του Λευτέρη Γιαννακουδάκη *
Ο Μιχάλης Κ. στέκεται αγγίζοντας με το χέρι το παράθυρο. Τα πόδια του κάθετα στο πάτωμα. Στεγνά πόδια, αν και ξυπόλητα, αναζητάνε την επαφή στην άψυχη επιφάνεια. Έξω βρέχει, ασταμάτητα, ψιθυριστά, χωρίς προοπτική. Μία εικόνα θολή σχηματίζεται στα μάτια του. Τα δάχτυλα αφήνουν σημάδια στο τζάμι.
Με κάθε νέα σύνδεση ρεύματος ή φυσικού αερίου κερδίζετε 50€ δωροκάρτα Shell
Η ανάσα το θαμπώνει.
Το τοπίο γίνεται ακόμα πιο γκρίζο, σα να μεταδίδεται η εσωτερική του κατάσταση σε άψυχα αντικείμενα. Ο Μιχάλης Κ. πιέζει τη μύτη του στο τζάμι χωρίς ν’ αναρωτιέται για το σημάδι που αφήνει. Λίγη ώρα αργότερα θα τρίψει το τζάμι με το δείχτη, αγνοώντας τι θέλει να σβήσει: την δική του παρουσία ή την αδιαφορία του σχήματος;
Το μεγάλο σπίτι είναι άδειο. Υπάρχει δίχως την παρουσία του δημιουργού ή του κατόχου του. Δύο βεβαιότητες: η ύπαρξη κι η απουσία. Και μία αβεβαιότητα: ο δημιουργός. Καμία δεν αναιρεί την άλλη.
Την προϋποθέτει. Ο Μιχάλης Κ. στέκεται όπως κάθε μέρα στο ίδιο σημείο. Εκτελεί μια προκαθορισμένη αποστολή. Παρακολουθεί το απέναντι σπίτι, όπως κάνει τις τελευταίες τρεις μέρες, από τότε που είδε μια κοπέλα με άσπρο φόρεμα να μπαίνει μέσα.. Την περιμένει να βγει. Κοιτάει κι αναρωτιέται. Τι μπορεί να έγινε η κοπέλα εκείνη; Το φως δεν άναψε ποτέ, παράθυρο δεν άνοιξε κι η πόρτα παρέμεινε από τότε κλειστή. Θα είναι μόνη, σκέφτεται ο Μιχάλης Κ.
Τι είναι αυτό που τον κάνει να περιμένει την έξοδό της; Η ομορφιά της κοπέλας; Η επιβεβαίωση ενός γεγονότος που δεν μπορεί με άλλο τρόπο να αποδείξει; Ή, η συμμετοχή του στα τεκταινόμενα μιας ξένης ζωής; Ο Μιχάλης Κ. δεν έχει καταφέρει ακόμα να απαντήσει. Ίσως γιατί δεν έχει θέσει τις ερωτήσεις…
Ο ίδιος έχει να βγει από το σπίτι πέντε ημέρες. Αν κάποιος είχε παρακολουθήσει την είσοδό του, θα αναρωτιέται το ίδιο γι’ αυτόν: Γιατί δεν βγαίνει;
Τι κάνει τόσες μέρες κλεισμένος σ’ ένα σπίτι μόνος του; Ο Μιχάλης Κ. δεν θα ήξερε τι να απαντήσει. Ακόμα και αν του είχαν ήδη θέσει τις ερωτήσεις. Υπάρχω δίχως, πιθανά θα έλεγε, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει «δίχως τι» εννοεί, αλλά σίγουρος για την ορθότητα των λόγων του. Όμως κανείς δεν ήρθε να δει τι κάνει τόσες μέρες, ούτε και αναρωτήθηκε.
Ίσως γι’ αυτό να φταίει ότι κανείς δεν γνωρίζει την παρουσία του στο σπίτι αυτό. Έτσι ο Μιχάλης Κ. περνάει το χρόνο του κοιτώντας τη βροχή και το απέναντι σπίτι και περιμένοντας το κορίτσι να βγει.
