Youmag.gr
Ανδρέας Μιαούλης: Ο μπαρουτοκαπνισμένος πειρατής Ανδρέας Μιαούλης: Ο μπαρουτοκαπνισμένος πειρατής
Ο Ανδρέας Μιαούλης, έθεσε εξαρχής τον εαυτό του στη διάθεση της πατρίδας αλλά μετεπαναστατικά δεν δίστασε να προβεί στην αδιανόητη πράξη ανατίναξης των σημαντικότερων... Ανδρέας Μιαούλης: Ο μπαρουτοκαπνισμένος πειρατής

Ο Ανδρέας Μιαούλης, έθεσε εξαρχής τον εαυτό του στη διάθεση της πατρίδας αλλά μετεπαναστατικά δεν δίστασε να προβεί στην αδιανόητη πράξη ανατίναξης των σημαντικότερων πλοίων που είχαν αποκτήσει με τόσο κόπο οι Έλληνες.

Σχεδόν δύο δεκαετίες πριν το ξέσπασμα της Επανάστασης ο πλοιοκτήτης Ανδρέας Μιαούλης είχε ήδη αποκτήσει μια τεράστια περιουσία. Εκμεταλλευόμενος τους Ναπολεόντειους Πολέμους, έσπαγε με τα πλοία του τον ναυτικό αποκλεισμό που είχαν επιβάλλει οι Άγγλοι στα γαλλικά παράλια και προμήθευε τις δυνάμεις των Γάλλων με τα αναγκαία προϊόντα. Δεν το έκανε επειδή τους συμπαθούσε, αλλά γιατί τον πλήρωναν καλά. Εάν τον έπιαναν όμως θα τον εκτελούσαν. Εκείνος ωστόσο συνέχιζε το ριψοκίνδυνο εμπορικό αλισβερίσι βγαίνοντας ακόμη και έξω από τα στενά του Γιβραλτάρ.

Για κακή του τύχη το 1802 θα συλληφθεί από περιπολικό πλοίο του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού την ώρα που πήγαινε στους αποκλεισμένους Γάλλους σιτάρι και θα οδηγηθεί σιδηροδέσμιος ενώπιον του θρύλου των θαλασσών, του ναυάρχου Οράτιου Νέλσον.

– «Είσαι Έλληνας;» θα τον ρωτήσει ο επικεφαλής του βρετανικού στόλου.

– «Μάλιστα ναύαρχε» θα απαντήσει ο 33χρονος τότε Μιαούλης.

– Ξέρεις ότι η περιοχή αυτή βρίσκεται σε αποκλεισμό;

– Το ξέρω πολύ καλά.

– Αφού το ξέρεις, γιατί τον παραβίασες;

– Για το κέρδος.

– Αν ήμουν εγώ στη θέση σου και εσύ στη δική μου, τι θα μου έκανες;

– Θα σε κρέμαγα από τον λαιμό στο πινό της μαΐστρας (σ.σ. το σημείο ανακρέμασης του κυρίου ιστίου του πλοίου).

Ο Νέλσον θαυμάζοντας την ειλικρίνεια του συλληφθέντα θα δώσει διαταγή να τον ελευθερώσουν και να του επιστρέψουν και το πειρατικό πλοίο «Αχιλλεύς». Σύμφωνα πάντως με τον γνωστό μελετητή της ελληνικής ιστορίας Γιάνη Κορδάτο, ρόλο στην απελευθέρωσή του πρέπει να διαδραμάτισε και το γεγονός ότι αμφότεροι οι δύο άνδρες ήταν μασόνοι και δη με αρκετά μεγάλο βαθμό. Βλέποντάς ο επικεφαλής του βρετανικού στόλου τον Μιαούλη να φεύγει από το γραφείο του θα πει κατά τη διασωθείσα παράδοση: «Εκ του ανθρώπου τούτου ή μέγα κακόν ή μέγα καλόν θα περιέλθει εις το έθνος του». Είναι προφανώς ότι ίσχυσε το δεύτερο αν και στην μετεπαναστατική πορεία του, προέβη σε μια αδιανόητη πράξη για την οποία έχει επικριθεί σφόδρα αφού, όπως θα δούμε αναλυτικά πιο κάτω, δεν δίστασε να ανατινάξει τα δύο σημαντικότερα πολεμικά πλοία που διέθετε το νεότευκτο ελληνικό κράτος. Δυστυχώς, σε εκείνη τη χρονική συγκυρία, έκρινε σκόπιμο να βάλει το προσωπικό συμφέρον πάνω από το εθνικό, κηλιδώνοντας τ’ όνομά του.  

