του Βαγγέλη Βασιλείου *
Έτσι κι αλλιώς ήτανε δύσκολα τα πράγματα…
Ο Κώστας περασμένα πενήντα πια, ήταν παντρεμένος – μα τόσο δυστυχισμένος σε αυτό το γάμο. Δεν του προέκυψε όπως το φανταζόταν. Τιμωρία η συμπεριφορά της γυναίκας του, δεσμοφύλακας το παιδί του. Έψαχνε κάπως να ξεχαστεί, ή ίσως να πιαστεί – να μάθει να αισθάνεται ξανά. Να ζήσει και να νοιώσει κάτι διαφορετικό από προβλήματα με τα εφηβικά ξεσπάσματα του γιου του και βαρετές κοινωνικές υποχρεώσεις με τη σύζυγο.
Η Αμαλία χωρισμένη μετά από ένα μόνο χρόνο έγγαμου βίου. Ο «καλός της» απεδείχθη ότι προτιμούσε να είναι «καλή» κάποιου άλλου. Όσο αστείο είχε φανεί αυτό στην Αμαλία αρχικά, τελικά την πλήγωσε απίστευτα και την απομάκρυνε από τους άντρες για πολύ καιρό. Τώρα είχαν περάσει χρόνια κι αυτός γάμος ήταν μόνο μία θαμπή ανάμνηση. Η Αμαλία σε περασμένη ηλικία, έχοντας προ πολλού πατήσει τα σαράντα, έλεγε ότι χόρτασε την εργένικη ζωή και ότι έψαχνε ένα λιμάνι να αράξει. Ωστόσο όλοι καταλάβαιναν ότι έψαχνε απεγνωσμένα να κάνει αυτά που ήθελε να είχε κάνει πριν μία δεκαετία τουλάχιστον – και θα τα είχε κάνει αν δεν ήταν αυτός ο άτυχος γάμος στη μέση.
Γνωρίστηκαν στη δουλειά – δούλευαν πολλές ώρες μαζί. Ο Κώστας ήταν Account manager σε μεγάλη διαφημιστική εταιρεία, και η Αμαλία από τις πιο επιτυχημένες γραφίστριες της εταιρείας. Αυτός συνήθιζε να της λέει χαριτολογώντας ότι περνάει μαζί της περισσότερες ώρες απ’ ότι με τη γυναίκα του, η Αμαλία τότε συνήθιζε να του χαμογελάει συγκαταβατικά και να του πιάνει το χέρι.
Ποτέ δεν κατάλαβε ο Κώστας πότε η σχέση άλλαξε πορεία. Ποιο ήταν ακριβώς το σημείο που η μέχρι τότε φιλική και εγκάρδια συνάδελφος έγινε πιο ανοιχτή, πέρναγε περισσότερο χρόνο μαζί του, του έλεγε πόσο τον εκτιμούσε και πόσο τον θαύμαζε.
Όλα τα σημάδια ήταν εκεί. Ο τρόπος συμπεριφοράς της απέναντί του άλλαξε – τον άγγιζε, τον έπιανε αγκαζέ και πηγαίνανε μαζί στις κοινές συναντήσεις. Πηγαίνανε στους πελάτες σχεδόν πάντα μαζί. Συχνά η Αμαλία πήγαινε στο γραφείο του και καθόταν, έτσι, χωρίς λόγο. Του έκανε ακόμα και σκηνές ζήλιας για άλλες συναδέλφους, ή πελάτισσες!!! Χαριτωμένα, και με κάποια δόση χιούμορ πάντα, αλλά η κατάσταση ήταν πάντα διφορούμενη.
Κάποια στιγμή άρχισε ο Κώστας να τη βλέπει πολύ διαφορετικά.
Η Αμαλία ήταν βέβαια μία όμορφη γυναίκα, αλλά όχι εντυπωσιακή. Απλά ανέδιδε μία σεξουαλικότητα που τον έκανε να θέλει να είναι συνέχεια δίπλα της. Η εμφάνισή της τον προκαλούσε συνέχεια χωρίς όμως να είναι αντικειμενικά προκλητική. Δεν ήταν πιο έξυπνη από τις άλλες γυναίκες που γνώριζε, ούτε μπορούσε να ξεπεράσει το γυναικείο κουτσομπολιό, και ίσως να συζητήσει περισσότερο ή σε άλλα επίπεδα από τις υπόλοιπες του γραφείου ή της παρέας του, αλλά πάλι, παραδόξως τον Κώστα αυτό δεν τον ενοχλούσε – όπως τον ενοχλούσε με άλλες φίλες ή και με τη γυναίκα του ακόμα. Τίποτα λοιπόν δε δικαιολογούσε την εμμονή που άρχισε να χτίζεται μέσα του γι αυτήν.