Ήρθε εδώ μετά από μεγάλη περιπλάνηση. Δεν είναι το πρώτο σπίτι που επισκέπτεται. Το επέλεξε γνωρίζοντας την απουσία και παρακολουθώντας το καιρό από κάποιο άλλο, απεναντινό σπίτι. Έτσι έκανε πάντα: παραμόνευε μέχρι να νιώσει σίγουρος. Κι έπειτα, να εισβάλλει. Στο ξένο σπίτι, αλλά όχι στην ξένη ζωή. Επέλεγε άδεια σπίτια, έμπαινε και ζούσε σ’ αυτά. Σαν κάτοικος, αλλά όχι σαν ιδιοκτήτης. Σαν παρουσία, αλλά όχι σαν ύπαρξη.
Ο Μιχάλης Κ. δεν ήταν φτωχός.
Είχε δικό του σπίτι και αρκετά χρήματα για να ζήσει. Όμως προτιμούσε να ζει σε ξένα σπίτια. Νόμιζε τότε ότι γινόταν κάποιος άλλος και ζούσε τη ζωή των κατοίκων τους. Κουβαλούσε πάντα δικά του τρόφιμα. Φορούσε όμως τα ρούχα των ιδιοκτητών και κοιμόταν στα σεντόνια τους. Έτσι, άφηνε ένα σημάδι από τον εαυτό του. Το άρωμα του σώματος του ή απλά κάποια νεκρά κύτταρα που αναμιγνύονταν με τη σκόνη του σπιτιού. Ή, ένα ανεπαίσθητο, μισοσβησμένο σημάδι στο τζάμι. Υπήρχε και μετά την αποχώρηση του.
Ιδιοκτήτης ταξιδιωτικού πρακτορείου με πλούσιους και πολλούς πελάτες, ο ίδιος δεν είχε ταξιδέψει ποτέ. Ήξερε όλους τους προορισμούς και μπορούσε να περιγράψει κάθε πόλη από καρδιάς.
Με κάθε burger, δώρο αναψυκτικό 330ml!
Είχε δει άπειρες φωτογραφίες και βίντεο και είχε διαβάσει πολλά στοιχεία για κάθε μία. Δεν είχε όμως επισκεφθεί καμιά, πλην αυτή της γέννησης του. «Μια πόλη είναι παραπάνω απ’ ότι μπορεί να γνωρίσει κανείς», συνήθιζε να λέει στον εαυτό του. Δεν ήθελε να είναι τουρίστας, επιζητούσε να είναι απαρατήρητος. Αν μπορούσε θα έπαιρνε έναν μεγεθυντικό φακό και θα παρατηρούσε τη ζωή των ανθρώπων, όπως παρατηρεί κανείς τα μυρμήγκια. «Ο αόρατος άνθρωπος». Αυτό θα ήθελε να είναι. Έτσι τον φώναζαν στο γραφείο, αφού δεν εμφανιζόταν ποτέ. Έλεγχε τα πάντα από απόσταση.
Παρόλα αυτά η επιχείρησή του ευδοκιμούσε. Ή, ίσως, ακριβώς γι’ αυτό. Κι η εισβολή στα άδεια σπίτια των πελατών του, ήταν ο τρόπος για να εκπληρώσει την επιθυμία του. Να δανειστεί μιαν αληθινή ζωή. Μάθαινε όσα μπορούσε χωρίς να έρχεται σε επαφή με κανέναν. Δεν χρησιμοποιούσε τις πληροφορίες αυτές για κανένα άλλο σκοπό, παρά μόνο για την προσωπική του ενημέρωση.
Τις κρατούσε για τον εαυτό του και τα βράδια συχνά χαμογελούσε ενώ φανταζόταν τα πρόσωπα που δεν είχε συναντήσει στα σπίτια που ο ίδιος είχε ζήσει. Δεν ήθελε ούτε να εκβιάσει κανένα, ούτε να γράψει κάποιο βιβλίο. Ήταν άνθρωπος ολιγαρκής. Του έφτανε μια δανεική ζωή.