Ο Ανδρέας Μιαούλης ήταν από τους ανθρώπους που πίστευαν ότι οι Έλληνες δεν ήταν ακόμη προετοιμασμένοι για μια εθνική εξέγερση έναντι των Οθωμανών, θέση που υποστήριζε αρχικά και ο Ιωάννης Καποδίστριας, αλλά όταν ξέσπασε η Επανάσταση ήταν από τους πρώτους που ρίχτηκε στη φωτιά του Αγώνα. 

Ο πολύπειρος καραβοκύρης γεννήθηκε στις 20 Μαΐου 1769, κατά πάσα πιθανότητα στην Ύδρα, από εύπορη οικογένεια, αφού ο προεστός πατέρας του Δημήτριος ήταν ήδη πλοιοκτήτης. Έμαθε πολύ γρήγορα τα μυστικά της θάλασσας και επιδόθηκε στην πειρατεία. Γνώριζε τους κινδύνους της θάλασσας, τις τακτικές που θα έπρεπε να ακολουθεί κατά τη διάρκεια μιας ναυμαχίας, τον τρόπο με τον οποίο θα κουμαντάρει το πλοίο εκμεταλλευόμενος τον άνεμο αλλά και το πώς θα επιβάλλεται στο πλήρωμά του. Επί της ουσίας ήταν μπαρουτοκαπνισμένος πολύ πριν την Επανάσταση του 1821. Σε νεαρή ηλικία συλλαμβάνεται από Μαλτέζους πειρατές αλλά θα καταφέρει να ξεφύγει, ενώ συμμετέχει επιτυχώς και σε ναυμαχία με ένα γαλλικό πλοίο έξω από τις ιταλικές ακτές.

Έξι γιοι και μια κόρη

Σε ηλικία 23 ετών, το 1792, παντρεύεται την Ειρήνη Μπίκου, κόρη ιερέα. Όταν αρχίσουν να έρχονται τα πρώτα παιδιά στην οικογένεια και να μεγαλώνουν σκέφτεται πολύ σοβαρά το ενδεχόμενο ν’ αφήσει το ρίσκο της θάλασσας και να αποσυρθεί στην Ύδρα ασχολούμενος με το εμπόριο. Πράγματι θα το πράξει το 1816 παραδίδοντας ουσιαστικά τη ναυτιλιακή επιχείρηση στον πρωτότοκο γιο του Δημήτριο, που έχει γεννηθεί από το 1794 και πολύ σύντομα θα λάβει μέρος στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα κατά της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Θα ακολουθήσουν κατά σειρά άλλα πέντε αγόρια και μια κόρη. Όλα τους θα διαπρέψουν. Ο Αντώνιος, που θα γεννηθεί το 1800, θα γίνει αργότερα υπασπιστής του Όθωνα. Ο Ιωάννης (γεννήθηκε το 1803) θα μπει επίσης στο πάνθεο των αγωνιστών της Επανάστασης. Ο Αθανάσιος (γεννήθηκε το 1815) θα φθάσει να γίνει πρωθυπουργός της χώρας την περίοδο 1857 – 1862. Ο Εμμανουήλ (γεννήθηκε το 1812) έγινε αξιωματικός του Βασιλικού Ναυτικού, όπως επίσης και ο Νικόλαος (γεννήθηκε το 1818). Το μοναδικό κορίτσι, η Μαρία Μιαούλη, θα παντρευτεί αρχικά τον πολιτικό Θεόδωρο Γκίκα και ακολούθως τον αγωνιστή Λάζαρο Πινότση.

