Η πολιτική επιστροφής μεταναστών αποτελεί ένα από τα πιο σύνθετα και αμφιλεγόμενα ζητήματα που απασχολούν την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) τα τελευταία χρόνια. Με την κλιμακούμενη μεταναστευτική πίεση και την αύξηση των παράτυπων αφίξεων, η ΕΕ αναζητά μια νέα, πιο αποτελεσματική προσέγγιση για τη διαχείριση των επιστροφών όσων δεν δικαιούνται να παραμείνουν στο έδαφός της.
Οι πρόσφατες συζητήσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ιδιαίτερα μετά την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις 11 Μαρτίου 2025 για ένα «Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Επιστροφών», αντικατοπτρίζουν την ανάγκη για συντονισμό, ταχύτητα και σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ωστόσο, οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ΕΕ παραμένουν πολυδιάστατες, από τη συνεργασία με τρίτες χώρες μέχρι την εσωτερική συνοχή των κρατών-μελών.
Η Πρόταση της Επιτροπής και οι Συζητήσεις στο Κοινοβούλιο
Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη δημιουργία ενός νέου συστήματος επιστροφών, που παρουσιάστηκε στις αρχές Μαρτίου 2025, στοχεύει να συμπληρώσει το Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, το οποίο ψηφίστηκε το 2024 και θα εφαρμοστεί πλήρως το 2026. Στόχος είναι η επιτάχυνση των διαδικασιών επιστροφής παράτυπων μεταναστών, με έμφαση σε ενιαίους κανόνες και εργαλεία που θα ενισχύσουν την αποτελεσματικότητα των κρατών-μελών. Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η συζήτηση επικεντρώθηκε στη δημιουργία «κέντρων επιστροφών» σε τρίτες χώρες, όπου οι μετανάστες των οποίων οι αιτήσεις ασύλου έχουν απορριφθεί θα μπορούν να μεταφέρονται για επεξεργασία των υποθέσεών τους. Η πρόταση αυτή, που υποστηρίχθηκε από την ομάδα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ), θεωρείται βήμα προς μια πιο «φιλόδοξη και εφαρμόσιμη» πολιτική.
Οι ευρωβουλευτές εξέφρασαν ανάμεικτες απόψεις. Από τη μία, συντηρητικές φωνές, όπως αυτές του ΕΛΚ, τόνισαν την ανάγκη για ισχυρότερες διαδικασίες που θα αποτρέψουν την παράτυπη μετανάστευση και θα ενισχύσουν την ασφάλεια των συνόρων. Από την άλλη, προοδευτικές ομάδες, όπως οι Σοσιαλιστές και οι Πράσινοι, εξέφρασαν ανησυχίες για τις ανθρωπιστικές επιπτώσεις, υπογραμμίζοντας ότι η εξωτερική επεξεργασία των επιστροφών ενδέχεται να παραβιάζει διεθνείς υποχρεώσεις, όπως η Σύμβαση της Γενεύης για τους Πρόσφυγες. Η πρόταση για ταχύτερες διαδικασίες, που θα ολοκληρώνονται εντός 12 εβδομάδων, έτυχε θετικής υποδοχής, αλλά η έλλειψη λεπτομερειών για τις συνθήκες κράτησης και τα δικαιώματα των μεταναστών προκάλεσε αντιδράσεις.
Οι Προκλήσεις της Εφαρμογής
Η εφαρμογή μιας νέας πολιτικής επιστροφών αντιμετωπίζει σημαντικά εμπόδια. Πρώτον, η συνεργασία με τρίτες χώρες αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της πρότασης, αλλά παραμένει προβληματική. Χώρες προέλευσης ή διέλευσης, όπως η Τουρκία, η Λιβύη και η Τυνησία, συχνά αρνούνται να δεχτούν πίσω τους υπηκόους τους, είτε λόγω πολιτικής αστάθειας είτε λόγω έλλειψης κινήτρων. Η ΕΕ έχει προτείνει συμφωνίες επανεισδοχής και οικονομικά κίνητρα, αλλά η επιτυχία τους εξαρτάται από τη διπλωματική βούληση και τη σταθερότητα των εταίρων. Για παράδειγμα, η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας του 2016, αν και μείωσε τις ροές, έχει σταματήσει να λειτουργεί αποτελεσματικά από το 2020, με την Άγκυρα να отказείται να δέχεται επιστροφές από τα ελληνικά νησιά.
