Youmag.gr
Διήγημα: Η μοναξιά του είναι Διήγημα: Η μοναξιά του είναι
του Γιώργου Ευθυμίου* Βρισκόμουν στο αχανές πάρκο που οι ντόπιοι αποκαλούσαν Voldenpark όταν άρχισε η βροχή. Δεν ήταν μία από τις καθημερινές βροχές. Πραγματικό... Διήγημα: Η μοναξιά του είναι

του Γιώργου Ευθυμίου* Βρισκόμουν στο αχανές πάρκο που οι ντόπιοι αποκαλούσαν Voldenpark όταν άρχισε η βροχή. Δεν ήταν μία από τις καθημερινές βροχές. Πραγματικό μπουρίνι! Η χάρτινη επιδερμίδα του βιβλίου μου είχε κιόλας εξασθενίσει. Τα γράμματα έχαναν την υπόστασή τους. Αναμειγμένα με ουράνια κομμάτια δακρύων σχημάτιζαν μελανούς βούρκους εδώ κι εκεί.

Σύντομα χαρτί και μελάνι μετουσιώθηκαν σ’ έναν ενιαίο και αδιαίρετο λασπότοπο. Εκεί που άλλοτε κειτόταν το βιβλίο μόνο λάσπες! Απελευθερωτικό! Ναι, απελευθερωτικό. Αν μη τι άλλο θα πρέπει να είναι ανυπόφορο να περνάς τη ζωή σου –όχι και τόσο σύντομη για ένα βιβλίο- φυλακισμένος σε μια μοναδική μορφή, σε μια μοναδική υπόσταση. Λίγο πριν κλείσω το στητό ακόμα χαρτόνι που αγκάλιαζε τις λασπωμένες σελίδες, σκέφτηκα: μακιγιαρισμένα μάτια.

Κοίτα τι όμορφα που γράφουν οι μαύροι ποταμοί όταν σβήνουν.

Θέλεις να μειώσεις τον λογαριασμό του ρεύματός σου; Είναι απλό!

Μακιγιαρισμένα μάτια. Ναι αυτό! Γράφουμε βιβλία, λέξεις, προτάσεις, πράξεις κι είναι όλα τους ρούχα από εμάς για εμάς. Εξωτερικεύουμε την ανικανότητα μας, που δεν είναι άλλη απ’ το να μη μπορούμε να υπάρξουμε αληθινοί κι αμετάδοτοι. Αληθινοί κι αμετάδοτοι. Να, σαν ένα τοπίο που βρέχει. Κι ύστερα θα είμαστε τυχεροί, ναι πολύ τυχεροί, αν όλα τα φκιασίδια που φορέσαμε υποχωρήσουν όπως τώρα, σαν ένα κομμάτι σοβά που πέφτει.

Όταν σήκωσα τα μάτια μου από το λασπωμένο βιβλίο και τις μουντζούρες σκέψεις, διαπίστωσα πως είχα μείνει μόνος στο αχανές μέρος που οι ντόπιοι αποκαλούσαν Voldenpark. Δεν ξέρω αν οι άλλοι πήγαιναν προς τα κάπου, ή αν απλώς έφευγαν. Αφού τα φώτα των πολυκατοικιών, μέχρι το βάθος που μπορούσα να κοιτάξω, ούτε πλήθαιναν ούτε λείψαιναν. Εγώ έμεινα μονάχος κάτω απ’ την βροχή.

Σύντομα με πλημμύρισε μια ευδαιμονία που δε μπορώ να περιγράψω. Καθόμουν ασάλευτος, σ’ ασάλευτη γαλήνη. Κάτι σαν ίσκιος. Ή κάτι ακόμα πιο απέριττο, πιο τιποτένιο. Ναι, πιο τιποτένιο σίγουρα. Τώρα που το σκέφτομαι, μόνο το τίποτα θα πρέπει να αισθάνεται ολόκληρο κάπου κάπου. Ναι, ήμουν ένα ολόκληρο τίποτα! Και δεν ήταν που σταμάτησε να βρέχει. Κάθε άλλο. Είχε φτάσει ως το κόκκαλο η υγρασία. Την άκουγα να στάζει στα νεφρά και τους πνεύμονες με τον ήχο που κάνει η βαρύτητα κάτω από μουσκεμένα φύλλα δέντρων. Ό,τι στάζει δεν έχει μέλλον[1].

Με κάθε burger, δώρο αναψυκτικό 330ml!

Δε με απασχολούσε. Ήμουν μόνος. Καμιά περιστασιακή αιχμηρότητα, καμιά εξωτερική τυχαιότητα δε μπορούσε να μου διακόψει το όλο. 

Η βροχή σταμάτησε. Άπνοια και σιγαλιά διέκοψε το ορμητικό τιτίβισμα ανωνύμων δακρύων πάνω από τις φρέσκιες λιμνούλες, τα μουλιασμένα χορτάρια και τη χωμάτινη επίστρωση του μονοπατιού. Εγώ άνοιξα τα βλέφαρα όπως κάποιος που κοιμάται όνειρο. Είχα απομείνει μόνος στο αχανές μέρος που οι ντόπιοι αποκαλούσαν Voldenpark. Και αλήθεια, δεν ξέρω αν οι άλλοι πήγαν κάπου, ή αν απλώς έφυγαν. Αφού τα φώτα στα τετράγωνα κουτιά που μου έκρυβαν τον ορίζοντα ούτε πλήθαιναν, ούτε λείψαιναν. Δε μ’ απασχολούσε. Ας έφυγαν ή ας πήγαν όπου θέλουν. Η βροχή έσταξε μια απιθανότητα. Το Voldenpark ήταν άδειο.

Εν τέλει, το μόνο μέρος που υπάρχεις σ’ αρμονία με τον Άλλον, είναι η μοναξιά. 

[1] της Χαράς Χατζηιωαννίδου

Ο Γιώργος Ευθυμίου είναι πεπεισμένος ότι οι τίτλοι περισσότερο μας ενδύουν παρά μας απεκδύουν: Ένας κάποιος κανένας.