Ο Ανδρέας Μιαούλης ήταν από τους ανθρώπους που πίστευαν ότι οι Έλληνες δεν ήταν ακόμη προετοιμασμένοι για μια εθνική εξέγερση έναντι των Οθωμανών, θέση που υποστήριζε αρχικά και ο Ιωάννης Καποδίστριας, αλλά όταν ξέσπασε η Επανάσταση ήταν από τους πρώτους που ρίχτηκε στη φωτιά του Αγώνα. Στις 28 Μαρτίου 1821 προσφέρει υπέρ της Ανεξαρτησίας ένα σημαντικό χρηματικό ποσό για να καλυφθούν οι πρώτες ανάγκες και λίγο αργότερα τα ίδια του τα πλοία. Κυρίως όμως θέτει τον ίδιο τον εαυτό του στη διάθεση της πατρίδας.

Κατά μέτωπο επίθεση στην Πάτρα

Στις 19 Σεπτεμβρίου 1821 ξεκινά επικεφαλής 20 υδραίικων πλοίων και 9 σπετσιώτικων για την Πύλο όπου εννέα μέρες αργότερα θα συγκρουστεί με έναν υπέρτερο οθωμανικό στόλο στα παράλια της Τριφυλίας και της Ηλείας, που απαρτιζόταν από 92 πλοία. Θα προξενήσει σημαντικές ζημιές στον εχθρό αλλά μετά από πέντε εικοσιτετράωρα ναυμαχίας θα αναγκαστεί να υποχωρήσει για να μην χάσει τα σκαριά του που θα ρίχνονταν εκ νέου στον πόλεμο υπό καλύτερες συνθήκες. Έτσι, γυρίζει στην Ύδρα τη 10η Οκτωβρίου.

Ήξερε καλά τις πειρατικές μεθόδους από τότε που αλώνιζε στις θάλασσες όταν και ο ίδιος πειρατής, κάτι που τον είχε βοηθήσει άλλωστε στο να γίνει ο θαλάσσιος κακός δαίμονας των Τούρκων σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης.

Ιανουάριο του 1822 εκλέγεται ναύαρχος του στόλου της Ύδρας και με αυτή την ιδιότητα ξεκινάει αρχές Φεβρουαρίου για τη Ζάκυνθο όπου θα ενωθεί με τα σπετσιώτικα και τα ψαριανά πλοία. Συνολικά θα συγκεντρωθούν 63 πλοία που στις 20 του μηνός θα τα βάλουν με 108 οθωμανικά στην περίφημη ναυμαχία της Πάτρας. Οι Έλληνες επειδή μειονεκτούσαν σε συσχετισμό δυνάμεων, δεν συνήθιζαν να προβαίνουν σε κατά μέτωπο επιθέσεις αλλά επέλεγαν να παρενοχλούν τον αντίπαλο με σκοπό να εμποδίζουν τις κινήσεις του. Εκείνη την ημέρα όμως, παρά το γεγονός ότι οι καιρικές συνθήκες ήταν κάκιστες και η θάλασσα φουρτουνιασμένη άρχισαν να κανονιοβολούν κατά το τουρκικού στόλου ο οποίος αιφνιδιάστηκε. Πανικόβλητοι προσπαθούσαν να σηκώσουν τις άγκυρες και να εκπλεύσουν αλλά οι Έλληνες τους είχαν ήδη περικυκλώσει και τους «σφυροκοπούσαν». Κατέστρεψαν σχεδόν ολοκληρωτικά μια φρεγάτα και προκάλεσαν ζημιές σε δεκάδες άλλα μέχρι να καταφέρουν να διαφύγουν προς τη Ζάκυνθο για να γλιτώσουν.     

