Youmag.gr
της Άννας Μαρινάκη * Η γυναίκα, για την οποία ομιλώ, είναι θηλυκό με γρατζουνιές στο ολόστεκό της. Γρατζουνιές εσωτερικές, γραμμές που ψευτοφρόντιζε, απο φοβού...

της Άννας Μαρινάκη * Η γυναίκα, για την οποία ομιλώ, είναι θηλυκό με γρατζουνιές στο ολόστεκό της. Γρατζουνιές εσωτερικές, γραμμές που ψευτοφρόντιζε, απο φοβού μαθες, μη και θεριέψουν και γενούν στο αναπάντεχο χαρακιές. Όχι μελανιασμένο είναι μονάχα το βαθύ της, το περιτύλιγμα τ΄αφήνει γυαλιστερό το Ματινάκι. Παντέχει στωικά το κάθε μέρα, και μηδέ και καταδέχεται σερνικά να την μπαϊλντίζουν. Άτιμη φάρα, έλεγε η μάνα της, οι αρσερνικοί. Και από σεβασμό στη μνήμη της ταμπουρώθηκε η κοπέλα μας και που λέτε έγινε φάρος.

Ναι, ναι φάρος. Φάρος ψηλός καταμεσής του πέλαγου να φεγγίζει αλμυρισμένους αργοναύτες προτού γρικέψουν. Και σα θωρεί πως του χαμένου του αξίζει να πνιγεί, ρίχνει γενικό κι αφήνει το κουμάντο στην αγριάδα της θαλάσσης. Μα σα πιστέψει, φοβισμένο ναυαγό που περικαλεί, φεγγίζει και γίνεται φωτιά, ζεση, αγκαλιά περιοπής για όσο, ποτέ για πάντα. 

Πακέτα ηλεκτρικών συσκευών για το φοιτητικό σπίτι σε πολύ χαμηλές τιμές!
Ισχύει για αγορές μέχρι εξαντλήσεως των αποθεμάτων.

Μη βλασφημάτε, η σκληράδα – προπύργιό της, την οχυρώνει απο πόνο περισσό. Μεγάλο πράγμα να ‘σαι φάρος.

Να μπερδεύεις τον εχθρό, με παντιέρα, ρυθμικό φως θαλάσσης. Να ‘σαι, να μη θωρείσαι, και να πομένεις κύματα, που γδέρνουν το απομέσα για να φανερώθει.

Η Ματίνα μας δεν αγαπά -έτσι απλά- τα πυργάκια θαλάσσης, μη σας γελά. Η Ματίνα, τις μέρες αυτές τις γιορτινές, γίνεται πυργάκι, κούφιο πυργάκι με θέα ωκεανό. Χαιρετά φίλους γνωστούς και χάνεται. Περίεργη ανάγκη να αναζητάς ‘κείνο που σε καλεί διχως να ερωτά. Με το δισάκι της στον ώμο, ακολουθεί πορεία χρόνων. Και σαν τον βρεί το δικό της φάρο της σιωπής, κλειδώνεται μέσα και μετρά.

Αμπαρώνει με λουκέτα βαριά τη σιδερένια πόρτα της φυγής, κι ανεβαίνει στωικά τα κυκλικά σκαλιά. Κάθε σκαλί και πιο κοντά στη λαχανιασμένη θύμηση. Και σαν πιάσει κορυφή, η Ματίνα γίνεται φαροφύλακας του μέσα της, ξεδιπλώνει μνήμες. Τις τραβά απο συρτάρια κρυφά, τις παντέχει λίγο ακόμα και στο ρυθμό του φωτός, στην πέμπτη περιστροφή στα δεξά, αποχαιρετά έννοιες παλιές και μηδέ και τις θωρεί ξανά. Απολογισμός ζωής που ξαλμύρισε στη ματιά της μέρας που φεύγει.