Δεύτερον, η εσωτερική διχόνοια μεταξύ των κρατών-μελών δυσχεραίνει τον συντονισμό. Χώρες όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, που προεδρεύουν του Συμβουλίου το 2024 και το 2025 αντίστοιχα, έχουν ιστορικά αντιταχθεί σε πολιτικές που ενισχύουν την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη στον τομέα της μετανάστευσης. Η «υποχρεωτική αλληλεγγύη» του Συμφώνου, που επιτρέπει στα κράτη να επιλέξουν μεταξύ μετεγκατάστασης, χρηματικής συνεισφοράς ή τεχνικής υποστήριξης, δεν έχει πείσει τις πιο σκεπτικιστικές κυβερνήσεις. Αυτό δημιουργεί κίνδυνο αποδυνάμωσης της νέας προσέγγισης πριν καν εφαρμοστεί.
Ανθρωπιστικές και Νομικές Διαστάσεις
Μια ακόμη σημαντική πρόκληση είναι η διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Οργανώσεις όπως η Amnesty International έχουν προειδοποιήσει ότι η εξωτερικοποίηση των επιστροφών, μέσω κέντρων σε τρίτες χώρες, μπορεί να οδηγήσει σε παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως παράνομες επαναπροωθήσεις και κακές συνθήκες κράτησης. Στο Κοινοβούλιο, οι ευρωβουλευτές ζήτησαν τη θέσπιση ανεξάρτητων μηχανισμών παρακολούθησης για να διασφαλιστεί η τήρηση του διεθνούς δικαίου. Η πρόταση της Επιτροπής υπογραμμίζει ότι οι επιστροφές θα γίνονται «με πλήρη σεβασμό» στα δικαιώματα, αλλά η έλλειψη συγκεκριμένων εγγυήσεων αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο νομικών προσφυγών από ΜΚΟ και μεμονωμένους μετανάστες.
Η ταχύτητα των διαδικασιών, αν και απαραίτητη για τη μείωση του διοικητικού φόρτου, ενέχει τον κίνδυνο να υπονομεύσει το δικαίωμα σε δίκαιη ακρόαση. Η ΕΕ πρέπει να εξισορροπήσει την αποτελεσματικότητα με τη δικαιοσύνη, διασφαλίζοντας ότι οι απορριφθέντες έχουν πρόσβαση σε νομική βοήθεια και δυνατότητα έφεσης. Η εμπειρία από προηγούμενες πολιτικές, όπως η διαδικασία «fast-track» στα σύνορα, δείχνει ότι η βιασύνη συχνά οδηγεί σε λάθη και παραβιάσεις.
Το Μέλλον της Πολιτικής Επιστροφών
Η νέα προσέγγιση της ΕΕ στο ζήτημα της επιστροφής μεταναστών αποτελεί ένα φιλόδοξο εγχείρημα που επιδιώκει να συνδυάσει την ασφάλεια των συνόρων με την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Οι συζητήσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ανέδειξαν τόσο τις δυνατότητες όσο και τα όρια αυτής της πολιτικής. Η επιτυχία της θα εξαρτηθεί από την ικανότητα της ΕΕ να εξασφαλίσει τη συνεργασία των τρίτων χωρών, να ξεπεράσει τις εσωτερικές διαιρέσεις και να διατηρήσει τις ανθρωπιστικές της δεσμεύσεις. Εάν η ΕΕ καταφέρει να ισορροπήσει αυτά τα στοιχεία, η νέα πολιτική μπορεί να αποτελέσει πρότυπο για τη διαχείριση της μετανάστευσης. Σε αντίθετη περίπτωση, κινδυνεύει να ενισχύσει την υπάρχουσα δυσπιστία και να οδηγήσει σε περαιτέρω κατακερματισμό.