Από ναυμαχία σε ναυμαχία

Οι ναυμαχίες θα διαδέχονται η μια την άλλη το επόμενο διάστημα για τον Μιαούλη και σχεδόν όλες θα στέφονταν με επιτυχία. Στη Χίο, στο Ναύπλιο στα Ψαρά, στην Ικαρία, στην Κρήτη… Στη ναυμαχία που πραγματοποιήθηκε στον κόλπο του Γέροντα, απέναντι από τη Λέρο, οι Έλληνες θα νικήσουν τον συνασπισμένο στόλο τουρκικών, αιγυπτιακών, αλγερινών και τυνησιακών πλοίων, με τον ίδιο τον ναύαρχο να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις της σημαντικότερης θαλάσσιας σύγκρουσης πλοίων μας κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Το 1825 θα βρει και πάλι τον Μιαούλη να πρωταγωνιστεί στις ναυμαχίες. Τον Απρίλιο αιφνιδιάζει τον αιγυπτιακό στόλο στη Μεθώνη προκαλώντας του σημαντικές καταστροφές, τέλη Μαΐου συγκρούεται με τον οθωμανικό στη Σούδα, όπως και τον Νοέμβριο στη Γλαρέντζα της Αχαΐας αλλά και το Μεσολόγγι.

Θα συμβάλλει τα μέγιστα στην τροφοδοσία των πολιορκημένων κατοίκων του Μεσολογγίου. Γνωρίζοντας την τέχνη του να διασπά ναυτικούς αποκλεισμούς, καταφέρνει τον Ιανουάριο του 1826 να ξεφύγει από τα οθωμανικά πλοία και να παράσχει τρόφιμα και πολεμοφόδια στους Ελεύθερους Πολιορκημένους που δεν θα άντεχαν όμως για πολύ ακόμη τις στερήσεις αφού λίγες εβδομάδες αργότερα θα έφταναν στο σημείο να σφάζουν σκύλους, γάτες και ποντίκια για να μην καταρρεύσουν από την πείνα. Ο Ανδρέας Μιαούλης ξαναπήγε στο Μεσολόγγι στις 25 Μαρτίου. Μόλις έφθασε στη λιμνοθάλασσα διαπίστωσε την απογοητευτική κατάσταση που επικρατούσε και αποπλέοντας έκρινε σκόπιμο να στείλει επιστολή προς τους πρόκριτους της Ύδρας την οποία έλαβαν στις 5 Απριλίου. Σε αυτή, ανέφερε με πάσα ειλικρίνεια: «Λογαριάσετε ως χαμένον το Μεσολόγγι». Πράγματι, πριν συμπληρωθεί μια εβδομάδα, τη νύχτα του Σαββάτου 10 Απριλίου προς ξημερώματα της Κυριακής των Βαΐων 11 Απριλίου 1826 ο πληθυσμός της ιερής πόλης θα ανοίξει τις τρεις πύλες και θα πραγματοποιήσει την ηρωική Έξοδο γνωρίζοντας ότι τους περιμένει απ’ έξω ο συνασπισμένος στρατός των αφιονισμένων τουρκοαιγυπτίων. Επέλεγαν να πεθάνουν από το να συνθηκολογήσουν. 

Ο πειρατής που πάταξε την πειρατεία

Η έλευση του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ελλάδα ως πρώτου κυβερνήτη τον Ιανουάριο του 1828 θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην μετέπειτα πορεία του Ανδρέα Μιαούλη. Ο πολύπειρος διπλωμάτης θα αναθέσει στον μπαρουτοκαπνισμένο αγωνιστή μια δύσκολη αποστολή, να πατάξει την πειρατεία που προκαλούσε σημαντικά προβλήματα στα παράλια της Πελοποννήσου και κυρίως στα νησιά των Σποράδων και των Κυκλάδων. Ο ριψοκίνδυνος ναυτικός ήταν ο πλέον κατάλληλος. Ήξερε καλά τις πειρατικές μεθόδους από τότε που αλώνιζε στις θάλασσες όταν και ο ίδιος πειρατής, κάτι που τον είχε βοηθήσει άλλωστε στο να γίνει ο θαλάσσιος κακός δαίμονας των Τούρκων σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης. Αρχικά συνέλαβε μερικά πειρατικά πλοία ενώ παράλληλα έπεισε άλλους λεηλάτες να υπακούσουν στην ανώτατη διοικητική αρχή. Μέσα σε λίγους μήνες είχε καταφέρει να καταστήσει τα ελληνικά χωρικά ύδατα ασφαλή. Ο Καποδίστριας εκπλήσσεται με τις ικανότητές του. Σύντομα όμως θα τον βρει απέναντί του.