Κοιτώντας το απέναντι σπίτι, ο Μιχάλης Κ. παρατήρησε κάτι. Μία κουρτίνα ήταν ελαφρά τραβηγμένη κι ένα χέρι φαινόταν να τη συγκρατεί. Ένα λεπτό, σκεπασμένο με λευκό ύφασμα ακίνητο χέρι. Η εικόνα παρέμενε σταθερή. Ο Μιχάλης Κ. αναρωτήθηκε αν αντίκριζε την ακινησία της νεκρικής ακαμψίας.
Προσπάθησε να φέρει στο μυαλό του το πρόσωπο της γυναίκας που είχε δει να μπαίνει στο απέναντι σπίτι, αλλά δεν τα κατάφερε. Θυμόταν μόνο το άσπρο φόρεμα. Κάθε άλλη εικόνα είχε αντικατασταθεί απ’ το ακίνητο χέρι. Ένα φόρεμα με χέρι, ήταν τα μοναδικά στοιχεία που είχε γι’ αυτό το άτομο.
Ένιωσε αμήχανα. Η ζωή των κατοίκων του σπιτιού στο οποίο βρισκόταν, έπαψε να τον ενδιαφέρει. Ήθελε να μάθει πράγματα για τη ζωή αυτής της γυναίκας. Αλλά δεν μπορούσε. Δεν ήταν πελάτισσά του. Το σπίτι της δεν ήταν άδειο, αφού ο ίδιος την είχε δει να μπαίνει μέσα. Ακόμα κι αν η ίδια ήταν νεκρή, το σπίτι περιείχε ένα πτώμα και το ρήμα από μόνο του αρκούσε για να τον κρατήσει έξω απ’ αυτό.
Ο Μιχάλης Κ. ένωσε τις παλάμες και τέντωσε τα χέρια. Οι αρθρώσεις του κροτάλισαν θρυματίζοντας την απόλυτη ησυχία. Η κουρτίνα και το χέρι παρέμεναν στη θέση τους. Όπως και ο Μιχάλης Κ.
Χαμένος μες τη σκέψη του δεν πρόσεξε την πόρτα του απέναντι σπιτιού, η οποία άνοιξε. Απότομα αντίκρισε το σώμα της γυναίκας να κινείται έξω από το σπίτι. Είχε μαύρα μακριά μαλλιά, τα οποία σκέπαζαν το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου της. Το νερό έπεφτε πάνω της και την έκανε σχεδόν διάφανη.
Τα βήματά της την οδήγησαν έξω από τον περίβολο του απέναντι σπιτιού.
Έντρομος ο Μιχάλης Κ. την είδε να εισέρχεται στην αυλή του σπιτιού στο οποίο είχε εισβάλει. «Κι αν έχει κλειδί;» Αναρωτήθηκε. «Αν είναι κάποιο είδος φύλακα ή μία συγγενής;» Ο Μιχάλης Κ. κράτησε την ανάσα του. Αμέσως ακούστηκε ο ήχος του κουδουνιού. Ο Μιχάλης Κ. ανέπνευσε. Δεν ήταν παρά μία επισκέπτρια. Αρκούσε να μην κάνει θόρυβο και θα έφευγε.
Ταυτόχρονα όμως το βλέμμα του Μιχάλη Κ. έπεσε στο απέναντι παράθυρο. Το χέρι και η κουρτίνα έμεναν στη θέση τους… Όμως αυτός την είχε δει και είχε ακούσει το κουδούνισμα… Ο ήχος ακούστηκε ξανά. Και τότε ο Μιχάλης Κ. προχώρησε αποφασιστικά προς την πόρτα.
