αμαυρώσατε”. Προσπάθησε να μην γελάσει στο άκουσμα της λέξης και στη θύμηση του μαύρου περιβραχιόνιου.

«Την επέτειο αμαυρώνουν εκείνοι που δεν διδάχθηκαν τίποτε από αυτή», απάντησε.

«Και ποιοι είναι αυτοί;» Συνέχισε με ύφος πολύπειρου ανακριτού ο Χρόνης

«Ξέρετε πολύ καλά ποιοι είναι. Τους έχουμε αναφέρει σε πάμπολλες συζητήσεις οι δυο μας». 

Ο Χρόνης, κάτωχρος από τον θυμό του, τον κοίταξε και ουρλιάζοντας του είπε: «Εγώ δεν έχω καμία σχέση μαζί σας»

«Αυτό είναι βέβαιο», του απάντησε και η φωνή του έσταζε μέλι. “Αμαυρώσατε”. Πόσο ειρωνικό να κατηγορούν εμάς ότι κάναμε αυτό που οι ίδιοι κάνουν αυτή τη στιγμή, σκέφτηκε.

«Βλέπω πως δεν είστε διατεθειμένος να συνετιστείτε. Αυτή η ακρόαση είχε στόχο να σας δώσει μια τελευταία ευκαιρία να αναλογιστείτε το λάθος σας. Όμως εσείς δεν είστε διατεθειμένος να δείξετε καμία μεταμέλεια. Ως εκ τούτου σας ανακοινώνω ότι καταδικάζεστε σε στέρηση βαθμού και περικοπή μισθού κατά 30%».

«Τόσο κοστολογείται ένα μαύρο περιβραχιόνιο;», ρώτησε.

Τον κοίταξαν χαμογελώντας ειρωνικά. “Καλά να πάθεις” έλεγε το βλέμμα τους. “Να μάθεις να το παίζεις αγωνιστής. Κοίτα κι εμάς πόσο έχουμε βολευτεί που το βουλώνουμε”. Τους απάντησε με ένα ακόμη πιο ειρωνικό χαμόγελο.

«Σας ευχαριστώ πολύ», είπε την ώρα που έβγαζε από την τσέπη του το μαύρο περιβραχιόνιο και το φορούσε αργά, τελετουργικά στο μπράτσο του. 

«Ζωή σε λόγου μου», τους είπε, και χαιρετώντας τους έναν – έναν με μια χειραψία, φιλική, βγαλμένη από τα παλιά, έφυγε από την αίθουσα με το κεφάλι ψηλά…

Η Έλενα Χουσνή γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Παλαιά Πέλλα. Σήμερα ζει και εργάζεται στη Σάμο. Είναι απόφοιτος του Παιδαγωγικού Τμήματος Νηπιαγωγών. Αγαπά τη λογοτεχνία και μοιράζεται σκέψεις και συναισθήματα με ένα λευκό χαρτί από τα μικράτα της. Σήμερα συνομιλεί με τον ίδιο τρόπο με την οθόνη του υπολογιστή της…