Σύμφωνα με τους ιστορικούς, ο Ανδρέας Μιαούλης φιλονίκησε με τον αδελφό του μέχρι χειροδικίας, σφετερίστηκε το μερίδιό του και με ένα μέρος των χρημάτων αγόρασε από έναν Τουρκοκρητικό ένα νέο πλοίο που έφερε την ονομασία «Μιαούλ» (στα τουρκικά miaul είναι η “μικρή βάρκα”).

Ο συγκεντρωτισμός της εξουσίας του κυβερνήτη έχει ως αποτέλεσμα τον συνεχή παραγκωνισμό των ισχυρών οικογενειών από οικονομικής και πολιτικής άποψης στις οποίες συγκαταλέγονται αναμφισβήτητα αυτές των Αρβανιτών Κουντουριωτών και Μιαούληδων της Ύδρας καθώς επίσης και των Μαυρομιχαλαίων στη Μάνη. Πίστευαν ότι θα είχαν λόγο στη νομή της εξουσίας αλλά τώρα διαπίστωναν ότι τίθενται στο περιθώριο. Από τα τέλη του 1829 αναζητούν τρόπους αντίδρασης. Ο γενάρχης Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης τασσόταν υπέρ του Γαλλικού κόμματος, ενώ ο εφοπλιστής Λάζαρος Κουντουριώτης με τον Ανδρέα Μιαούλη το Αγγλικό. Τώρα όμως θα συνεργαστούν προκειμένου να διώξουν τον ρωσόφιλο, όπως τον χαρακτήριζαν, Καποδίστρια. Τόσο η Μάνη όσο και η Ύδρα εξελίσσονται σε προπύργια της αντιπολίτευσης.

Η ανήκουστη πράξη

Μέσα Ιουλίου του 1831 ο Μαυρομιχάλης υποκινεί ανταρσία στη Μάνη, αναγκάζοντας τον κυβερνήτη να στείλει στην περιοχή στρατιωτικό σώμα. Στο άκουσμα της είδησης ότι είναι έτοιμος να αποπλεύσει από τον ναύσταθμο του Πόρου και ο στόλος προκειμένου να καταστείλει τις εστίες εξέγερσης οι Υδραίοι αναλαμβάνουν δράση. Ο Ανδρέας Μιαούλης με 200 ναύτες και ο Αντώνιος Κριεζής με άλλους 70 δικούς του άνδρες καταλαμβάνουν τον ναύσταθμο στις 16 Ιουλίου. Ο ίδιος ο Ανδρέας Μιαούλης, αναλαμβάνει πραξικοπηματικά διοικητής του ναυστάθμου. Οι Άγγλοι και ο Γάλλοι όμως αιφνιδιάζουν τους εξεγερμένους και τάσσονται υπέρ της νόμιμης κυβέρνησης απαιτώντας από τους κινηματίες να παραδοθούν. Πολύ σύντομα έξω από τον Πόρο συγκεντρώνονται ρωσικά, αγγλικά και γαλλικά πλοία, προκειμένου να αποτρέψουν τυχόν ένωση του καταληφθέντα επίσημου ελληνικού στόλου με αυτό των ξεσηκωμένων νησιωτών.  

Στις 10:30 το πρωί της 1ης Αυγούστου 1831 ο Ανδρέας Μιαούλης πραγματοποιεί την ανήκουστη απειλή που είχε εξαπολύσει προς τον Ρώσο ναύαρχο Πιότρ Ρίκορντ. Ανατινάζει την ναυαρχίδα «Ελλάς» που με τόσος κόπους είχε αποκτήσει το έθνος καθώς επίσης και την κορβέτα «Ύδρα». Ο εμπρησμός του εθνικού μας στόλου αποτελεί μια ολωσδιόλου αντιφατική κίνηση σε σύγκριση με τον μέχρι τότε βίο του προκαλώντας γενική κατακραυγή. «Είθε παραδοθή το όνομα του αυτουργού τοιαύτης πράξεως βαρβαροτάτης εις αιώνιον ανάθεμα!» θα γράψει ο έτερος μέγιστος ναύαρχος της Επανάστασης του ‘21 Κωνσταντίνος Καρνάρης σε επιστολή του προς τον Καποδίστρια.