Το μεγαλύτερο σημείο αναφοράς στην πόλη τώρα και on line

Αλμυρές μνήμες, μα μνήμες κτήματα της.

Περιστροφή πρώτη, χάρτινες αγάπες στη σκιά του φοβάμαι, χαμόγελα μισά, αγκαλιές αδειανές. Διείτε την, γελά, μα παντέχει το χρόνο που κυλά, πρέπει να φύγει..

Περιστροφή δέυτερη, ρίζες που στοίχειωσαν, άνθρωποι ομοαίματοι την τραβούν με κλαδί δρυάς στα γνωστά. Το Ματινιώ τραβά μαχαίρι, κόβει κλαδιά, ξεριζώνει, καιρός να πάει στο πιο κάτω.

Περιστροφή τρίτη, φίλοι που χάθηκαν, νέοι στην όψη πήραν σειρά. Έννοιες που μοιράστηκαν για να σκορπίσουν, φόβοι που ξορκίσαν στο απόμακρο της μοναξιάς

Περιστροφή τέταρτη, ‘κείνος που πρόβαλε, κιος με σιδερένιο φυλαχτό. Με γροθιά σφιχτή , άντρας – παιδί, σπάει τους δεσμούς και χάνεται.

Ήρθε η ώρα, ανοίγει παραθύρι, το αλμυρό της θαλάσσης ανακατεύει τα μακριά της τα μαλλιά. Σε θαλασσοκούτι κλειδώνει μνήμες, τις κρατά γερά, στο αμέσως μετά θα σκορπίσουν. Τώρα! Περιστροφή πέμπτη! Απλώνει τα χέρια, στη σκοτεινία, πετά κουτί και αμπαρωμένες μνήμες μακριά. Σπάει το τετράγωνο στη θάλασσα, μα οι θύμησες πια γυρισμό και να ζητούν πώς να τον έβρουν; Κρύο απόξω και τα δρομάκια γυρισμού όλα κλειστά. 

Έφυγε η μέρα, απόμεινε γαληνεμένη η Ματινιώ, ξαστέρωσε κι η θάλασσα. Καιρός να φύγει. Κρεμά το βάρος της στο συρματόσκοινο, γερνούν τα σκουριασμένα φάρου γρανάζια, και προσμένει επόμενη περιστροφή. Περιστροφή ζωής με αφετηρία τις στιγμές που θα την έβρουν.

Βουή πόλης, γύρισε το κορίτσι μας μαθές, ανθρωποι σκληροί στη γρικιά του τσιμέντου. Τους παντέχει και γελά. Δε θα τους μοιάσει, θα ζει ανάμεσα, μα θα ναι άλλη. Φορά ρούχα καλά, φαντάζει κυρία περιοπής μα το μυστικό της, εμείς όλοι, το ξέρουμε καλά. 

Η Ματίνα, που λέτε, αραιά και που γίνεται φάρος. 

Κενό πυργάκι θαλάσσης, να ξεπλένει το από μέσα της με φως θολό. Δείτε την! Διάγει ζωή ξαλμυρισμένη στη σκιά της βρωμιάς. Ζωή εξαγνισμένη, διαυγή, ζωή δικιά της, ολόδικιά της.

Η Άννα Μαρινάκη δε θα γίνει ποτέ συγγραφέας γιατι πιστεύει ότι τα πιο μεγάλα θέλω, πρέπει να τα ευτελίζεις για να μη σε εγκλωβίσουν. Γεννήθηκε το 79 στην Αθήνα, ζει στην μεγαλούπολη, καμώνεται τη δημοσιογράφο αλλά στα όνειρα της- τα βράδια που πλαγιάζει- ψαρεύει. Δε διαβάζει αλλά κοιτά αυτούς που την μιλούν στα μάτια.. Αυτά! Α και όταν μεγαλώσει θα προσπαθήσει να μάθει να γράφει και με το αριστερό χέρι.. Έτσι γι’ αλλαγή.