του Νίκου Καρακάση *
«Σας ορκίζομαι, δεν ήμουν πάντα έτσι!» είπε ο κύριος – μάλλον δηλαδή κύριος, αν κρίνει κανείς απ’ την βαρύτητα της φωνής και την βραχνάδα που έβγαζε εκείνο το αδιευκρίνιστο σώμα που ακολουθούσε το σημείο που έμοιαζε με κεφάλι.
Λέμε μοιάζει, για τον απλό λόγο ότι εκτός από την στρογγυλάδα του κεφαλιού και κάποιες τούφες μαλλιών, εδώ και εκεί – πρακτικά δεν υπήρχε πρόσωπο!
Θα πει κανείς ότι δεν είναι αυτό δυνατό αλλά στην περίπτωση μας ναι• το πρόσωπο αυτού του ανθρώπου δεν ήταν καθόλου εύκολο να το περιγράψει κανείς με μια απλή ματιά, όπως δηλαδή κοιτάς αφηρημένα κάποιον στο δρόμο και μένεις με την φευγαλέα εντύπωση ότι είχε μεγάλη μύτη για παράδειγμα ή πράσινα μάτια.
Θέλεις να μειώσεις τον λογαριασμό του ρεύματός σου; Είναι απλό!
Αυτόν τον άνθρωπο δεν μπορούσες να του δώσεις μορφή καθότι στην θέση που φυσιολογικά θα έπρεπε να ήταν το πρόσωπο του, υπήρχε μια μεγάλη μαύρη τρύπα και στην θέση των ματιών δύο μικρά φωτάκια που λαμπύριζαν ή αναβόσβηναν ακολουθώντας την πορεία των εκφράσεων του υπόλοιπου σώματος. Ανέβαιναν οι ώμοι με απορία, τα φώτα στην θέση των ματιών στένευαν και έπειτα άνοιγαν ακολουθώντας την πτωτική πορεία των ώμων.
Το σώμα στηνόταν [άνοιγε θα μπορούσε να πει κανείς μεταφορικά] απ’ την έκπληξη; τα δύο φωτάκια λαμπύριζαν παραπάνω δίνοντας την αντίστοιχη αίσθηση!
Καμπούριαζε το σώμα λυπημένα, τα μάτια αυτά [ας τα λέμε μάτια, γιατί ούτε φώτα ήταν ακριβώς, περισσότερο με κεχριμπαρένια κουμπιά έμοιαζαν] έσβηναν, χαμήλωναν και μίκραιναν. Το σώμα του συνηθισμένο, λεπτοκαμωμένος, δίχως κάποιους έντονους γοφούς ή κάποιο γυμνασμένο στήθος που θα πρόδιδε φύλο ή ηλικία. Ντύσιμο;
Αυτό και αν ήταν αίνιγμα και στο πιο εξασκημένο μάτι! Δεν φορούσε κουστούμι για να πούμε ευθαρσώς “βεβαίως και είναι άνδρας”, ούτε κάποια φούστα ή κάτι, που όπως και να έχει, ταιριάζει σε ένα φύλο και μόνο. Αντίθετα. Φορούσε ένα τζιν και ένα μακρύ φούτερ που έφτανε μέχρι τις τσέπες του παντελονιού. Παπούτσια αθλητικά, πολυκαιρισμένα με λευκά κορδόνια που έφταναν οι άκρες του στο πάτωμα.
Με κάθε burger, δώρο αναψυκτικό 330ml!
Πίσω από το ανύπαρκτο πρόσωπο, μαλλί• ούτε κοντό, ούτε μακρύ. Ουδέτερα κομμένο με αφέλειες που δεν τελείωναν πάνω στο φρύδι όπως θα περίμενε κανείς, αντίθετα χάνονταν μέσα στην μαύρη τρύπα που φαινόταν για πρόσωπο. Αν ήταν και αυτή η μαύρη τρύπα κάτι συγκεκριμένο δηλαδή ή κάτι άλλο που είναι αδύνατο να το περιγράψω! Το μαλλί πάντως έδειχνε σηκωμένο σε κάποια σημεία, χωρίς όμως να είναι κανείς σε θέση να το βεβαιώσει. Αλλά η φωνή δεν ξεγελάει, ήταν άνδρας. Βέβαια, πρέπει να πούμε και αυτό : Αν κλείσει κανείς τα μάτια και προσπαθήσει να τον περιγράψει από μνήμης, θα δυσκολευτεί να δώσει μια συγκεκριμένη μορφή σε αυτόν τον άνδρα, όπως αυτή που δώσαμε πιο πάνω!