Αν και διαφεύγει της σύλληψης, ο δράστης παραπέμπεται στις 13 Αυγούστου 1831 σε δίκη μαζί με τους υπόλοιπους κινηματίες, ενώ την επόμενη μέρα ο Καποδίστριας διαμηνύει ότι σε περίπτωση που σταματήσουν οι εχθρικές ενέργειες «η κυβέρνησις είναι έτοιμη να λησμονήση τα παρελθόντα προς χάριν αυτών». Όλα όμως θα λήξουν με τη δολοφονία του κυβερνήτη, το πρωινό της 27ης Σεπτεμβρίου από την οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων.

Τον βασάνιζαν οι τύψεις

Ο Ανδρέας Μιαούλης θα εγκατασταθεί στο Ναύπλιο και τον Μάιο του 1832, παρά τα όσα έχουν συμβεί, θα του προταθεί η θέση του στολάρχου την οποία αρνείται χωρίς να δικαιολογήσει πειστικά την απόφασή του. Πολλοί θεωρούν ότι δεν δέχθηκε λόγω των τύψεων που τον βασάνιζαν για την πυρπόληση του ελληνικού στόλου. Τον Οκτώβριο του 1832 θα επιλεγεί από την Βαυαρική Αυλή ως ένας από τους Έλληνες που θα παρέδιδαν το στέμμα στον νεαρό τότε Όθωνα Α’, ενώ το 1833 διορίζεται αρχηγός του ναυτικού διευθυντηρίου και πρόεδρος της επιτροπής απόδοσης τιμών σε ήρωες του ναυτικού της Επανάστασης. Ένα χρόνο αργότερα με βασιλικό διάταγμα διορίζεται γενικός επιθεωρητής του στόλου και σύμβουλος Επικρατείας.

«Να ‘μουν εγώ Παναγιά, θα τους έπνιγα όλους αυτούς τους μασκαράδες που ενώ έχουνε χέρια και άρμενα, καρτεράνε να γλιτώσουν από της Παναγιάς τη συνδρομή. Σύρε και πες τους να βάλουν την εικόνα στον τόπο της και θα είναι έτοιμο να μανουβράρουν όπως θα τους παραγγείλω εγώ. Και εγώ το παίρνω απάνω μου να τους γλιτώσω. Όχι να κάνουν έτσι με το εικόνισμα. Έτσι δεν παρακαλούν την Παναγιά, τη βλαστημάνε…». 

Θα πεθάνει το απόγευμα της 11ης Ιουνίου 1835 λόγω της φυματίωσης που τον ταλαιπωρούσε. Με διαταγή του βασιλιά Όθωνα και σύμφωνα με μια συνήθεια της εποχής, η καρδιά του αφαιρέθηκεταριχεύτηκε και τοποθετήθηκε σε ειδική αργυρή λήκυθο η οποία φυλάχτηκε στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Ύδρα ενώ σήμερα βρίσκεται στο μουσείο του γραφικού νησιού.

Πως απέκτησε το προσωνύμιο «Μιαούλης»

Το πραγματικό επώνυμο του ήρωα της Επανάστασης ήταν «Βώκος».Το «Μιαούλης» προκέκυψε κατά πάσα πιθανότητα όταν ο Ανδρέας Μιαούλης μαζί με τον μεγαλύτερο ηλικιακά αδελφό του Ανδρέα, μετέβησαν αρχές της δεκαετίας του 1790 στη Χίο. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, ο Ανδρέας φιλονίκησε με τον αδελφό του μέχρι χειροδικίας, σφετερίστηκε το μερίδιό του και με ένα μέρος των χρημάτων αγόρασε από έναν Τουρκοκρητικό ένα νέο πλοίο που έφερε την ονομασία «Μιαούλ» (στα τουρκικά miaul είναι η “μικρή βάρκα”).

Από την περίεργη αυτή ονομασία του πρώτου ιδιόκτητου πλοίου του, θα λάβει το προσωνύμιο «Μιαούλης», το οποίο ενώ αρχικά χρησιμοποιούσε μαζί με το πραγματικό του επώνυμο, στο τέλος επικράτησε το νέο, το οποίο χρησιμοποιούσε αποκλειστικά στις συναλλαγές του και το κληρονόμησε και στις επόμενες γενιές.