Σιγά σιγά έφτασε σε σημείο να θέλει να την κάνει να ασχολείται μόνο μαζί του – όλη την ώρα. Άρχισε να ζηλεύει όταν ήταν με άλλους άντρες, είτε για δουλειά ή στην προσωπική της ζωή για την οποία συχνά ρωτούσε, σαν «καλός φίλος». Όταν δεν τύχαινε να βρεθούν για μερικές ώρες, έβρισκε κάποια δικαιολογία να πάει από το γραφείο της. Απλά για να την δει, λίγο να την αγγίξει. Υπέφερε όταν ερχόταν το Σαββατοκύριακο, γιατί δε θα έβλεπε την Αμαλία για 2 ολόκληρες μέρες !
Ξεχασμένα συναισθήματα που φαίνεται ότι ήταν σε ύπνωση τόσο καιρό, πεταρίσματα στο στομάχι, όνειρα με την Αμαλία πρωταγωνίστρια. Λες και ήταν στο σχολείο, κι η Αμαλία ήταν το κοριτσάκι στο διπλανό θρανίο που ντρεπόταν να της μιλήσει. Μα δεν ήταν παιδιά πια. Και ήταν τόσο διαφορετικές οι ανάγκες τους και τόσο ξεχωριστά τα θέλω τους.
Μια μέρα μιλώντας της εντελώς φιλικά όπως συνήθως, αλλά ενδόμυχα γνωρίζοντας ότι δεν το έλεγε φιλικά μόνο, της ζήτησε να βγούνε έξω οι δυο τους. Η Αμαλία βρήκε κάποια δικαιολογία και αρνήθηκε. Αυτό επαναλήφθηκε μία- δύο τρεις φορές, κάποια στιγμή τελικά η Αμαλία σταμάτησε να αρνείται και δέχτηκε. Ο Κώστας είπε στη γυναίκα του ότι είχε ραντεβού με πελάτες – συνηθισμένη περίπτωση, συνέβαινε τουλάχιστον μία φορά το δεκαπενθήμερο. Πήρε την Αμαλία και πήγαν στο Σούνιο. Έκατσαν και μιλάγανε με θέα τη θάλασσα, την άγγιζε όλη την ώρα και έβρισκε ευκαιρία να μυρίζει το άρωμά της – όχι, δεν ήταν το άρωμά της, ήταν η δική της, ξεχωριστή μυρωδιά.
Όπως καθόντουσαν, η Αμαλία του είπε : «πως θα σε αντικρύσω αύριο στο γραφείο;» . Ο Κώστας το πήρε για πρόσκληση, για αποδοχή. Έσκυψε και τη φίλησε απαλά, στα χείλη. Αυτή δεν ανταποκρίθηκε, τραβήχτηκε, σηκώθηκε απότομα κι έφυγε αργά και σταθερά χωρίς να πει απολύτως τίποτα.
Την άλλη μέρα τον πήραν τηλέφωνο από τη Διεύθυνση Προσωπικού – κάτι για σεξουαλική παρενόχληση άκουσε μέσα στη θολούρα του, και κάτι χρηματικές ικανοποιήσεις για ηθική βλάβη…
Κατάλαβε ότι η καριέρα του τελείωσε απότομα, ότι η ζημιά δεν είναι μόνο επαγγελματική, αλλά και κοινωνική, και οικονομική, και οικογενειακή… Πόσο πολύ ήθελε αυτό το φιλί και πόσο ακριβά το πλήρωσε…
Όλα αυτά σκέφτηκε, λίγο πριν συντριβεί στο πεζοδρόμιο, κάτω από το παράθυρο του γραφείου του…
Τινάχτηκε απότομα!!! Ξύπνησε, κοίταξε δίπλα του. Ήταν η Αμαλία. Θυμάται… Όπως καθόντουσαν στο Σούνιο η Αμαλία του είπε : «πως θα σε αντικρύσω αύριο στο γραφείο;». Το είχε θεωρήσει αποδοχή κι έτσι έσκυψε και τη φίλησε απαλά, στα χείλη. Η Αμαλία τον αγκάλιασε κι ανταποκρίθηκε, και τυλίχτηκαν σε ένα ατελείωτο φιλί που διακοπτόταν μόνο για σιωπηλά σφιχταγκαλιάσματα. Μετά σηκωθήκανε, χωρίς να πούνε τίποτα, μπήκαν στο αυτοκίνητο και κατέληξαν στο πιο κοντινό ξενοδοχείο. Έκαναν έρωτα άβολο, σαν έφηβοι που δεν ξέρουν ο ένας το κορμί του άλλου, ούτε γνωρίζουν τι ακριβώς κάνουν. Τα παιδιά στο διπλανό θρανίο είχαν βρεθεί τελικά μαζί.
Ξύπνησε και η Αμαλία, και ξαφνικά, δεν είχαν τι να πουν. Μία άβολη σιωπή ήρθε στη συντροφιά τους. Τα αστεία λες και είχαν στερέψει, η άνεση λες και είχε εξαφανιστεί.