«Σας ξαναλέω, δεν ήταν πάντα έτσι τα πράγματα. Είχα πρόσωπο και ήμουν κάποιος!». Ο διευθυντής της ΔΕΗ έδειχνε να αγνοεί εντελώς τις φωνές του.
»Κύριε διευθυντή, τα πράγματα γίναν απότομα και δίχως να τα περιμένει κανείς. Άλλωστε ποιος θα περίμενε τέτοια κατάληξη!
Όλα ξεκίνησαν εκείνο το απόγευμα που έμπαινα στο μετρό. Στην είσοδο που λέτε, είδα έναν μελαμψό αλλοδαπό να μοιράζει χαρτάκια στους περαστικούς. Απο περιέργεια και μόνο, πήρα και εγώ ένα και στην διαδρομή μέχρι τον συρμό το διάβασα με προσοχή. Εγραφε τα εξής λόγια «Μπούμπα. Ο μαύρος μάγος. Ξεδιαλύνει ερωτικά προβλήματα, οικονομικά, τύχης και γενικά ό,τι πρόβλημα μπορεί να έχει ο σύγχρονος άνθρωπος της πόλης. Εγγυημένο αποτέλεσμα σε 7 ημέρες ή τα λεφτά σας πίσω. Τηλέφωνο 683ΧΧΧ».
Στην αρχή το θεώρησα αστείο. Μεγάλο αστείο μάλιστα αλλά δεν μπορούσα να βγάλω απ’ το μυαλό μου την απόγνωση στην οποία βρισκόμουν κύριε Διευθυντή.
»Αλλά ας τα πάρω απ’ την αρχή. Για χρόνια δούλευα σε μια εταιρία που εμπορευόταν σαμπουάν. Τα εμπορεύματα γίνονταν εισαγωγή από το εξωτερικό και συγκεκριμένα από την Ολλανδία. Στην δουλειά αυτή, ήμουν κατά κάποιο τρόπο συνέταιρος. Φυσικά και δεν έβαλα λεφτά στην επιχείρηση, ούτε δα ήμουν κάποιο μεγαλοστέλεχος.
Μια απλή εργασία είχα αναλάβει, να παίρνω τα μπουκάλια με το σαμπουάν, να αφαιρώ τα Ολλανδέζικα αυτοκόλλητα και να κολλάω στην θέση τους, τα αντίστοιχα Ελληνικά. Έπειτα, τα στοίβαζα σε κούτες που είχαν την φίρμα της εταιρείας για να μπορέσει η εταιρεία να τα προωθήσει στα Ελληνικά Σουπερμάρκετ. Εργασία τίμια και αρκετά σκληρή!
Ξέρετε πόσες φορές τα νύχια μου ξέφτιζαν ή πόσες φορές γυρνούσα σπίτι με τα δάχτυλα πονεμένα και την μέση σπασμένη από το πολύ σκύψιμο; Πολλές! Όπως φαντάζεστε κύριε Διευθυντά! Μη φανταστείτε όμως ότι και το αντίτιμο της εργασίας μου ήταν κάποιο μεγάλο ποσό! Το βασικό έπαιρνα και τα επιδόματα που μου αντιστοιχούσαν. Μάλιστα κύριε! Εργαζόμουν δώδεκα με δεκατρείς ώρες την ημέρα και δεν έπαιρνα σεντς παραπάνω!
»Όπως και να έχει κύριε Διευθυντή μου, μια μέρα έτυχε να βάλω στην τσέπη μου από λάθους μια ετικέτα Ολλανδέζικη, αντί να την πετάξω στο κάδο που είχα απέναντι.