Υπάρχει και μια δεύτερη εκδοχή, για την οποία όπως αναφέρει εύστοχα και το μέλος της Φιλικής Εταιρείας Κωνσταντίνος Ράδος «δεν θα πρέπει να γίνεται σοβαρός λόγος», ωστόσο την αναφέρουμε γιατί ακουγόταν από μερικούς παλαιότερα. Σύμφωνα με αυτή, το προσωνύμιο του το κόλλησαν οι άνδρες του πληρώματός του, επειδή συνήθισε να τους δίνει στο πλοίο το παράγγελμα «μια ούλοι», δηλαδή «με μιας όλοι μαζί». Ωστόσο τα πληρώματά του καταλάβαιναν μόνο αρβανίτικα.

Παραιτήθηκε από αρχηγός του στόλου πριν τον… παραιτήσουν

Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 το διπλωματικό παρασκήνιο ήταν έντονο, κυρίως από τις προστάτιδες δυνάμεις της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Ένα από τα επεισόδια αυτά αφορούσε άμεσα και τον ίδιο τον Ανδρέα Μιαούλη.

Οι Άγγλοι στο πλαίσιο του εκβιασμού για την καταβολή ενός εκ τοων δανείων του Αγώνα ανάγκασε την επαναστατική κυβέρνηση να διορίσει ως αρχηγό του ελληνικού στόλου τον Βρετανό αξιωματικό Τόμας Αλεξάντερ Κόχραν. Πράγματι ο διορισμός του επικυρώθηκε στις 16 Μαρτίου 1827 από την Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας αλλά ο Ανδρέας Μιαούλης προβλέποντας την εξέλιξη αυτή είχε προλάβει να υποβάλλει την παραίτησή του. Θα επιστρέψει και πάλι στα καθήκοντά του όταν αναλάβει κυβερνήτης της Ελλάδος ο Ιωάννης Καποδίστριας και ο Κόχραν φύγει κρυφά για το Λονδίνο.

«Έτσι δεν παρακαλούν την Παναγιά, τη βλαστημάνε…»
Η παρότρυνση του Μιαούλη στους ναύτες του εν μέσω τρικυμίας

Σε ένα από τα πολλά ταξίδια του ο Μιαούλης συνάντησε πολύ μεγάλη θαλασσοταραχή. Τα κύματα απειλούσαν να βυθίσουν το πλοίο από στιγμή σε στιγμή. Ωστόσο ο ίδιος στεκόταν ατάραχος κοντά στα ξάρτια παρακολουθώντας τους ναύτες του που από τον φόβο είχαν ξεκρεμάσει το εικόνισμα της Παναγίας και το περιέφεραν στο κατάστρωμα ζητώντας να τους γλιτώσει από τον πνιγμό. Όπως αναφέρουν οι ιστορικοί Ιωάννης Γρυντάκης, Γεώργιος Δάλκους, Άγγελος Χόρτης και Έκτορας Χόρτης στο βιβλίο τους «Όσα δεν γνωρίζατε για την Τουρκοκρατία και την Επανάσταση του 1821» (εκδόσεις Μεταίχμιο), ο Μιαούλης τους έβλεπε να πηγαινοέρχονται στο σκαρί και δεν άντεξε. Γυρνάει στον λοστρόμο και του λέει: «Να ‘μουν εγώ Παναγιά, θα τους έπνιγα όλους αυτούς τους μασκαράδες που ενώ έχουνε χέρια και άρμενα, καρτεράνε να γλιτώσουν από της Παναγιάς τη συνδρομή. Σύρε και πες τους να βάλουν την εικόνα στον τόπο της και θα είναι έτοιμο να μανουβράρουν όπως θα τους παραγγείλω εγώ. Και εγώ το παίρνω απάνω μου να τους γλιτώσω. Όχι να κάνουν έτσι με το εικόνισμα. Έτσι δεν παρακαλούν την Παναγιά, τη βλαστημάνε…».