Μισή ώρα αργότερα την άφηνε στο σπίτι της, έσκυψε και τη φίλησε στο μάγουλο, και ξαφνικά όλα ήταν όπως παλιά. Η μυρωδιά της, η οικειότητα, όλα ήταν εκεί για αυτή τη μία στιγμή που τη φίλησε στο μάγουλο, αλλά μετά ξαναχάθηκαν.
Τις επόμενες μέρες στο γραφείο τίποτα δεν ήταν ίδιο. Δε μιλούσανε, απέφευγαν να βρεθούν μαζί. Ξαφνικά μάλωναν για ασήμαντες αφορμές, με το παραμικρό, σα να πάσχιζαν να αποδείξουν ότι η επαγγελματική τους σχέση είχε μείνει έξω από ότι συνέβη εκείνο το βράδυ στο Σούνιο – αν και ότι συνέβη το ήξεραν μόνο οι δυο τους.
Όλα ήταν μάταια όμως. Η Αμαλία είχε σωστά προβλέψει: «πως θα σε αντικρύσω αύριο στο γραφείο;»…
Η συνύπαρξη γινόταν όλο και πιο άβολη, πιο δύσκολη. Οι συνάδελφοι είχαν αρχίσει να καταλαβαίνουν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Οι γυναίκες του γραφείου βρήκαν νέο θέμα συζήτησης και κουτσομπολιού. Αυτό το τόσο χαρωπό και πάντα γελαστό επαγγελματικό ντουέτο, ξαφνικά είχε καυγάδες. Δεν πηγαίνανε μαζί στις συναντήσεις, δε συνεργάζονταν καθόλου πια.
Μία μέρα η Αμαλία ξέσπασε με λυγμούς στο γραφείο της χωρίς λόγο. Εκείνη τη μέρα ο Νίκος, ο προϊστάμενός της, πλησίασε τον Κώστα και του ζήτησε εξηγήσεις. «Σαν άντρας προς άντρα» του ψιθύρισε… «Ότι συνέβη, ότι τρέχει με την Αμαλία πρέπει να το ξεκαθαρίσετε».
Ο Κώστας αρνήθηκε τα πάντα, η κατάσταση γινόταν πολύ περίπλοκη. Οι συνάδελφοι στο γραφείο γνώριζαν τη γυναίκα του, τι θα γινόταν αν έφταναν στ’ αυτιά της τα κουτσομπολιά αυτά;
Αποφάσισε να αποστασιοποιηθεί εντελώς με τον πρώτο τρόπο που του ήρθε στο μυαλό. Είπε στο Νίκο ότι η Αμαλία του ζήτησε σχέση, αυτός αρνήθηκε γιατί, «ξέρεις, είμαι παντρεμένος». Δεν πρόσεξε μόνο ότι όσο τα έλεγε αυτά η Αμαλία στεκόταν στην πόρτα του γραφείου του. Με τα υπέροχα πράσινά της μάτια να είναι πια κατακόκκινα από τα δάκρυα, και με ένα βλέμμα που περιείχε έκπληξη, απογοήτευση και αγανάκτηση.
Δεν ήξερε επίσης ότι η Αμαλία, που είχε μία πολύ καλή σχέση με το Νίκο, του είχε μιλήσει μερικές μέρες νωρίτερα και του είχε πει τι ακριβώς είχε συμβεί.
Όταν του το αποκάλυψε ο Νίκος, ο Κώστας αισθάνθηκε εντελώς μαλάκας. Κατάλαβε ότι η καριέρα του τελείωσε απότομα, ότι η ζημιά που έκανε στον εαυτό του αλλά και στην Αμαλία δεν είναι μόνο επαγγελματική, αλλά και κοινωνική, και σύντομα γι αυτόν θα γινόταν και οικογενειακή… Πόσο πολύ ήθελε αυτό το φιλί από την Αμαλία, αυτή τη νύχτα μαζί της και πόσο ακριβά τα πληρώνουνε τώρα και οι δύο τους…
Όλα αυτά σκέφτηκε, λίγο πριν ανοίξει το παράθυρο του γραφείου του και κάνει εκείνο το βήμα που είχε δει στο όνειρό του, την πρώτη φορά που ξάπλωσε τελικά μαζί της.
—————————————-
Ο Βαγγέλης Βασιλείου γεννήθηκε σε μία χώρα που το σύστημα αξιών και ηθών μοιάζει αρκετά με αυτό της Ελλάδας στις αρχές, αλλά είναι αρκετά διαφορετικό στις λεπτομέρειες. Τουρίστας στην Ελλάδα εδώ και 40 χρόνια, προσπαθεί να ενταχθεί, συνήθως αποτυχημένα.
Γιατί πέφτουν έξω οι δημοσκοπήσεις
Γιατί Νοέ 21, 2024
Χαμηλή Αυτοεκτίμηση και Εθισμός στο Ίντερνετ
Health Νοέ 19, 2024