Το αφεντικό μου ήταν πολύ επίμονο σε αυτήν την οδηγία : Τις ετικέτες στον κάδο, μη δω κανέναν να την διαβάζει ή να την μεταφέρει εκτός του κτιρίου! Καταλάβατε; Καταλάβαμε, απαντούσα εγώ και τις πετούσα στον κάδο. Και τι με ένοιαζε; Όπως και να έχει κύριε Διευθυντής της ΔΕΗ, εγώ κατά λάθος την πήρα μαζί μου και μάλλον πρέπει να το έκανα εκείνη την ημέρα που ήμουν κρυωμένος. Αντί να βγάλω τα χαρτομάντιλα, έβαλα ασυναίσθητα το χέρι στην τσέπη όπου είχε κολλήσει πάνω η ετικέτα η Ολλανδέζικη.
Το λάθος αυτό, αν και το έκανα δίχως συναίσθηση ή κάποια πρόθεση δόλου, το ανακάλυψα στο σπίτι αργά το βράδυ. Μια μακαρονάδα μετά, αποφάσισα να μεταφράσω την ετικέτα. Άνοιξα τον υπολογιστή και πέρασα όλες τις άγνωστες για μένα λέξεις στο Google Translator. Μα τι νεύρα είχα όταν βγήκε η απάντηση! «Σαμπουάν για σκύλους! Να αποφεύγετε την επαφή με ανθρώπους!»
Μα τι νεύρα, κύριε Διεθυντά! Εγώ να έχω συμμετάσχει σε τέτοια κομπίνα; Τα αγόραζε φθηνά ο κύριος, τα πουλούσε για ακριβά σαμπουάν! Δεν άντεξα και το πρωί πήγα στο γραφείο του όπου και του εξιστόρησα το λάθος αλλά και την μετάφραση που έκανα! Εκείνος στην αρχή νευρίασε, τουλάχιστον έτσι έδειξε, αλλά σαν αντιλήφθηκε ότι ήμουν μαινόμενος ταύρος, μαλάκωσε.
Να μην τα πολυλογώ, επέμενε ότι δεν είχε ιδέα κι όλα ήταν ένα κόλπο των Ολλανδών. Δεν ξέρω. Τον πίστεψα. Και όταν μου πρότεινε να γίνω συνέταιρος, δεν ξέρω και πάλι• δέχτηκα.
Ο λογαριασμός μου στην τράπεζα από ψωμόλυσσας, σύντομα έγινε τροφαντός. Από το σπίτι στην Νίκαια, μετακόμισα σε ένα μεγαλύτερο στην Καλλιθέα. Το Φιατάκι το έκανα VW και το φούρνο με το γκάζι, μικροκυμάτων. Σύντομα πήρα και γραφείο δικό μου, και μια άκρη στο κτίριο της εταιρίας. Τέρμα τα αυτοκόλλητα, τέρμα τα πονεμένα δάχτυλα.
Τι να σας απολογηθώ κύριε Διευθυντά; Όλα φαινόντουσαν ότι πήγαιναν χάρμα στην ζωή μου. Εως ότου…
»Κάποιος τον κατέδωσε ή κάποιου του έπεσαν τα μαλλιά, θα σας γελάσω. Και ήρθε στο γραφείο μας μαζί με ένα ψηλολέλεκα δικηγόρο. Μην τα πολυλογώ κύριε Διευθυντά, μας πηδήξανε πατόκορφα. Το αφεντικό μου κλαίγοντας οδηγήθηκε στην φυλακή μετά από μήνες δικαστήρια, και εμένα μου τα πήραν όλα! Ακόμη και τον φούρνο μικροκυμάτων.
Και τον είχα συμπαθήσει. Το σπίτι το πήρανε, το VW το πήρε γερανός, δίχως μάλιστα να προλάβω να βγάλω την θήκη με τα cd που είχα μέσα. Ήθελε και σέρβις, αλλά δεν τους το είπα από τα πολλά μου νεύρα!