Στο δρόμο μικρές λιμνούλες σχηματίζονταν κάτω από τα πόδια του. Σαν να ήταν ο ίδιος αυτός που είχε βραχεί κι ας ήταν τόσες μέρες κλεισμένος εδώ. Φτάνοντας στην πόρτα σταμάτησε και κοίταξε πίσω. Ένα μικρό ρυάκι είχε σημαδέψει την πορεία του. Άπλωσε το χέρι του και άνοιξε την πόρτα. Πίσω δεν ήταν κανείς.
Ένα ψυχρό ρεύμα αέρα ήταν το μόνο που μπήκε μέσα. Διαπέρασε το σώμα του κι έκανε τις αρθρώσεις να πονέσουν. Ο Μιχάλης Κ. αναρωτήθηκε για την ηλικία του. Πήρε διάφορες απαντήσεις, αλλά καμία δεν τον ικανοποίησε. Έπειτα, έκανε ένα βήμα προς τα έξω.
Η βροχή έπεφτε ασταμάτητα καλύπτοντας τα πάντα. Τίποτα άλλο δεν υπήρχε. Ο Μιχάλης Κ. έκλεισε ξανά την πόρτα. Το νερό συνέχιζε να απλώνεται στα πόδια του. Κοίταξε το ταβάνι. Ήταν στεγανό. Το νερό ανάβλυζε από το πάτωμα, αργά και σταθερά. Σήκωσε το ένα πόδι και το ανέβασε όσο πιο ψηλά μπορούσε. Ασταθής ισορροπία. Σταγόνες που πέφτουν. Μέσα έξω. Ο Μιχάλης Κ. βρέχει. Έκανε μεταβολή και προσπάθησε να προχωρήσει προς το δωμάτιο που βρισκόταν πριν. Όμως το νερό τον εμπόδιζε. Η στάθμη του ανέβαινε συνεχώς και δεν μπορούσε να προχωρήσει προς τα μέσα. Είχε εγκλωβιστεί ανάμεσα στην είσοδο και το υπόλοιπο σπίτι.
Άνοιξε ξανά την πόρτα.
Το νερό παρέμεινε εγκλωβισμένο στο κτίριο πίσω του. Η στάθμη του συνέχιζε να ανεβαίνει. Ένας υδάτινος κόσμος που αρνείται να ενωθεί με τον υπόλοιπο, που υπάρχει δίχως να αλληλεπιδρά. Έξω η βροχή ενιαίο πέπλο που σκεπάζει τον κήπο, το δρόμο, το απέναντι σπίτι. Το νερό πέρασε τη μέση του. Έπειτα έκανε το μεγάλο βήμα.
Έκλεισε την πόρτα πίσω του. Το χώμα είχε αρχίσει να γίνεται λάσπη, αλλά το νερό παρέμενε στο επίπεδο του εδάφους. Χαμήλωσε το σώμα. Τα γόνατα λύγισαν, αρθρικό υγρό που συμπιέζεται, θύλακες νεκροί και κύτταρα που γενιούνται και πεθαίνουν. Η παλάμη του χώθηκε στη λάσπη. Τα νύχια καρφώθηκαν, πληγώνοντας ανεπανόρθωτα την ακινησία. Η παλάμη πλησίασε στο πρόσωπο το οποίο έπειτα από καιρό απέκτησε χρώμα. Ο Μιχάλης Κ. ένιωσε. Τέντωσε το σώμα ξανά και προχώρησε προς το σπίτι από το οποίο είχε βγει πριν από λίγο, η κοπέλα που είχε μπει τρεις μέρες πριν.
Στη μέση του δρόμου σταμάτησε σοκαρισμένος. Δεν έβρεχε πλέον. Η βροχή είχε πάψει να πέφτει απότομα. Έτσι συμβαίνουν τα πράγματα στη ζωή. Γύρισε το κεφάλι προς τα πίσω. Νερό έτρεχε από τα κουφώματα του σπιτιού που μόλις είχε αφήσει. Ο υπόλοιπος κόσμος στεγνός. Το έδαφος ξερό, είχε χωνέψει κάθε σταγόνα υγρού.