»Όταν λοιπόν είδα τον Μπούμπα, μια ιδέα απελπισμένη, το παραδέχομαι, μπήκε στο μυαλό μου. Τον πήρα τηλέφωνο και μια αντρική μπάσα φωνή με σπασμένα Ελληνικά με καλοδέχτηκε.
Μέσες άκρες τον ρώτησα αν ήταν δυνατόν να επιστρέψει όλο μου το βιος πίσω. Μου είπε όχι, δεν ασχολείται με μεταφορές και επιστροφές. Εδειξα στεναχωρημένος, αλλά γελαστά μου πέταξε ότι μπορεί να με κάνει να “εξαφανιστώ” για όλα τα πρόσωπα που ακόμη θα θέλανε να μου κάνουν κακό. Μπορείς; τον ξαναρώτησα;
»Την άλλη μέρα σπίτι του, σε μια παλιά μονοκατοικία στον Κολωνό του έδωσα τα χρήματα που ζητούσε και μισή ώρα έπειτα, αφού ήπια ένα πικρό ζουμί μου ζήτησε να φύγω. Και τώρα; τον ρώτησα. «Τώρα είσαι οκ. Κανεις ντεν βλέπει!». Τον νόμιζα για απατεώνα κύριε Διεθυντά έως ότου είδα το πρόσωπο μου στον καθρέπτη. Που λέει ο λόγος πρόσωπο δηλαδή. Όπως φαντάζεστε, είδα αυτό που βλέπετε και εσείς τώρα. Στεναχωρήθηκα στην αρχή.
Την άλλη μέρα ένα δικηγόρος ήρθε στο σπίτι και με ρώτησε αν είδα τον εαυτό μου. Φαντάστηκα ότι αστειευόταν οπότε απάντησα στο ίδιο μήκος. Όχι δεν με είδα. Ωραία, μου απάντησε ο κύριος αν τον δείτε πείτε του να περάσει από το δικηγορικό γραφείο για τον πλειστηριασμό.. κλπ κλπ.. Μου φάνηκε περίεργο, αλλά ναι το μυαλό μου πήγε εκεί που έπρεπε.
Πήγα λοιπόν, για δοκιμή περισσότερο, στην τράπεζα να σηκώσω λεφτά. Έδωσα την ταυτότητα και περίμενα. Ο υπάλληλος με κοίταξε προσεκτικά και κουνώντας το κεφάλι με έδιωξε.
Δεν είσαι εσύ, μου λέει, φύγε. Την άλλη μέρα ξαναπήγα και η ίδια σκηνή επαναλήφθηκε. Δεν ήμουν απλώς χωρίς πρόσωπο, αλλά επίσης όσες φορές και να με δει κανείς δεν θυμάται να με έχει ξαναδεί. Ένα περίεργο πράγμα. Σαν να μην υπήρξα ποτέ! Ακόμη και να προσπαθήσει κάποιος να με περιγράψει, καταλήγει ότι αυτό είναι αδύνατο!
»Κοντολογίς κύριε Διευθυντά μου, έπειτα απ’ το μαγικό του Μπούμπα, δεν υπάρχω για αυτήν την κοινωνία. Μπορώ να ξεζουμίζω, να ζω δίχως υποχρεώσεις απλά και μόνο επειδή το πρόσωπο μου δεν υπάρχει πουθενά καταγεγραμμένο. Και πως θα μπορούσε, απλά γιατί δεν υπάρχει! Είχα το σπίτι μου, που πλέον δεν μπορούσε να το πειράξει κανείς γιατί δεν είμαι μέσα εγώ! Ερχόντουσαν δοσάδες, υπάλληλοι από την εφορία, και ενώ ήμουν εκεί, δεν ήμουν εγώ αυτός. Αλλά ούτε και κανένας άλλος. Υπήρχε όμως ακόμη το πρόβλημα του φαγητού. Της εργασίας. Έπρεπε να ζήσω.