Χτύπησε το κουδούνι και περίμενε.
Η πόρτα άνοιξε κι αυτός μπήκε μέσα. Στο κατώφλι του σπιτιού δεν φαινόταν κανείς. Το πάτωμα ήταν στεγνό, αλλά από τον απάνω όροφο ακουγόταν ο ήχος του νερού. Ο Μιχάλης Κ. πλησίασε προς την ξύλινη σκάλα που εκτεινόταν μέχρι το πάνω πάτωμα. Το σκαλοπάτι έτριξε κάτω από το βάρος του. Άρχισε να ανεβαίνει.
Δεκαεφτά σκαλοπάτια. Δεν ήξερε αν ο αριθμός ήταν σωστός. Στο πάνω πάτωμα το νερό έπεφτε από το ταβάνι. Κι έπειτα χανόταν. Ο όροφος ήταν στεγνός, αλλά το ταβάνι έτρεχε. Το νερό έφτανε μέχρι το κεφάλι του Μιχάλη Κ., αλλά δεν τον έβρεχε.
Πλησίασε προς το δωμάτιο στο οποίο πίστευε ότι είχε δει το χέρι, το φόρεμα και την κουρτίνα. Άνοιξε την πόρτα αργά. Εκείνη έτριξε. Μέσα άπλετο φως. Ένα σιδερένιο κρεβάτι στρωμένο με λευκά σεντόνια. Ένα κρεβάτι με οροφή και κουνουπιέρα. Άδειο. Και στο βάθος ένα παράθυρο και μια κουρτίνα. Πλησίασε προς τα εκεί.
Άπλωσε το χέρι διστακτικά. Η επαφή με το μετάξι. Το απαλό τράβηγμα. Ο Μιχάλης Κ. κοίταξε έξω. Είδε τον άντρα που πλησίαζε στο απέναντι σπίτι. Ήταν σίγουρος ότι του έμοιαζε. Όμως αυτό δεν τον παραξένεψε καθόλου. Τον παρακολούθησε να ανοίγει την πόρτα, να μπαίνει μέσα. Η πόρτα έκλεισε πίσω του. Ο άντρας φορούσε ένα μαύρο κουστούμι. Ο Μιχάλης Κ. σήκωσε το βλέμμα στο απέναντι παράθυρο. Η κουρτίνα ήταν τραβηγμένη κι ένα ακίνητο χέρι, ενδεδυμένο το μαύρο ύφασμα, την κρατούσε ακίνητη. Το χέρι φαινόταν κοκαλωμένο. Ακινησία, σκέφτηκε ο Μιχάλης Κ.. Υπάρχω, δίχως μου, σχολίασε και χαμογέλασε πικρά. Έπειτα άρχισε να παρατηρεί το απέναντι σπίτι και να αναρωτιέται για το τι κάνει εκεί ο άντρας που μόλις μπήκε μέσα.
Έξω, άρχισε πάλι να βρέχει…
**Ο Λευτέρης Γιαννακουδάκης γεννήθηκε το 1972. Βιβλία του που έχουν κυκλοφορήσει: Τρέξε, μύγα, χτύπα το τζάμι, Απολεσθέντα αντικείμενα, Η δημιουργική γραφή στο δημοτικό σχολείο (με την Ασπασία Βασιλάκη). Έχει μεταφράσει το βιβλίο του Σπύρου Βρυώνη Ο μηχανισμός της καταστροφής, ενώ διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικούς τόμους. Το νέο του μυθιστόρημα “Τα φαντάσματα του Δεκέμβρη” θα κυκλοφορήσει το Νοέμβριο από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο. Διδάσκει δημιουργική γραφή στο καλλιτεχνικό εργαστήρι LaCulturela.
Χαμηλή Αυτοεκτίμηση και Εθισμός στο Ίντερνετ
Health Νοέ 19, 2024
Online εκπαίδευση και σεμινάρια υψηλής ποιότητας
Culture Νοέ 17, 2024