»Ξέρω ότι τα επόμενα δεν θα τα βρείτε του γούστου σας. Αλλά δεν είχα επιλογές. Φαντάζει λογικό : όταν δεν σε ξέρει κανείς, τότε και εσύ δεν ξέρεις κανένα, σωστά; Αν δεν περιμένει κανείς από εσένα να είσαι ταυτόσημος με κάποιον, δεν είναι δυνατόν κανείς να σε καταγγείλει. Η ηθική αν δεν έχει αποδέκτη είναι μια αφηρημένη έννοια. Και εγώ δεν υπήρχα για να ντραπώ ή να σκεφτώ τι είναι σωστό ή όχι. Για ποιον εξάλλου;
Την άλλη μέρα η ληστεία που οργάνωσα ήταν εξαιρετικά επιτυχής. Με γράψαν όλες οι κάμερες, με είδαν όλοι οι πελάτες αλλά κανείς δεν ήταν σε θέση να με δείξει με το δάχτυλο. Ούτε να με περιγράψει. Ομολογώ ότι στην αρχή έτρεμα, υπήρχαν κάποιες μικρές τύψεις που όμως με τον καιρό και με τις πολλές ληστείες ξεχάστηκαν.
«Μπορώ να σας καταγγείλω με αυτά που μου λέτε!» πετάχτηκε ο Διευθυντής της ΔΕΗ.
«Ναι, θα μπορούσατε. Αλλά δεν θα καταφέρετε τίποτα. Μέχρι να έρθει η αστυνομία, ούτε θα θυμάστε την συζήτηση μας. Ούτε με ποιόν, ούτε τι συζητήσαμε. Είπαμε δεν υπάρχω.»
«Και τώρα γιατί ήρθατε εδώ;» ρώτησε απεγνωσμένα ο διευθυντής
«Μου ήρθε εκείνο το χαρτί για το χαράτσι στην πόρτα του σπιτιού μου. Εντάξει, δεν μπορούν να με βρουν, δεν υπάρχω για να πληρώσω, αλλά αν μου κόψετε το ρεύμα δεν θα βλέπω. Είναι πρακτικό το ζήτημα και φριχτό αν το δει κανείς αντικειμενικά.»
Ο Διεθυντής φάνηκε προβληματισμένος ώσπου στο τέλος είπε :
«Ε ναι, αφού δεν … Πρέπει να σας πω κάτι. Δεν είστε ο μόνος. Πήγα και εγώ στον Μπούμπα κατ’ εντολή του Υπουργού. Όλοι έχουμε πάει στον Μπούμπα. Υπήρξε η εθνική μας σωτηρία αυτός ο μάγος, εξάλλου ό,τι συμβαίνει στην χώρα καλό είναι να μη το θυμάται κανείς. Όσο περνάει ο καιρός… Βασικά κανείς δεν θα θυμάται το χαράτσι έπειτα από λίγους μήνες! τι μήνες, ημέρες! Αλλά τις σας λέω; Δεν θα θυμάστε γρι από όσα λέμε σε λίγο… Για να μη πω ότι πιθανόν να είναι η δέκατη πέμπτη φορά που έρχεστε εδώ, αλλά και πάλι δεν μπορώ να είμαι σίγουρος. Αμυδρά κάτι μου θυμίζετε … τι λέγαμε;»
«Που να θυμάμαι; Όπως και να έχει κύριε Διευθυντή, σας ορκίζομαι δεν ήμουν πάντα έτσι!»
Ο Νίκος Καρακάσης γεννήθηκε το 1969 στην Αθήνα όπου ζει και εργάζεται μέχρι σήμερα. Από τις εκδόσεις Κέδρος κυκλοφορεί το βιβλίο του «Βασιλιάς Ικελος» και από τις Βορειοδυτικές εκδόσεις η νουβέλα «Η σιωπή της πόλης» (ebook). Κείμενα του φιλοξενούνται σε διάφορες ιστοσελίδες του διαδικτύου και σε περιοδικά του χώρου.
Γιατί πέφτουν έξω οι δημοσκοπήσεις
Γιατί Νοέ 21, 2024
Χαμηλή Αυτοεκτίμηση και Εθισμός στο Ίντερνετ
Health Νοέ 19, 2024
Online εκπαίδευση και σεμινάρια υψηλής ποιότητας
Culture Νοέ 17, 2024